Στις 14 Νοέμβρη, μια μέρα μετά τις πολύνεκρες επιθέσεις του ISIS στο Παρίσι και υπό την πίεση των γεγονότων αυτών, πραγματοποιήθηκε στη Βιέννη η προγραμματισμένη σύνοδος των υπουργών Εξωτερικών 19 χωρών, οι οποίες εμπλέκονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στον πόλεμο της Συρίας, και εκπροσώπων του ΟΗΕ. Οι συμμετέχοντες κατέληξαν σε ένα χρονοδιάγραμμα πολιτικής λύσης, χωρίς λεπτομέρειες στον τρόπο εφαρμογής του και με τα κρίσιμα ζητήματα ανοιχτά.
Συγκεκριμένα, το χρονοδιάγραμμα προβλέπει την έναρξη των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στη συριακή κυβέρνηση και την αντιπολίτευση μέχρι την 1η Γενάρη του 2016 και ταυτόχρονα κατάπαυση του πυρός ανάμεσα στις δύο πλευρές. Το σχηματισμό μεταβατικής κυβέρνησης «αξιόπιστης», «περιεκτικής» και «μη διχαστικής» μέσα σε έξι μήνες, η οποία θα ετοιμάσει ένα νέο σύνταγμα και θα προχωρήσει στη διεξαγωγή εκλογών μέσα σε 18 μήνες. Η κατάπαυση του πυρός δεν θα ισχύει για το Ισλαμικό Κράτος, το Μέτωπο αλ-Νούσρα, που έχουν χαρακτηριστεί από τις ΗΠΑ τρομοκρατικές οργανώσεις, και όποια άλλη ένοπλη ομάδα ή οργάνωση χαρακτηριστεί τρομοκρατική. Η σύνοδος ανέθεσε στην Ιορδανία την ευθύνη κατάρτισης μιας λίστας με τις ένοπλες ομάδες και τις οργανώσεις που δεν είναι «τρομοκρατικές» και μπορούν να πάρουν μέρος στις διαπραγματεύσεις. Επίσης, οι συμμετέχοντες δεσμεύτηκαν ότι «οι χώρες που υποστηρίζουν διάφορες ένοπλες ομάδες θα πάρουν όλα τα δυνατά μέτρα για να απαιτήσουν την εφαρμογή της εκεχειρίας από τις ομάδες ή τους ιδιώτες που υποστηρίζουν, προμηθεύουν ή επηρεάζουν». Πρόκειται για πρωτοφανή σε επίσημο ντοκουμέντο κυνική ομολογία για το χαρακτήρα του πολέμου στη Συρία. Ολη η διαδικασία υλοποίησης του οδικού χάρτη θα βρίσκεται υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.
Τρία κρίσιμα ζητήματα παραμένουν ανοιχτά, από τα οποία θα εξαρτηθεί αν και κατά πόσο θα προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις και θα εφαρμοστεί το χρονοδιάγραμμα.
Το πρώτο είναι ποιες από τις ένοπλες ομάδες που πολεμούν το καθεστώς Ασαντ θα χαρακτηριστούν «τρομοκρατικές». Για το ζήτημα αυτό υπάρχουν αγεφύρωτες μέχρι στιγμής διαφωνίες, καθώς η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και οι υπόλοιπες σουνιτικές μοναρχίες του Κόλπου υποστηρίζουν και εξοπλίζουν διάφορες ισλαμικές ένοπλες ομάδες, η ισχυρότερη από τις οποίες είναι η Ahrar al-Sham, που συνεργάζεται με το Μέτωπο al-Nusra, ενώ η Τουρκία, η οποία θεωρεί το κουρδικό κίνημα μεγαλύτερο εχθρό της από τους φανατικούς τζιχαντιστές, έχει χαρακτηρίσει «τρομοκρατική» οργάνωση την ισχυρή πολιτοφυλακή των Κούρδων της Συρίας, την YPG (Μονάδες Λαϊκής Προστασίας), η οποία με την υποστήριξη των αμερικάνικων βομβαρδισμών κατάφερε να ανακαταλάβει το Κομπάνι και άλλα εδάφη στη βορειοανατολική Συρία από το ISIS. Η Ρωσία θεωρεί «τρομοκρατικές» όλες τις ένοπλες ομάδες που πολεμούν το καθεστώς Ασαντ, με εξαίρεση τελευταία τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό, με τον οποίο δηλώνει ότι είναι πρόθυμη να συνεργαστεί. Συνεπώς, η αντιπαράθεση θα είναι πολύ σκληρή και η εξεύρεση συμβιβασμού δύσκολη.
Το δεύτερο κρίσιμο ζήτημα είναι πώς θα καθοριστούν και ποια θα είναι τα πρόσωπα που θα εκπροσωπήσουν την πολιτική και ένοπλη αντιπολίτευση στις διαπραγματεύσεις με την συριακή κυβέρνηση, καθώς υπάρχουν διάφορες ομάδες που αυτοπροβάλλονται ως η νόμιμη αντιπολίτευση και ταυτόχρονα δεν έχουν αναδειχτεί στη διάρκεια του πολέμου κάποια πρόσωπα με σοβαρή πολιτική επιρροή και κύρος που να είναι σε θέση να αναλάβουν ηγετικό πολιτικό ρόλο.
Το τρίτο και σοβαρότερο ανοιχτό ζήτημα είναι το μέλλον του Ασαντ. Μέχρι στιγμής, οι Αμερικάνοι και οι δυτικοί σύμμαχοί τους φαίνεται να αποδέχονται πολιτικό ρόλο στον Ασαντ μόνο κατά τη διάρκεια της μεταβατικής κυβέρνησης, ενώ αποκλείουν τον ίδιο και άλλα κορυφαία μέλη της κυβέρνησής του από την επόμενη φάση. Από την άλλη, η Ρωσία στο πρόσωπο του Ασαντ στηρίζει βασικά το κόμμα του Μπάαθ, το οποίο ελέγχει τον κρατικό μηχανισμό, το στρατό, την αστυνομία και την Ασφάλεια, προκειμένου να διασφαλίσει τα οικονομικά και στρατιωτικά της συμφέροντα στη χώρα. Εδώ το κλειδί είναι οι «ελεύθερες» εκλογές που προβλέπει ο οδικός χάρτης της Βιέννης. Μόνο που η κάθε πλευρά τις εννοεί διαφορετικά. Η μεν Ρωσία επιδιώκει τη συμμετοχή της σημερινής πολιτικής ηγεσίας της Συρίας και του Μπάαθ στις εκλογές, τις οποίες είναι πολύ πιθανόν με τα σημερινά πληθυσμιακά και πολιτικά δεδομένα στη χώρα να κερδίσουν. Ας μην ξεχνάμε ότι οι Αλεβίτες και άλλες θρησκευτικές και εθνικές μειονότητες εξακολουθούν να στηρίζουν το καθεστώς Ασαντ. Ο δε Λευκός Οίκος και οι σύμμαχοί του απαιτούν να αποκλειστούν ο Ασαντ και η σημερινή συριακή κυβέρνηση από τις εκλογές, ώστε οι υποψήφιοι να είναι ελεγχόμενοι και το εκλογικό αποτέλεσμα ευνοϊκό γι' αυτούς. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τη βρετανική «Guardian» (Vladimir Putin: from pariah to powerbroker in one year, 17/11/15), ο βρετανός πρωθυπουργός Κάμερον κατά τη συνάντησή του στις 16 Νοέμβρη στο περιθώριο της συνόδου των G20 στην Τουρκία «προσέφερε στο ρώσο πρόεδρο σαφείς εγγυήσεις ότι τα στρατηγικά συμφέροντα της Ρωσίας στη Συρία, τα οποία περιλαμβάνουν τις αεροπορικές και ναυτικές βάσεις της στη Συρία, θα αναγνωριστούν και θα προστατευτούν πλήρως σε οποιαδήποτε διευθέτηση». Με στόχο να τον πείσει να κάνει κάποια υποχώρηση στο μεγάλο αγκάθι που λέγεται Ασαντ.
Από την πλευρά του, ο Πούτιν δεν έχει λόγο αυτή τη στιγμή που ο ρόλος της Ρωσίας έχει αναβαθμιστεί στρατιωτικά και διπλωματικά να βιάζεται. Ιδιαίτερα μετά τις πολύνεκρες επιθέσεις στο Παρίσι και τη στρατιωτική συμμαχία Ρωσίας – Γαλλίας εναντίον του ISIS, σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις Πούτιν και Ολάντ. Οταν μέχρι πρότινος, ο Λευκός Οίκος αρνιόταν ανάλογη συνεργασία με τη Ρωσία και χαρακτήριζε «μη καλοδεχούμενη» και «καταδικασμένη να αποτύχει» τη ρωσική στρατιωτική επέμβαση στη Συρία.
Είναι πολύ νωρίς για να προβλέψει κανείς αν και κατά πόσο θα προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις και θα εφαρμοστεί το χρονοδιάγραμμα πολιτικής λύσης. Το ποιες υποχωρήσεις θα γίνουν από κάθε πλευρά και ο χρόνος που θα γίνουν θα καθοριστεί πρωτίστως από την έκβαση των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Το μόνο βέβαιο είναι ότι κι αν ακόμη καταλήξουν κάποια στιγμή σε κάποιο συμβιβασμό οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που εμπλέκονται στο σφαγείο της Συρίας, ο πόλεμος δεν θα σταματήσει γρήγορα και εύκολα, γιατί οι αιτίες που γεννούν το θρησκευτικό φανατισμό και το φαινόμενο του τζιχαντισμού όχι μόνο συνεχίζουν να υπάρχουν, αλλά έχουν επιδεινωθεί εξαιτίας των πολέμων και των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στην ευρύτερη περιοχή.