«Η ανταγωνιστικότητα του κόστους της εργασίας βελτιώθηκε κατά 24% έναντι 37 χωρών την περίοδο 2009-2015». Η «αθώα» διαπίστωση έγινε από τον υπουργό Οικονομίας Δημήτρη Παπαδημητρίου, σε ομιλία του στο Επαγγελματικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης (Σάββατο, 14.1.2017). Είναι ένα από τα «δέκα γεγονότα» που -σύμφωνα με τον υπουργό- πιστοποιούν ότι «η οικονομία ανακάμπτει».
Ο Δ. Παπαδημητρίου δεν έχει κανένα πρόβλημα να πει ότι αυτή η ανάκαμψη είναι αποτέλεσμα της μνημονιακής πολιτικής: «Μετά από μία πολυετή περίοδο ύφεσης και μεταρρυθμίσεων στις αγορές, κατά την οποία η Ελλάδα πραγματοποίησε τη μεγαλύτερη δημοσιονομική εξυγίανση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ βελτιώνοντας το διαρθρωτικό πρωτογενές ισοζύγιο του προϋπολογισμού κατά 17 ποσοστιαίες μονάδες του δυνητικού ΑΕΠ, η οικονομία ανακάμπτει ήδη από το 3ο τρίμηνο του 2016».
Η χρήση του όρου «δημοσιονομική εξυγίανση» από έναν υπουργό του οικονομικού επιτελείου, που ήρθε «φυτευτός» από τις ΗΠΑ, δεν είναι τυχαία. Ερχεται να «νομιμοποιήσει» όχι μόνο το τρίτο Μνημόνιο, που υπέγραψαν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αλλά γενικά τα Μνημόνια. Αφού έπρεπε να συντελεστεί μια τόσο μεγάλη «δημοσιονομική εξυγίανση», τότε η μνημονιακή πολιτική ήταν καταρχήν απαραίτητη (έστω κι αν ο Παπαδημητρίου, όπως και γενικότερα ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι έτοιμος να καταγράψει διαφωνίες για τα επιμέρους μέτρα αυτής της πολιτικής). Αξίζει να θυμίσουμε εδώ, ότι το ίδιο το τρίτο Μνημόνιο αναφέρεται με θετικότατο τρόπο στα δύο προηγούμενα, την αποτελεσματικότητα των οποίων αναγνωρίζει. Αλλο τι λένε τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ (ο Τσίπρας πρώτος και καλύτερος) για να καταδημαγωγήσουν τον ελληνικό λαό και άλλο τι λένε τα επίσημα κείμενα.
Πέρα από τη «δημοσιονομική εξυγίανση», όμως, ο υπουργός Οικονομίας αναφέρεται και στην κινεζοποίηση, καμαρώνοντας για την αποτελεσματικότητά της καθ' όλη τη μνημονιακή περίοδο (2009-2015).
Χρησιμοποιεί, βεβαίως, τον όρο «κόστος εργασίας». Δεν μας εκπλήσσει. Εχουμε ακούσει τον Τσίπρα (που από πολιτική οικονομία έχει μαύρα μεσάνυχτα) να χρησιμοποιεί κατά κόρον αυτόν τον διαστρεβλωτικό όρο. Γιατί «κόστος εργασίας» δεν υφίσταται. Η εργατική δύναμη, με τη ζωντανή εργασία που παρέχει κατά τη διαδικασία της παραγωγής, είναι ο μοναδικός παραγωγός νέων αξιών. Από αυτές τις νέες αξίες η εργατική δύναμη παίρνει μόνο ένα μέρος, με τη μορφή του μισθού εργασίας και των ασφαλιστικών εισφορών που εμφανίζεται σαν να πληρώνει ο καπιταλιστής εργοδότης. Το υπόλοιπο τμήμα αυτών των νέων αξιών το καρπώνονται οι καπιταλιστές (το μοιράζονται μεταξύ τους, μέσα από μια διαδικασία που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε εδώ).
