Η τάση για αυξημένη αποχή φάνηκε καθαρά κατά την προεκλογική περίοδο. Οι δημοσκόποι δεν τη μετρούσαν (μολονότι είχαν σαφή εικόνα), για ευνόητους λόγους, αλλά οι κομματικοί μηχανισμοί ήταν πλήρως ενήμεροι και δούλεψαν πάρα πολύ για να ανασχέσουν αυτή την αυθόρμητη τάση, που χωρίς τυμπανοκρουσίες και χωρίς κάποια κεντρική οργάνωση απλωνόταν σαν επιδημία ανάμεσα στον κόσμο.
Και τι δεν ακούστηκε την προεκλογική περίοδο. Δίπλα στα γνωστά ιδεολογήματα περί «πολιτικής αδιαφορίας» προστέθηκαν καινούργιες εκδοχές της θεωρίας της «χαμένης ψήφου». «Αν δεν ψηφίσεις, δεν είναι ότι απλώς πάει χαμένη η ψήφος σου αλλά πάει υπέρ των κομμάτων εξουσίας», έλεγε ο Μ. Γλέζος, υποτιμώντας φανερά τη νοημοσύνη μας. Γιατί αν ακολουθήσουμε τη λογική της εκλογικής αριθμητικής, αφήνοντας στη μπάντα την πολιτική ουσία, τότε θα διαπιστώσουμε ότι αριθμητικά η αποχή ευνοεί περισσότερο τα μικρά κόμματα από τα μεγάλα. Διότι σε ό,τι αφορά τα μεγάλα κόμματα απλώς αυξάνει τα ποσοστά τους, σε ό,τι όμως αφορά τα μικρά κόμματα δεν αυξάνει μόνο τα ποσοστά τους, αλλά μπορεί να καθορίσει την κοινοβουλευτική ζωή ή τον κοινοβουλευτικό θάνατό τους.
Αισχρή αριθμητική
Για παράδειγμα, αν η αποχή είχε περιοριστεί στο ποσοστό του περασμένου Γενάρη, η ΛΑΕ του κ. Γλέζου θα έπεφτε στο 2,48%. Για να μπει στη Βουλή θα χρειαζόταν 189.000 ψήφους, ενώ με την τωρινή αποχή θα της έφταναν 163.000 ψήφοι (άλλο αν δεν τους έφτασε). Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι η ΛΑΕ θα έπαιρνε το 3% της αποχής που θα μετατρεπόταν σε συμμετοχή, πάλι δεν υπήρχε περίπτωση να πιάσει συνολικά το 3% και να μπει στη Βουλή.
Ας αφήσουν, λοιπόν, το παραμύθι περί «χαμένης ψήφου» που πάει στα κόμματα εξουσίας», γιατί η χαμηλότερη εκλογική βάση διευκολύνει τα μικρά κόμματα, αν υποθέσουμε ότι αυτά τα κόμματα έχουν καθαρή γραμμή και «μπετοναρισμένη» εκλογική βάση. Το πρόβλημα για όλους αυτούς τους απατεωνίσκους (ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ) είναι πως ούτε καθαρή γραμμή έχουν ούτε «μπετοναρισμένη» εκλογική βάση και γι’ αυτό πλήττονται εξίσου από την αποχή. Αλλιώς θα παρακαλούσαν να αυξηθεί η αποχή από τους ψηφοφόρους των κομμάτων εξουσίας, γιατί το δικό τους σταθερό εκλογικό σώμα θα τους έδινε ψηλότερο εκλογικό ποσοστό.
Από την άλλη, αν θέλουν να είναι συνεπείς με την εκλογική αριθμητική τους, θα έπρεπε να μιλήσουν για τη «χαμένη ψήφο» στα κόμματα που μένουν εκτός Βουλής, την οποία σε έδρες καρπώνονται τα δυο μεγαλύτερα αστικά κόμματα και περισσότερο το πρώτο. Είναι γνωστό πως με βάση τον καλπονοθευτικό εκλογικό νόμο, όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων τόσο χαμηλότερο ποσοστό θέλει το πρώτο κόμμα για να πάρει αυτοδυναμία.
