Σύμφωνα με στοιχεία και συνεντεύξεις από μεγάλο αριθμό τοπικών αξιωματούχων που συγκεντρώθηκαν στις αρχές Σεπτέμβρη από τον ΟΗΕ, η εξέγερση των Ταλιμπάν από το 2001 έχει επεκταθεί σε μεγαλύτερη από κάθε άλλη φορά έκταση του Αφγανιστάν. Τα στοιχεία αυτά αποκαλύπτουν ότι το επίπεδο απειλής από τους Ταλιμπάν στις μισές περίπου περιοχές της χώρας είναι «ψηλό» ή «ακραίο».
Η έκθεση του ΟΗΕ, η οποία διανεμήθηκε στις χώρες που πήραν μέρος στον πόλεμο του Αφγανιστάν, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την εκτίμηση του αμερικάνου διοικητή, του στρατηγού Τζον Κάμπελ, κατά την κατάθεσή του στο Κογκρέσο στις 6 Οκτώβρη, ο οποίος, μεταξύ άλλων, υποστήριξε ότι: «Οι αφγανικές δυνάμεις ασφάλειας έχουν επιδείξει θάρρος και ευελιξία. Αντέχουν. Η αφγανική κυβέρνηση διατηρεί τον έλεγχο της Καμπούλ, του αυτοκινητόδρομου Ενα, των επαρχιακών πρωτευουσών και σχεδόν όλων των περιφερειακών κέντρων. Οι αφγανικές δυνάμεις ασφάλειας έχουν ακυρώσει όλα σχεδόν τα κέρδη των Ταλιμπάν στη βόρεια επαρχία Χέλμαντ. Εχουν ανακαταλάβει τη Musa Qala και κρατούν άλλες περιοχές, όπως τη Sangin και την Kajaki, που απειλούνταν».
Ομως, αφγανοί αξιωματούχοι σε πολλές περιφέρειες που δέχονται επιθέσεις από τους Ταλιμπάν περιγράφουν μια σημαντικά διαφορετική κατάσταση. Ακόμη και ο αυτοκινητόδρομος Ενα, ένας περιφερειακός δρόμος που συνδέει όλες τις σημαντικές πόλεις της χώρας, έχει γίνει επικίνδυνος, γιατί εδώ και καιρό οι Ταλιμπάν τον κλείνουν επανειλημμένα ή στήνουν ενέδρες, με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος του να μην χρησιμοποιείται πλέον από τους περισσότερους κυβερνητικούς αξιωματούχους. Επίσης, σε πολλές περιοχές που τυπικά είναι υπό κυβερνητικό έλεγχο, όπως για παράδειγμα η Musa Qala στην επαρχία Χέλμαντ και η Charchino στην επαρχία Ορούζγκαν, οι κυβερνητικές δυνάμεις κρατούν μόνο τα κυβερνητικά κτίρια στο κέντρο της περιοχής, τα οποία είναι υπό συνεχή πολιορκία από τους αντάρτες. «Δεν έχουμε κανένα τρόπο να αποδράσουμε», δήλωσε, σύμφωνα με την έκθεση, ο Ουαλί Νταντ, ο αστυνομικός διοικητής στην Charchino, όπου 400 αστυνομικοί έχουν περικυκλωθεί και καθηλωθεί για μήνες. «Αν βρούμε κάποιο τρόπο να αποδράσουμε, δεν θα μείνω ούτε δευτερόλεπτο στην περιοχή. Η κυβέρνηση δεν καταφέρνει να κυβερνήσει και είναι καλύτερο να αφήσουμε τους Ταλιμπάν να κυβερνήσουν». Παρόμοια είναι η κατάσταση και στη Musa Qala, όπου η κυβέρνηση ελέγχει μόνο το κυβερνητικό κτιριακό συγκρότημα της περιοχής.
Σύμφωνα με την προαναφερόμενη έκθεση του ΟΗΕ, έχει αυξηθεί η ταχύτητα με την οποία απλώνεται η εξέγερση των Ταλιμπάν σε πολλές περιοχές της χώρας όπου στο παρελθόν η παρουσία τους ήταν μικρή, όπως για παράδειγμα στο βόρειο Αφγανιστάν. Γεγονός που ανάγκασε την UNAM (United Nations Assistance Mission) να εκκενώσει τέσσερα από τα δεκατρία επαρχιακά γραφεία της. Και τα τέσσερα στο βόρειο Αφγανιστάν.