Οι καπιταλιστές, όμως, και οι ιδεολογικοί και πολιτικοί τους ταγοί παρουσιάζουν τα πράγματα διαστρεβλωμένα, με σκοπό να κρύψουν την ουσία της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Σύμφωνα με τη δική τους θεωρία, το κέρδος σε όλες τις μορφές του (βιομηχανικό, εμπορικό, τόκος, γαιπρόσοδος) είναι αποτέλεσμα των χειρισμών των έξυπνων καπιταλιστών στη σφαίρα της παραγωγής και της κυκλοφορίας και όχι αποτέλεσμα της κλοπής της εργατικής δύναμης. Γι' αυτούς η εργατική δύναμη δεν είναι παρά ένας «συντελεστής της παραγωγής», όπως είναι τα κτίρια, τα μηχανήματα, οι πρώτες ύλες, η ενέργεια κτλ. Και η τιμή της εργατικής δύναμης δεν είναι παρά ένα «κόστος εργασίας» («άμεσο» όταν αναφέρονται στο μισθό, «έμμεσο» όταν αναφέρονται στις ασφαλιστικές εισφορές).
Ο Δ. Παπαδημητρίου συνδέει ευθέως το «κόστος εργασίας» (δηλαδή τον εργατικό μισθό και τις ασφαλιστικές εισφορές) με την έννοια της «ανταγωνιστικότητας». Και καμαρώνει ότι αυτός ο παράγοντας «βελτιώθηκε κατά 24% έναντι 37 χωρών την περίοδο 2009-2015». Ξέρουμε πολύ καλά τι συνέβη αυτή την περίοδο: χτυπήθηκαν μισθοί και μεροκάματα, αμέσως και εμμέσως, καθιερώθηκαν μεσαιωνικού τύπου εργασιακές σχέσεις, καταργήθηκαν επί της ουσίας οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας κτλ. Επομένως, σύμφωνα με τον αρμόδιο για τις επενδύσεις και την ανάπτυξη υπουργό, η κινεζοποίηση ήταν μια απαραίτητη και χρήσιμη διαδικασία, η οποία έφερε τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Βέβαια, διαβάζει κανείς κείμενα ή ομιλίες άλλων συριζαίων, που υποστηρίζουν ότι η ανάπτυξη δε θα έρθει μέσα από τη «συμπίεση του κόστους εργασίας». Αυτά όμως είναι δημαγωγικά παραμυθάκια για να κοροϊδεύουν τους εργαζόμενους. Εχουν τόση αξία όση είχαν τα σπαράγκια του Σημίτη, τα μύγδαλα και η σουμάδα Αγίου Νικολάου και το κατίκι Δομοκού του Μητσοτάκη, που παρουσιάζονται ως φωτεινός οδοδείκτης για την «ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα». Οταν ένας υπουργός απευθύνεται σ' ένα ακροατήριο καπιταλιστών (όπως ο Παπαδημητρίου εν προκειμένω), τότε μιλάει με την τεχνοκρατική γλώσσα και συνδέει ευθέως την ανάπτυξη με τη βελτίωση της «ανταγωνιστικότητας του κόστους εργασίας», δηλαδή με το τσάκισμα των εργατικών μισθών και των εργασιακών σχέσεων. Μόνο στα κείμενα του ΔΝΤ μπορεί να βρει κανείς πιο καθαρή υπεράσπιση της κινεζοποίησης.
Μπορούμε, όμως, να κάνουμε και άλλες σκέψεις που αφορούν το μέλλον. Θα διαπιστώσουμε τότε, ότι η κινεζοποίηση δε γίνεται αποδεκτή ως μια έκτακτη διαδικασία που υιοθετήθηκε αναγκαστικά σε μια περίοδο βαθιάς κρίσης, αλλά αποτελεί μοντέλο και για το μέλλον.
«Πρέπει να παράξουμε πλούτο και να τον μοιράσουμε δίκαια» γράφουν συχνά-πυκνά οι λογογράφοι του Τσίπρα. Αν αυτή η φαινομενικά αθώα φράση (αθώα γιατί αναφέρεται σε δίκαιη διανομή) τεθεί πάνω στο φόντο της τοποθέτησης περί βελτίωσης της «ανταγωνιστικότητας του κόστους εργασίας», αποκτά άλλη διάσταση, κάθε άλλο παρά αθώα. Εφόσον η δίκαιη διανομή προϋποθέτει την ανάπτυξη, η οποία με τη σειρά της προϋποθέτει τη βελτίωση της «ανταγωνιστικότητας του κόστους εργασίας», τότε η κινεζοποίηση πρέπει να μείνει ως μόνιμη συνθήκη στις εργασιακές σχέσεις. Αν όχι ως μόνιμη, τουλάχιστον για ένα ικανό χρονικό διάστημα. Γιατί η ανάπτυξη πρέπει να σταθεροποιηθεί, ώστε τα όποια κέρδη της να μην διακινδυνευτούν, να μη θυσιαστούν στο βωμό μιας «αλόγιστης πολιτικής αύξησης του κόστους εργασίας», η οποία θα καταβαραθρώσει την «ανταγωνιστικότητα».