Ας αφήσουμε, λοιπόν, την αισχρή εκλογική αριθμητική των ψηφοθήρων και ας μιλήσουμε πολιτικά. Γιατί η αποχή είναι πολιτική στάση και ειδικά σ’ αυτές τις εκλογές κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τον πολιτικό της χαρακτήρα που φαίνεται καθαρά από την αλματώδη αύξησή της.
Πύρρειος νίκη
Η έκρηξη της αποχής και οι μεγάλες απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ (αναλυτικά γράφουμε στη διπλανή σελίδα) καθιστούν την εκλογική του νίκη εξ ορισμού Πύρρειο. Ο Τσίπρας βιάστηκε να κάνει τις εκλογές και αποδείχτηκε πως είχε δίκιο. Αν είχε περάσει ο Οκτώβρης και είχαν ψηφιστεί το Ασφαλιστικό και το Αγροτικό, τότε τα πράγματα θα ήταν εντελώς διαφορετικά και ο ΣΥΡΙΖΑ δε θα μπορούσε να δημαγωγεί προεκλογικά με το παλιό και το νέο, ούτε να λέει πως υπάρχουν ανοιχτά ζητήματα στο Μνημόνιο-3 που μόνον αυτός μπορεί να τα διαπραγματευθεί αποτελεσματικά. Αρκούσε και μόνο το επικείμενο Ασφαλιστικό (που θα είναι πραγματικός Αρμαγεδ-δώνας για την Κοινωνική Ασφάλιση) για να κάνει σκόνη την προπαγάνδα του περί αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης των ανοιχτών θεμάτων (στην πραγματικότητα τίποτα δεν είναι ανοιχτό).
Δεν μπορεί, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ να ελπίζει ότι την επόμενη φορά θα συγκεντρώσει τις 320.000 ψήφους που έχασε (προς την αποχή, τη ΛΑΕ και μικρότερα κόμματα). Γιατί τίποτα δε θα είναι καλύτερο την επόμενη φορά. Ολα θα έχουν χειροτερεύσει, καθώς θα έχουν εφαρμοστεί οι προβλέψεις του Μνημόνιου-3.
Ακόμη και η συμπαγέστερη κοινοβουλευτική ομάδα, που κατά τεκμήριο έχει ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά την αποχώρηση των Λαφαζανικών, μπορεί να μην αποδειχτεί επαρκώς συμπαγής, όπως δείχνει η εμπειρία των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων.
Προλεταριακή αμφισβήτηση
Ενας από τους μύθους που συνοδεύουν την αποχή, ρητά ή άρρητα, είναι πως αυτή είναι απολίτικη στάση και εκδηλώνεται κυρίως από ψηφοφόρους που βάζουν το εκλογικό τους δικαίωμα χαμηλότερα από τα έξοδα που θα έκαναν για να πάνε στον τόπο καταγωγής τους να ψηφίσουν. Μια ματιά στον πίνακα που δημοσιεύουμε διαλύει αυτόν τον πρόστυχο μύθο.
Στον πίνακα εξετάζουμε την αύξηση της αποχής σε μια σειρά εκλογικές περιφέρειες, μεγάλες και μικρές, του κέντρου και της επαρχίας (στη δεύτερη στήλη φαίνεται η αύξηση της αποχής σε απόλυτους αριθμούς σε σχέση με τις εκλογές του περασμένου Γενάρη και στην τρίτη στήλη φαίνεται η αύξηση του ποσοστού της αποχής μεταξύ Σεπτέμβρη και Γενάρη). Οπως διαπιστώνουμε, η μεγαλύτερη αύξηση της αποχής σημειώνεται στα μεγάλα προλεταριακά κέντρα. Β’ Αθήνας, Β’ Πειραιά, Αττική και Α’ Θεσσαλονίκης έχουν τη μεγαλύτερη αύξηση της αποχής, σημαντικά πάνω από τον πανελλαδικό μέσο όρο. Αν σκεφτούμε ότι σ’ αυτές τις εκλογικές περιφέρειες οι ψηφοφόροι είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία και κάτοικοι, ζήτημα δαπανών μετακίνησης δεν τίθεται. Η αύξηση της αποχής είναι καθαρά πολιτική πράξη και έχει ταξικό πρόσημο. Εκφράζει την αντίθεση προλεταριακών στρωμάτων σ’ αυτή την εκλογική φάρσα. Κι επειδή αυτές οι περιφέρειες είναι οι πιο πολυάνθρωπες, έχουμε το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης της αποχής να προέρχεται απ’ αυτές (οι τέσσερις προαναφερθείσεις περιφέρειες «σήκωσαν» περίπου το 35% της αύξησης της αποχής). Γι’ αυτό μιλάμε για ταξικό πρόσημο.
Διαφοροποιήσεις
Θα ήταν αλαζονικό αν εμείς, που κάναμε καμπάνια υπέρ της αποχής, αποδίδαμε την έκρηξή της σ’ αυτή την καμπάνια. Αν η καμπάνια μας είχε κάποια επιρροή (την οποία, φυσικά, δεν μπορούμε να μετρήσουμε ούτε κατά προσέγγιση), αυτή οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι «αντάμωσε» με μια τάση που αυθόρμητα είχε αρχίσει να σχηματίζεται ανάμεσα στις λαϊκές μάζες. Ούτε μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι όλο αυτό το 43,43% της αποχής έχει -έστω και κατά βάση- τα ίδια πολιτικά χαρακτηριστικά, τον ίδιο βαθμό πολιτικής συνειδητότητας. Για να το πούμε μ’ ένα ιστορικό παράδειγμα, η αποχή του Σεπτέμβρη του 2015 δεν είναι σαν την αποχή του Μάρτη του 1946. Τότε, το μεγαλύτερο κόμμα της χώρας, το ΚΚΕ (καμιά σχέση, φυσικά, με το σημερινό κακέκτυπο που καπηλεύεται τον τίτλο του), κάλεσε τον ελληνικό λαό σε αποχή, προετοιμάζοντας τη νέα επαναστατική έφοδο. Και η αποχή ήταν απολύτως συνειδητή και με μεγάλο κόστος. Ηταν απόφαση στράτευσης, απόφαση ζωής.
Τώρα, η αποχή είχε χαρακτήρα διαμαρτυρίας, καθώς δεν ήρθε ως επιστέγασμα μιας σειράς ταξικών αγώνων. Αυτή η διαμαρτυρία, όμως, περιείχε στον ένα ή τον άλλο βαθμό ένα στοιχείο αμφισβήτησης της αποτελεσματικότητας της ψήφου, ένα στοιχείο αμφισβήτησης του αστικού κοινοβουλευτισμού ως συστήματος που εκφράζει αυθεντικά τη λαϊκή θέληση. Από την άποψη αυτή, η αποχή ως πολιτική πράξη ήταν πολλά βήματα μπροστά από την ψήφο προς οποιονδήποτε κομματικό σχηματισμό. Είτε προς τα μνημονιακά κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι, ΑΝΕΛ) είτε προς τα μη μνημονιακά κόμματα (Περισσός, ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ κ.ά.). Γιατί αυτοί που ζητούσαν την ψήφο δεν εξέφραζαν την πραγματική αμφισβήτηση του αστικού κοινοβουλευτισμού, όσα επαναστατικά ή ριζοσπαστικά λογάκια κι αν έλεγαν. Ζητούμενο, βέβαια, είναι, ο μετασχηματισμός της διαμαρτυρίας και της αμφισβήτησης σε εργατική και λαϊκή αντίσταση.