Λόγω του «υψηλού» ή «ακραίου» επιπέδου της απειλής από τους Ταλιμπάν που αντιμετωπίζουν οι μισές περίπου περιοχές του Αφγανιστάν, ο ΟΗΕ δεν επιτρέπει στο προσωπικό του να ταξιδεύει προς αυτές ή μέσω αυτών των περιοχών. Στις περιοχές με «ακραίο» επίπεδο απειλής είτε δεν υπάρχει καθόλου κυβερνητική παρουσία είτε αυτή περιορίζεται μόνο στην πρωτεύουσα της περιοχής. Υπάρχουν 38 τέτοιες περιοχές διάσπαρτες σε 14 από τις 34 επαρχίες της χώρας. Αν σ’ αυτές προστεθούν και οι περιοχές με «υψηλό» επίπεδο απειλής , τότε συνολικά, στις 27 από τις 34 επαρχίες του Αφγανιστάν υπάρχουν περιοχές όπου το επίπεδο απειλής έχει χαρακτηριστεί «υψηλό» ή «ακραίο», σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ. Για παράδειγμα, στην επαρχία Ορούζγκαν στο νότιο Αφγανιστάν, στις τέσσερις από τις πέντε περιοχές το επίπεδο απειλής θεωρείται «υψηλό» ή «ακραίο» και μόνο στην πρωτεύουσα, την Ταρινκότ, το επίπεδο απειλής χαρακτηρίζεται «ουσιαστικό». Γι αυτό και πολλοί τοπικοί αξιωματούχοι προβλέπουν ότι ίσως σύντομα η Ορούζγκαν θα είναι η πρώτη επαρχία που θα περάσει ολόκληρη υπό τον έλεγχο των Ταλιμπάν.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η έκθεση του ΟΗΕ βασίζεται σε στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στις αρχές Σεπτέμβρη, δηλαδή δεν έχει λάβει υπόψη την κατάληψη της Κουντούζ και τη ραγδαία αύξηση των επιθέσεων σε μια ευρύτερη περιοχή το τελευταίο διάστημα. Μια σύντομη αναφορά στα γεγονότα αυτά δίνει μια ακριβέστερη εικόνα της κατάστασης, που είναι πολύ πιο ζοφερή για την αφγανική κυβέρνηση και το Λευκό Οίκο απ’ αυτή που αποτυπώνεται στην έκθεση του ΟΗΕ.
Μετά από 15 μέρες σφοδρών συγκρούσεων μέσα και γύρω από την Κουντούζ, οι Ταλιμπάν αποχώρησαν από την πόλη παίρνοντας μαζί τους οχήματα και όλο τον υπάρχοντα οπλισμό. Με ανακοίνωσή τους στις 13 Οκτώβρη δήλωσαν ότι η απόφασή τους να αποχωρήσουν από την Κουντούζ δεν είναι σημάδι ήττας, διαβεβαίωσαν ότι μπορούν να καταλάβουν την πόλη όποτε θέλουν και εξήγησαν ότι εκτίμησαν ότι το καλύτερο για το στρατιωτικό συμφέρον τους είναι να ενισχύσουν τα χαρακώματα γύρω από την πόλη παρά να παραμείνουν στην πόλη, γιατί αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα περισσότερες απώλειες μαχητών και μη αναγκαία σπατάλη πυρομαχικών.
Παράλληλα, κλιμακώνουν τις επιθέσεις τους στις γειτονικές με την Κουντούζ επαρχίες στο βόρειο Αφγανιστάν. Και συγκεκριμένα στις επαρχίες Takhar, Baghlan και Badakhshan, όπου έχουν ήδη καταλάβει περιοχές, σύμφωνα με ρεπορτάζ της Deutsche Welle (6/10/15), στο πλαίσιο της στρατηγικής τους να επεκτείνουν τον έλεγχό τους στη γεωστρατηγικής σημασίας αυτή περιοχή, πύλη εισόδου στην ενεργειακά πλούσια Κεντρική Ασία.
Ο επόμενος στόχος τους μετά την Κουντούζ είναι η πόλη Ghazni, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, 130 χλμ νοτιοδυτικά της Καμπούλ. Η πόλη αυτή είναι μικρότερη από την Κουντούζ αλλά εξίσου σημαντική, γιατί βρίσκεται πάνω στον αυτοκινητόδρομο Ενα, που συνδέει την Καμπούλ με την υπόλοιπη χώρα. Τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές έχει συγκεντρωθεί μεγάλη δύναμη Ταλιμπάν γύρω από την πόλη, που κλιμακώνουν τις επιθέσεις τους και παράλληλα έχουν κλείσει τον αυτοκινητόδρομο διακόπτοντας την κυκλοφορία.
Εκτός του ότι η κατάληψη της Κουντούζ, με 300.000 πληθυσμό, έστω και για λίγες μέρες, συνιστά τη μεγαλύτερη στρατιωτική νίκη των Ταλιμπάν από την αμερικάνικη εισβολή το 2001 και ταυτόχρονα ισχυρό πλήγμα στον κυβερνητικό στρατό, την αφγανική κυβέρνηση και τους αμερικάνους πάτρωνές της, το πλήγμα γίνεται ακόμη βαρύτερο, γιατί χρειάστηκαν 15 μέρες σφοδρών συγκρούσεων, στις οποίες στο πλάι του κυβερνητικού στρατού συμμετείχαν άντρες των Ειδικών Επιχειρήσεων του αμερικάνικου στρατού, για να αποχωρήσουν οι Ταλιμπάν από όλη την πόλη. Τα γεγονότα αυτά, σε συνδυασμό με τη ραγδαία αύξηση και κλιμάκωση των επιθέσεων σε πολλά σημεία της χώρας, δείχνουν ότι μόνο ο βαρύς αφγανικός χειμώνας που έρχεται μπορεί να δώσει μια μικρή ανάσα στον κυβερνητικό στρατό, που αποδεικνύεται ανίκανος να αντιμετωπίσει και πολύ περισσότερο να νικήσει τους Ταλιμπάν. Γι αυτό και έχει ανάψει τελευταία στα αμερικανονατοϊκά επιτελεία η συζήτηση για παράταση της παραμονής ή και αύξηση της δύναμης των αμερικανονατοϊκών στρατευμάτων κατοχής στη χώρα.