Θα μπορούσαμε εδώ να βάλουμε στη συζήτηση και τον παράγοντα χρέος, που επίσης επηρεάζει την «ανταγωνιστικότητα» και δεν επιτρέπει «αρχοντιές», όμως ο χώρος δεν επιτρέπει τέτοιο άνοιγμα του πεδίου. Μένουμε, λοιπόν, στα όσα συνοπτικά προαναφέραμε, τα οποία προοιονίζονται συνέχιση της κινεζοποίησης για ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, προκειμένου αυτή να στηρίξει την ανάπτυξη, μέσω της βελτίωσης της «ανταγωνιστικότητας του κόστους εργασίας».
Ο Παπαδημητρίου δε διστάζει να μιλήσει με καθαρά τεχνοκρατική γλώσσα: «Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση σταδιακά βελτιώνει τα δημοσιονομικά περιθώρια για τον ιδιωτικό τομέα και εφαρμόζει πολιτικές που επιδρούν θετικά στην στρατηγική της για την προσέλκυση επενδύσεων, την αύξηση των εξαγωγών και τη δημιουργία φιλικότερου επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Ανάλογα, δε, με την πρόοδο της δημοσιονομικής εξυγίανσης, η κυβέρνηση σκοπεύει να προχωρήσει στην ελάφρυνση του φορολογικού βάρους για τον ιδιωτικό τομέα».
Μ' αυτή την αναφορά, ο υπουργός Οικονομίας περνά από την «ανταγωνιστικότητα του κόστους εργασίας» στη δημοσιονομική πολιτική, υποσχόμενος συνεχή βελτίωση των δημοσιονομικών περιθωρίων για τον ιδιωτικό τομέα. Αυτό σημαίνει, χοντρικά, δύο πράγματα: μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης και αύξηση των κάθε είδους «αναπτυξιακών» παροχών προς τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Η συνταγή είναι παλιά και ο εξ Αμερικής οικονομολόγος-υπουργός δε λέει τίποτα το καινούργιο. Αξίζει να σημειώσουμε, όμως, ότι δεν μένει μόνο στην υπόσχεση για «βελτίωση των δημοσιονομικών περιθωρίων για τον ιδιωτικό τομέα», αλλά γενικεύει υποσχόμενος «δημιουργία φιλικότερου επιχειρηματικού περιβάλλοντος», που θα στηρίξει τη στρατηγική της προσέλκυσης επενδύσεων.
Πέρα από τη φορολογική ελάφρυνση, το «φιλικότερο επιχειρηματικό περιβάλλον» σημαίνει: ξεπούλημα δημόσιων επιχειρήσεων, φτηνότερη ενέργεια και πρώτες ύλες, κατάργηση στοιχειωδών ελέγχων ως προς την τήρηση περιβαλλοντικών και άλλων κανόνων και, βέβαια, κινεζοποίηση της εργατικής δύναμης. Το τελευταίο αποτελεί όρο εκ των ων ουκ άνευ για οποιαδήποτε καπιταλιστική επιχείρηση. Κι όταν έχει διαμορφωθεί μια τέτοια κατάσταση, χάρη στα μέτρα που πάρθηκαν στη διάρκεια μιας κρίσης, οι καπιταλιστές ως τάξη απαιτούν από τις αστικές κυβερνήσεις να διατηρήσουν αυτή την κατάσταση, προκειμένου να εκμεταλλευτούν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που τους δίνει. Η διατήρηση της κινεζοποίησης είναι υπέρτατος στόχος της αστικής πολιτικής, που μόνο η εργατική τάξη μπορεί να ανατρέψει.
Πέτρος Γιώτης