Ενας πρωθυπουργός που χάνει δυο βουλευτές από την πλειοψηφία, πέφτοντας στους 153, και την επομένη επισκέπτεται τον πρόεδρο της Δημοκρατίας ζητώντας του να υπερβεί τον συνταγματικό του ρόλο και να σπρώξει τα υπόλοιπα κόμματα να στηρίξουν την κυβέρνηση, είναι ένας πρωθυπουργός υπό το κράτος πανικού. Ο,τι και να πει μετά, αυτή η κίνησή του θα τον ακολουθεί. Ανοιξε τα χαρτιά του στους πολιτικούς του αντιπάλους και τους έδειξε ότι φοβάται. Οτι δεν είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού, όπως τον εμφάνιζε το σύνολο του αστικού Τύπου μετά την εκλογική του νίκη στις 20 Σεπτέμβρη.
Την Πέμπτη 19 Νοέμβρη, ο Τσίπρας ζήτησε από έναν βουλευτή του κόμματός του να του παραδώσει την έδρα (όπως και έγινε), ενώ διέγραψε έναν ακόμη που απέσχε από την ψηφοφορία για το τελευταίο πακέτο με τα προαπαιτούμενα. Εναν ακόμα διέγραψε ο κυβερνητικός συνεταίρος Καμμένος. Ετσι, η κυβερνητική πλειοψηφία έπεσε στους 153 βουλευτές. Το πιο σημαντικό είναι ότι ο Τσίπρας «λάκισε» από τη Βουλή. Δεν πήγε για ν' απαντήσει στους αρχηγούς των αντιπολιτευόμενων μνημονιακών κομμάτων, που πήραν όλοι το λόγο και εξαπέλυσαν πυρ ομαδόν κατά της κυβέρνησης, αρνούμενοι να ψηφίσουν ένα πολυνομοσχέδιο, που ως τμήμα του Μνημόνιου-3 το είχαν ψηφίσει στις 14 του περασμένου Αυγούστου.
Αντί να πάει στη Βουλή και ν' αντιπαρατεθεί πρόσωπο με πρόσωπο με εκείνους που ψήφισαν μαζί το Μνημόνιο-3 και τώρα καταψηφίζουν τα πακέτα με τα μέτρα που το Μνημόνιο προβλέπει, ο Τσίπρας επέλεξε την ασφάλεια του μονόλογου ενώπιον του προέδρου της Δημοκρατίας. Κανόνισε την επομένη να κάνει βίζιτα στον Πάκη, για να εκφωνήσει μπροστά στις κάμερες ένα λογύδριο υπέρ της ανάγκης εθνικής συνεννόησης. Ενα λογύδριο δραματικό επί της ουσίας, αφού στην ουσία ζήτησε επανασύσταση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που από τις 15 Ιούλη μέχρι τις 14 Αυγούστου ψήφισε δυο νόμους με προκαταρκτικά προαπαιτούμενα, το Μνημόνιο-3 και μαζί τον πρώτο εφαρμοστικό του νόμο.
Ο Τσίπρας δείχνει παγιδευμένος στην ίδια την τακτική που επέλεξε. Πήγε σε εκλογές, ενώ οι άλλοι του πρόσφεραν δυο εναλλακτικές λύσεις. Είτε να συνεχίσει ως κυβέρνηση μειοψηφίας (χωρίς τους Λαφαζανικούς), που έχει την ανοχή τους, είτε να σχηματίσει κυβέρνηση «εθνικού σκοπού» με τη συμμετοχή και των άλλων μνημονιακών κομμάτων. Ο Τσίπρας αρνήθηκε και πήγε σε εκλογές, ποντάροντας ότι θα σαρώσει. Σάρωσε η αποχή (άρα η νέα κυβέρνηση ήταν εξαρχής κοινωνικά απομονωμένη), ο Τσίπρας έσπευσε να σχηματίσει κυβέρνηση μόνο με τον Καμμένο, χωρίς καν να συζητήσει με τους άλλους, οπότε αυτοί δεν είχαν άλλη επιλογή από το να παίξουν το ρόλο τους σαν αστική κοινοβουλευτική αντιπολίτευση. Δηλαδή, να καταψηφίζουν ό,τι φέρνει η κυβέρνηση, ακόμα κι αν αυτό προβλέπεται από το Μνημόνιο που είχαν ψηφίσει.
