Η πρόθεση του υφυπουργού Αθλητισμού Σταύρου Κοντονή να μετονομάσει το ΟΑΚΑ σε «Νίκος Γκάλης», για να τιμήσει την προσφορά του συγκεκριμένου αθλητή στο ελληνικό μπάσκετ, δίνει μια πολύ καλή ευκαιρία στη στήλη να καταθέσει την δική της «αιρετική» άποψη. Καταρχήν, θα συμφωνήσουμε με τη συντριπτική πλειοψηφία των φιλάθλων που υποστηρίζουν ότι η έλευση του Γκάλη άλλαξε τα δεδομένα στο άθλημα.
Λέξεις και έννοιες όπως ο αθλητής, η προπόνηση και τα συστήματα, ο επαγγελματισμός και τα φράγκα, έβαλαν στο περιθώριο το ταλέντο, τον αυτοσχεδιασμό και τη διαίσθηση, τον ερασιτεχνισμό και την αγάπη για τη φανέλα. Με δυο λόγια, μετά την έλευση του Γκάλη το ελληνικό μπάσκετ έφυγε από τη διάσταση των ομάδων της πόλης και της γειτονιάς και μπήκε στον αστερισμό των επαγγελματικών ομάδων με τους καπιταλιστές «επενδυτές» και τους χορηγούς.
Εκεί που διαφωνούμε είναι ότι η μεγάλη «άνθηση» που γνώρισε το μπάσκετ μετά την κατάκτηση του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος από την εθνική ομάδα το 1987 οφείλεται στον Γκάλη. Αφενός γιατί δε θεωρούμε τον Γκάλη σημείο αναφοράς της μεγάλης ομάδας που έφτασε στην κορυφή της Ευρώπης και αφετέρου γιατί η τεράστια εξάπλωση του αθλήματος και η κυριαρχία του για ένα χρονικό διάστημα οφείλεται -όπως θα δούμε στη συνέχεια- στον ισχυρό άνδρα του ελληνικού μπάσκετ Γιώργο Βασιλακόπουλο.
Για να θυμηθούν οι παλιότεροι και να μάθουν οι νεότεροι, ο Γκάλης ήρθε στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του '80. Οι υποστηρικτές του και ο δημοσιογραφικός μπασκετικός εσμός, με αιχμή του δόρατος τον μακαρίτη Φίλιππα Συρίγο, κατάφεραν να πείσουν την κοινή γνώμη ότι το μπάσκετ στην Ελλάδα το έφερε ο Γκάλης, τοποθετώντας αρχικά τον Αρη της εποχής εκείνης και λίγο αργότερα την κατάκτηση του ευρωπαϊκού το '87 ως την έναρξη του αθλήματος στην Ελλάδα. Ξεχνούν όλοι αυτοί να μας πουν ή όταν τους το θυμίζουμε το κάνουν γαργάρα, ότι το μπάσκετ στην προ Γκάλη εποχή είχε την δική του ξεχωριστή θέση στις καρδιές των φιλάθλων και σε όλες σχεδόν τις γειτονιές της Αθήνας (τα αθηναϊκά ντέρμπι στο Καλλιμάρμαρο συγκέντρωναν χιλιάδες φίλαθλους), της Θεσσαλονίκης, της Πάτρας, της Λάρισας και των άλλων μεγάλων πόλεων υπήρχαν ομάδες με πολλούς πιστούς οπαδούς. Επίσης, ξεχνούν ότι είχε και επιτυχίες και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με κορυφαία την κατάκτηση του κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης από την ΑΕΚ το 1968 (είχε προηγηθεί δυο χρόνια πριν η 4η θέση στο κύπελλο πρωταθλητριών), μπροστά σε περισσότερους από 80.000 φίλαθλους στο Καλλιμάρμαρο (ο συγκεκριμένος αγώνας έχει γραφτεί στο βιβλίο Γκίνες ως ο αγώνας με τη μεγαλύτερη προσέλευση θεατών που -σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής- ο αριθμός τους ξεπέρασε τις 100.000). Τέλος, ξεχνούν να μας πουν ότι ο μεγάλος Αρης του Γκάλη δεν κατάφερε να κερδίσει ευρωπαϊκό τρόπαιο (σε αυτό το αρνητικό για την ομάδα της Θεσσαλονίκης ρεκόρ σημαντικό μερίδιο ευθύνης έχει και ο έτερος «αγαπημένος» του μπασκετικού δημοσιογραφικού κατεστημένου, ο «προπονητής» Γιάννης Ιωαννίδης).
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην κατάκτηση του ευρωμπάσκετ το '87. Η εθνική ομάδα, κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, κερδίζει στον τελικό τη Σοβιετική Ενωση με δυο βολές του Αργύρη Καμπούρη. Οπως το συνήθιζε, ο Γκάλης είναι «απών» από την τελευταία επίθεση (το ίδιο έκανε και στον Αρη, αφήνοντας τις κρίσιμες επιθέσεις στον Παναγιώτη Γιαννάκη ή σε κάποιον άλλο συμπαίχτη του). Από την επαύριο της μεγάλης επιτυχίας, ο μπασκετικός δημοσιογραφικός εσμός αρχίζει να πλημμυρίζει τις στήλες των εφημερίδων με διθυράμβους για τον Γκάλη και ταυτόχρονα προσπαθεί να πείσει ότι το μπάσκετ είναι στο DNA του Ελληνα. Την ίδια στιγμή, ο Βασιλακόπουλος, από τους λίγους «βαμμένους» πασόκους ανάμεσα στους προέδρους των αθλητικών ομοσπονδιών και προσωπικός φίλος του Ανδρέα Παπανδρέου, καταφέρνει να εξασφαλίσει την αναγκαία χρηματοδότηση και να γεμίσει την Ελλάδα με μπασκέτες και κλειστά γήπεδα. Πλέον, το μπάσκετ αλλάζει εποχή και στη θέση των ερασιτεχνικών ομάδων με σημείο αναφοράς τη γειτονιά ή την πόλη, στις οποίες αγωνίζονται κυρίως παίχτες από τα σπλάχνα της ομάδας, έχουμε τους συλλόγους με τους καπιταλιστές προέδρους, τα κλειστά γήπεδα, τους επαγγελματίες παίχτες και τις μεταγραφές. Σε αυτή τη μετάλλαξη, που γέμισε με φράγκα τις τσέπες των «ανιδιοτελών εργατών του μπάσκετ», ο Γκάλης είναι σημείο αναφοράς, αφού αντιπροσωπεύει την αμερικανική φανταχτερή εκδοχή του μπάσκετ και είναι το «τοτέμ» που κάθε «θρησκεία» έχει ανάγκη για να προσηλυτίζει τους ιθαγενείς. Οι άνθρωποι του μπάσκετ εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο την επιτυχία του '87 και την υποδομή σε έμψυχο δυναμικό που υπήρχε στο άθλημα και σε συνδυασμό με το ότι τα φράγκα που χρειαζόταν να «επενδύσει» κάποιος καπιταλιστής για να φτιάξει μια ομάδα ανταγωνιστική σε ευρωπαϊκό επίπεδο ήταν πολύ λιγότερα σε σχέση με το ποδόσφαιρο, κατάφεραν να απογειώσουν το ελληνικό μπάσκετ.
Εκτοτε και παρά το γεγονός ότι ο Γκάλης σταμάτησε να έχει ενεργή σχέση με το άθλημα, αφού μετά το τέλος της αγωνιστικής του καριέρας δεν ακολούθησε την προπονητική, το ελληνικό μπάσκετ βρίσκεται στην ευρωπαϊκή ελίτ και οι ελληνικές ομάδες έχουν κατακτήσει αρκετές φορές την κορυφή της Ευρώπης. Και αυτό σε σημαντικό βαθμό οφείλεται στο ότι ο Βασιλακόπουλος συνεχίζει να έχει τον πρώτο λόγο στα δρώμενα του μπάσκετ και να κάνει τις κατάλληλες ενέργειες για να το κρατήσει στην κορυφή. Αν και είναι γνωστό ότι η στήλη δεν έχει την καλύτερη γνώμη για τον Βασιλακόπουλο, δεν μπορούμε να μην του αναγνωρίσουμε ότι για σχεδόν τριάντα χρόνια έχει το μπάσκετ στην κορυφή και με βάση τους νόμους της αγοράς δικαιούται περισσότερο από κάθε άλλο μπασκετικό πρόσωπο να δει το όνομά του στο κλειστό του ΟΑΚΑ.
Κος Πάπιας.
papias@eksegersi.gr
Δυστυχώς για τους οπαδούς του Γκάλη και τον δημοσιογραφικό μπασκετικό εσμό, υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία που επιβεβαιώνουν ότι πριν την έλευσή του στην Ελλάδα, υπήρχε ομάδα που είχε κατακτήσει την κορυφή της Ευρώπης, κάτι που δεν κατάφεραν να κάνουν οι ομάδες που αγωνίστηκε.
♦ Οσοι μεγαλώσαμε στο Παγκράτι είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε τον Νότη Μαστρογιάννη, την «ψυχή» του συλλόγου, τον άνθρωπο που πάλεψε παρά πολύ για να δημιουργήσει μια δυνατή ομάδα βασιζόμενος στα παιδιά του Παγκρατίου. Μεγαλώσαμε λοιπόν με τη φράση του «το μπάσκετ είναι άθλημα για ψηλούς» και την προσπάθειά του να βρει στον Φωκιανό, στο Αλσος, στον Προφήτη Ηλία και στα άλλα ανοιχτά γήπεδα της περιοχής τα κατάλληλα κορμιά για να «χτίσει» την ομάδα που έφερε ξανά το Παγκράτι στα σαλόνια του ελληνικού μπάσκετ. Αντίστοιχη ήταν η προσπάθεια που έκανε ένας άλλος Νότης σε κάποια άλλη γειτονιά της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, της Πάτρας, της Λάρισας για να φτιάξει τη «δική του» ομάδα.
Είχαμε παράλληλα την τύχη να ζήσουμε τη μεταβατική περίοδο κατά την οποία το μπάσκετ έφυγε από τα όρια της γειτονιάς, του ερασιτεχνισμού και του ταλέντου και μπήκε στα ανεξερεύνητα νερά του επαγγελματισμού. Νιώσαμε την αντίθεση του αθλητή Γκάλη, που έκανε ατελείωτες ώρες προπόνησης στο γήπεδο, και του μπασκετικού ταλέντου του Φάνη Χριστοδούλου, που έμπαινε στο γήπεδο και έκανε “παπάδες” ανυπομονώντας να τελειώσει η προπόνηση για να πάει για μπιφτέκια στου Βαλέσα ή για ποτό στην πλατεία (οι παλαιότεροι θυμούνται και τον Κολοκυθά, που έκανε δυο πακέτα τσιγάρα την ημέρα και δεν έπεφτε κάτω από τους 40 πόντους στο παιχνίδι).
Κάναμε ατελείωτα χιλιόμετρα για να δούμε την ομάδα της γειτονιάς μας κόντρα σε άλλες γειτονιές, αλλά και κόντρα στις μεγάλες ομάδες με τους φραγκάτους προέδρους, που είχαν υπέρ τους και την εύνοια του συστήματος του Βασιλακόπουλου. Ξοδέψαμε ατελείωτες ώρες στην προπόνηση της ομάδας και στις συζητήσεις για μπάσκετ ως τα ξημερώματα στο Λουξ, στο Λέντζο και τη Στοά. Είχαμε λοιπόν την εμπειρία να διακρίνουμε τη διαφορά ανάμεσα στον «επαγγελματισμό» του Γκάλη, στο πάθος και το πείσμα του Γιαννάκη, στο ταλέντο του Φάνη, στο χαβαλέ του Φασούλα. Μπορούσαμε να διακρίνουμε ποιος έπαιζε για τη φανέλα και ποιος για τα φράγκα. Και για να κλείσουμε το κεφάλαιο Γκάλης, όταν το 1992 (μετά από 13 χρόνια καριέρας) ο πρόεδρος του σχεδόν χρεοκοπημένου Αρη ζήτησε από τον Γκάλη να συνεχίσει στην ομάδα με μειωμένες αποδοχές, αυτός ως γνήσιος επαγγελματίας προτίμησε τα φράγκα του Γιαννακόπουλου και κατέβηκε στην Αθήνα.
Eπειδή είχαμε (και έχουμε) αυτές τις εμπειρίες, δυσκολευόμαστε να δηλώσουμε φαν του Γκάλη, όπως ο υφυπουργός Κοντονής.