Εχουν μάλιστα κι έναν επιπλέον λόγο να κρατούν αυτή τη στάση, δεδομένου ότι ο Τσίπρας έκανε εκλογές όχι με αντιμνημονιακό λόγο, αλλά με το ψευτοδίλημμα «το νέο ενάντια στο παλιό». Το βασικό προεκλογικό επιχείρημα ήταν πως το Μνημόνιο αφήνει ανοιχτά ζητήματα, τα οποία μόνο μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να διαπραγματευθεί αποτελεσματικά, προωθώντας παράλληλα και κάποιο παράλληλο πρόγραμμα απεγκλωβισμού από το Μνημόνιο. Ο,τι προωθεί τώρα στη Βουλή η συγκυβέρνηση των Τσιπροκαμμένων είναι αποτέλεσμα της «αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης» που υποτίθεται ότι θα έκανε, οπότε η μνημονιακή αντιπολίτευση έχει κάθε λόγο να πληρώνει τον Τσίπρα με το ίδιο νόμισμα. Να τον καταγγέλλει για ανικανότητα και πλήρη υποταγή στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης με την τρόικα.
«Νομίζω ότι θα πρέπει να δούμε το πώς θα υπάρχει στα κρίσιμα και μεγάλα ζητήματα – γιατί όλοι βεβαίως βιώνουμε την ελληνική πολιτική πραγματικότητα – αυτοί οι οποίοι έριξαν το κάρο από την κορυφή στους πρόποδες, τώρα να κάθονται στη γαλαρία και να κάνουν κριτική σ’αυτούς που προσπαθούν να το ανεβάσουν ξανά», είπε ο Τσίπρας στον Παυλόπουλο, κλαψουρίζοντας στην ουσία. Γιατί το ίδιο έκαναν αυτός και το κόμμα του όταν βρίσκονταν στην αντιπολίτευση και οι άλλοι έφερναν τα Μνημόνια και τους εφαρμοστικούς τους νόμους.
Αμέσως μετά, ο Τσίπρας πέρασε στο «ψητό»: «Στα κρίσιμα όμως θέματα και στρατηγικής σημασίας θέματα, στο Προσφυγικό, στα μεγάλα Εθνικά μας Θέματα, το Κυπριακό τα Ελληνοτουρκικά, το Ονοματολογικό. Και βεβαίως, σε κρίσιμα κοινωνικά θέματα: Το Ασφαλιστικό, η Παιδεία, πρέπει να υπάρχει μια στοιχειώδης πολιτική συνεννόηση. Και θα ήθελα με αυτήν την έννοια να σας ζητήσω από τη θέση σας και το κύρος σας και τον πολιτειακό ρόλο σας να συμβάλλετε σ’αυτήν την προσπάθεια».
Εδώ ο πανικός φαίνεται καθαρά. Ο Τσίπρας ζήτησε από τον Παυλόπουλο να μπει μπροστά για να ζητήσει στήριξη από τα κόμματα της μνημονιακής αντιπολίτευσης, όχι μόνο σ' αυτά που ονομάζουν «μεγάλα εθνικά θέματα» (και τα οποία δεν παίζουν καμιά σημασία στην τρέχουσα πολιτική, καθώς εδώ και χρόνια βρίσκονται στο ράφι), αλλά και σε «κρίσιμα κοινωνικά θέματα», ονοματίζοντας πρώτο το Ασφαλιστικό. Επειδή ξέρει πολύ καλά τι πρόκειται να θεσπίσουν με τη νέα, σαρωτική αντιασφαλιστική μεταρρύθμιση, ζητάει συναίνεση από τα άλλα μνημονιακά κόμματα. Και σχεδιάζει σύσκεψη αρχηγών υπό τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, ομολογώντας ότι φοβάται πως δεν μπορεί να περάσει το Ασφαλιστικό από τη Βουλή!
Ο Πάκης έδειξε πρόθυμος να βοηθήσει, ξεπερνώντας το θεσμικό του ρόλο. «Στις κρίσιμες στιγμές εμφανίζεται ο ρυθμιστικός ρόλος του Προέδρου, που ακριβώς είναι να επιδιώκει την μεγαλύτερη δυνατή συνεννόηση στα μεγάλα θέματα. Στα οποία δεν μπορεί και δεν πρέπει να έχουμε διαφορές. Και τα θέματα αυτά είναι γνωστά», είπε. Τέτοιο ρυθμιστικό ρόλο δεν έχει, βέβαια, γιατί θα υποκαθιστούσε τη Βουλή, όμως θ' αφήσουμε στην άκρη το θεσμικό πρόβλημα, για να εστιάσουμε στο πολιτικό. Στον πανικό του Τσίπρα μπροστά στην προοπτική να χάσει την πλειοψηφία.
Προφανώς, ο Τσίπρας ήταν έτοιμος να ζητήσει σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών ετούτη την εβδομάδα, όμως το φιά-σκο στην προεδρική εκλογή της ΝΔ του άλλαξε λίγο τα σχέδια. Ετσι, οι μνημονιακοί πολιτικοί του αντίπαλοι απέφυγαν τον αιφνιδιασμό και είχαν όλη την άνεση να απαντήσουν, αρνούμενοι την «επίθεση φιλίας» που επιχειρεί ο Τσίπρας. Ο Μεϊμαράκης, μολονότι απασχολημένος με τα εσωκομματικά, δεν παρέλειψε ν' αφήσει ανοιχτό το παράθυρο για κάποια μελλοντική συνεργασία, ακόμη και κυβερνητική. Αφησε έτσι τους ακροδεξιούς της ΝΔ να «αλυχτάνε» μόνοι τους «καμιά συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ», φροντίζοντας μάλιστα να βάλει στο φόντο τον Σαμαρά, ως ενορχηστρωτή αυτής της ανεύθυνης στάσης.
Η Φώφη απέφυγε ν' απαντήσει επί της ουσίας και επεχείρησε πολιτική ρελάνς. «Τώρα ο πρωθυπουργός με μια συνέντευξη ζητεί διάλογο. Εμείς το καλοκαίρι είπαμε ναι και επιτεύχθηκε η εθνική συνεννόηση. Μιλάει τώρα ο ίδιος άνθρωπος, που γύρισε τότε την πλάτη, πήγε σε εκλογές και έλεγε: στις 20 Σεπτέμβρη ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», είπε. Δεν έκλεισε, βέβαια, την πόρτα, αλλά δεν παρέλειψε να πετάξει και την αντιπολιτευτική κορόνα: «Η διαπραγμάτευση της δήθεν Αριστεράς φέρνει τη μία ήττα μετά την άλλη. Οχι πια άλλη διαπραγμάτευση, μας πάει πίσω σε δικαιώματα, κατακτήσεις, ποιότητα ζωής».
Πιο σκληρός ο Θεοδωράκης, ζήτησε να εκδοθεί ανακοίνωση του Ποταμιού, που δεν έκλεινε μεν την πόρτα, αλλά σημείωνε ότι «η οποιαδήποτε συνεργασία προϋποθέτει την ειλικρίνεια και την αξιοπιστία αυτού που τη ζητάει. Στην περίπτωση του κ. Τσίπρα αυτές οι προϋποθέσεις δεν υπάρχουν».
Αρα, δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να συρθούν τα κόμματα της αντιπολίτευσης πίσω από τον Τσίπρα, στηρίζοντας την κυβέρνησή του σε ένα κρίσιμο ζήτημα, όπως είναι το Ασφαλιστικό, χωρίς να πάρουν κανένα αντάλλαγμα. Η απάντησή τους σε ελεύθερη απόδοση είναι η εξής: έχεις πλειοψηφία, να περάσεις μόνος σου τους νόμους που προβλέπει το Μνημόνιο. Αν νομίζεις ότι δεν έχεις την απαιτούμενη πλειοψηφία, να μας το πεις, για να μπούμε σε μια διαδικασία σχηματισμού διαφορετικής κυβέρνησης και να δούμε αν θα δεχτούμε να είσαι εσύ ο πρωθυπουργός αυτής της κυβέρνησης.
Δε νομίζουμε ότι -ακόμα και σε κατάσταση πανικού- η ηγετική ομάδα του Μαξίμου περίμενε διαφορετικές απαντήσεις. Δε νομίζουμε ότι πίστευε πως η μνημονιακή αντιπολίτευση θα συρθεί να ψηφίσει το Ασφαλιστικό, όπως έκανε το καλοκαίρι. Τότε, η κυβέρνηση δεν είχε πλειοψηφία (25 βουλευτές τουλάχιστον αριθμούσαν οι Λαφαζανικοί) και η μνημονιακή αντιπολίτευση όφειλε να βάλει πλάτη. Τώρα οι Τσιπροκαμμένοι έχουν πλειοψηφία, οπότε τα πράγματα δεν έχουν την ίδια ένταση. Αν ο Τσίπρας εκτιμά ότι δεν έχει πλειοψηφία, δε θα την πατήσουν για δεύτερη φορά. Θα του ζητήσουν να σχηματίσει κυβέρνηση ευρύτερης πλειοψηφίας.
Τότε προς τι αυτή η επίθεση «εθνικής συναίνεσης» από τον Τσίπρα; Γι' αυτό μιλάμε για πανικό. Ο Τσίπρας ανοίγει τέτοιο θέμα, εκβιάζοντας από τη μια την κοινοβουλευτική του ομάδα με απώλεια της εξουσίας (και του «μελιού» της) και ανοίγοντας ένα παράθυρο σε μελλοντικές εξελίξεις, που μπορεί να φτάσουν ακόμα και σε σχηματισμό κυβέρνησης ευρείας μνημονιακής πλειοψηφίας. Κάπως έτσι ξεκίνησε κι ο Γιωργάκης τον Ιούνη του 2011, για να «πάρει τον πούλο» τελικά το Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς.