Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ουσιαστικά, βρίσκεται ένας ακόμη πόλεμος στη Μέση Ανατολή, που μαίνεται εδώ και έξι μήνες στη φτωχότερη αραβική χώρα, την Υεμένη. Ενας πόλεμος που ξεκίνησε με τη στρατιωτική επέμβαση της Σαουδικής Αραβίας και των συμμάχων της μοναρχιών του Κόλπου τον περασμένο Μάρτη, με αεροπορικούς βομβαρδισμούς εναντίον της πολιτοφυλακής των Χούτι και των συμμάχων τους στο στρατό, και κλιμακώθηκε από τον Ιούλη με χερσαία επέμβαση χιλιάδων ξένων στρατιωτών.
Ενα σύντομο ιστορικό
Οι Χούτι αποτελούν το 30% των 23 εκατομμυρίων του πληθυσμού της Υεμένης, ζουν κυρίως στο βόρειο ορεινό τμήμα της χώρας και ακολουθούν την αίρεση Ζάιντι του σιιτικού Ισλάμ, που υπάρχει μόνο στην Υεμένη. Το κίνημα των Χούτι αναπτύχθηκε στον αγώνα ενάντια στην περιθωριοποίηση και την υπανάπτυξη των περιοχών τους καθώς και ενάντια στην κυβερνητική διαφθορά και σφυρηλατήθηκε μέσα από έξι πολέμους που εξαπέλυσε εναντίον τους ο δικτάτορας Αμπντουλάχ Αλί Σάλεχ, με την υποστήριξη της Σαουδικής Αραβίας, την περίοδο 2004 – 2010.
Οι τελευταίες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις των Χούτι ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 2014 ενάντια στην αύξηση της τιμής των καυσίμων μετά την κατάργηση των επιδοτήσεων και την κυβερνητική διαφθορά και στις 18 Αυγούστου του 2014 δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές κατέκλυσαν τους δρόμους της πρωτεύουσας Σανάα και ξεκίνησαν καθιστικές διαδηλώσεις έξω από τα υπουργεία, απαιτώντας την επαναφορά των επιδοτήσεων και την παραίτηση της κυβέρνησης.
Στις 21 Σεπτέμβρη του 2014, οι εμπειροπόλεμες πολιτοφυλακές των Χούτι με σύμμαχο ένα μεγάλο τμήμα του κυβερνητικού στρατού που διατηρούσε δεσμούς με τον πρώην δικτάτορα Αλί Σάλεχ, έθεσαν υπό τον έλεγχό τους την πρωτεύουσα. Κίνηση που μεγάλο τμήμα το πληθυσμού, που δεν είχε σχέση με τους Χούτι, υποδέχτηκε με ανακούφιση απηυδισμένο από την κυβέρνηση Χάντι, η οποία το μόνο έργο που είχε να παρουσιάσει ήταν η «αντιτρομοκρατική» συνεργασία με τις ΗΠΑ. Σύντομα, εκπρόσωποι των Χούτι υπέγραψαν συμφωνία με τον πρόεδρο Μανσούρ Χαντι και άλλες πολιτικές δυνάμεις για το σχηματισμό νέας κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον τεχνοκράτη Χαλέντ Μπάχα. Ομως η ένταση ανάμεσα στους Χούτι και τους υπόλοιπους συνέχισε να αυξάνεται κυρίως για το ζήτημα της συνταγματικής μεταρρύθμισης, με αποκορύφωμα την παραίτηση στις 22 Γενάρη του προέδρου Χάντι και του πρωθυπουργού. Ενα μήνα αργότερα, στις 21 Φλεβάρη, ο Χάντι κατέφυγε στο Αντεν, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη και εμπορικό κέντρο της χώρας, την οποία όρισε ως προσωρινή πρωτεύουσα. Ομως, η ταχύτατη προέλαση των πολιτοφυλακών των Χούτι και μεγάλου τμήματος του στρατού προς νότο με κατεύθυνση το Αντεν, χωρίς ουσιαστική αντίσταση από το πιστό στο Χάντι τμήμα του στρατού, ανάγκασε τον Μανσούρ Χάντι να εγκαταλείψει και το Αντεν στις 25 του Μάρτη και να καταφύγει στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας. Μια μέρα αργότερα, στις 26 του Μάρτη, ξεκίνησε με σφοδρούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς η στρατιωτική επέμβαση της πολεμικής συμμαχίας των μοναρχιών του Κόλπου, του Μαρόκου, της Αιγύπτου και της Ιορδανίας με επικεφαλής τη σαουδαραβική μοναρχία. Φυσικά, το πράσινο φως για τη στρατιωτική επέμβαση έδωσαν οι Αμερικάνοι, οι οποίοι παρέχουν επίσημα υλικοτεχνική υποστήριξη και προφανώς κατευθύνουν όλη την επιχείρηση.
Η επιχείρηση «Χρυσό Βέλος»
Ομως, οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί δεν κατάφεραν να σταματήσουν την προέλαση προς νότο των Χούτι και των συμμάχων τους στο στρατό και την κατάληψη μεγάλων τμημάτων του Αντεν μετά από σφοδρές συγκρούσεις με δυνάμεις σουνιτών φυλάρχων και τμήματος του στρατού πιστό στον εξόριστο πρόεδρο. Και επειδή οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί δεν αρκούν για να κερδηθεί ένας πόλεμος, η πολεμική συμμαχία προχώρησε μέσα στον Ιούλιο σε χερσαία στρατιωτική επέμβαση με την κωδική ονομασία «Χρυσό Βέλος». Ο πυρήνας της επιχείρησης αυτής ήταν 6.000 Υεμένιοι «εθελοντές», οι οποίοι, όπως αποκαλύπτει ρεπορτάζ του Αλ Τζαζίρα («Yemen faces dangerous new phase», 7/9/15) εργάζονταν στη Σαουδική Αραβία, κλήθηκαν τηλεφωνικά να στρατολογηθούν με την υπόσχεση καταβολής μισθών και ιατρικής περίθαλψης στο εξωτερικό σε περίπτωση τραυματισμού, εκπαιδεύτηκαν στη Σαουδική Αραβία και μεταφέρθηκαν στο Αντεν. Οι «εθελοντές» αυτοί, που προέρχονταν στη συντριπτική πλειοψηφία από τη νότια Υεμένη, πολέμησαν στην πρώτη γραμμή, με την υποστήριξη χιλιάδων στρατευμάτων από τις χώρες του Κόλπου και κατάφεραν να απωθήσουν τους Χούτι από το Αντεν στα τέλη Ιούλη και από τέσσερις ακόμη επαρχίες της νότιας Υεμένης στη διάρκεια του Αυγούστου.
Ο επόμενος στόχος της επιχείρησης «Χρυσό Βέλος», μετά την ανακατάληψη του Αντεν, ήταν η πόλη Ταΐζ, η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, που βρίσκεται στον αυτοκινητόδρομο που συνδέει το Αντεν με την πρωτεύουσα Σανάα. Ωστόσο, μετά από βδομάδες σφοδρών συγκρούσεων καμιά πλευρά δεν έχει καταφέρει να πάρει το πάνω χέρι, ενώ ο μεγάλος όγκος των στρατευμάτων της συμμαχίας του Κόλπου συγκεντρώνεται στην κεντρική επαρχία Μαρίμπ.
Η συμμετοχή χιλιάδων στρατευμάτων από τη Σαουδική Αραβία και άλλες χώρες του Κόλπου στη χερσαία στρατιωτική επέμβαση στην Υεμένη τον Ιούλη, βγήκε στο φως μετά την επίθεση των Χούτι με πύραυλο σε στρατόπεδο της πολεμικής συμμαχίας στην επαρχία Μαρίμπ στις 4 Σεπτέμβρη από την οποία σκοτώθηκαν 67 στρατιώτες (52 από τα Εμιράτα, 10 Σαουδάραβες και 5 από το Μπαχρέιν).
Με αφορμή την πολύνεκρη αυτή επίθεση, οι χώρες της πολεμικής συμμαχίας ανακοίνωσαν την αποστολή νέων ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων στην Υεμένη. Ενδεικτικά, σύμφωνα με ρεπορτάζ του Αλ Τζαζίρα, το Κατάρ έστειλε 1.000 στρατιώτες, τανκς, 200 θωρακισμένα οχήματα και 30 ελικόπτερα Απάτσι, η Αίγυπτος 800 στρατιώτες, τανκς και θωρακισμένα οχήματα και η Σαουδική Αραβία «τεράστιες ενισχύσεις» (τουλάχιστον 1.000) των Ειδικών Δυνάμεων που βρίσκονται ήδη στην επαρχία Μαρίμπ. Συνολικά, σύμφωνα με το Αλ Τζαζίρα, έχουν συγκεντρωθεί τουλάχιστον 10.000 ξένα στρατεύματα στην πλούσια σε πετρέλαιο κεντρική επαρχία Μαρίμπ, όπου εξαπέλυσαν στις 13 Σεπτέμβρη μεγάλη επίθεση με στόχο να απωθήσουν τους Χούτι από τις περιοχές που ελέγχουν στην επαρχία αυτή και στη συνέχεια να κινηθούν βόρεια για την ανακατάληψη της Σανάα.
Οι συνέπειες
Είναι φανερό ότι η χερσαία στρατιωτική επέμβαση, η υπεροπλία των εισβολέων και οι ακατάπαυστοι αεροπορικοί βομβαρδισμοί έχουν αλλάξει το συσχετισμό δυνάμεων σε βάρος των Χούτι, οι οποίοι πλέον βρίσκονται σε άμυνα. Ομως, η προέλαση των στρατευμάτων της πολεμικής συμμαχίας στο βορρά δεν θα είναι καθόλου εύκολη. Τα αφιλόξενα βουνά που χωρίζουν τη βόρεια Υεμένη από την υπόλοιπη χώρα, με πληθυσμό που υποστηρίζει τους Χούτι, είναι εχθρικό περιβάλλον για τους ξένους εισβολείς, όπου αντίθετα οι εμπειροπόλεμες πολιτοφυλακές των Χούτι κινούνται με κλειστά μάτια. Γι αυτό και τα στρατεύματα των εισβολέων κινδυνεύουν σοβαρά να εμπλακούν σε ένα παρατεταμένο ανταρτοπόλεμο φθοράς.
Αυτή που κερδίζει περισσότερο από τον πόλεμο στην Υεμένη είναι η Αλ Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο, η οποία θεωρείται από τους Αμερικάνους το πιο επικίνδυνο παρακλάδι του δικτύου της Αλ Κάιντα. Εκμεταλλευόμενη το χάος του πολέμου έχει επεκτείνει τον έλεγχό της στην ανατολική και νότια Υεμένη.
Στις αρχές του πολέμου κατέλαβε το απομακρυσμένο λιμάνι της Μουκάλα, όπου επέβαλε τον νόμο της Σαρία, και παράλληλα καλύπτει τα κενά στις περιοχές που ανακαταλαμβάνουν τα στρατεύματα της πολεμικής συμμαχίας του Κόλπου. Ακόμη και μέσα στην πόλη του Αντεν, όπου έχει καταλάβει δημόσια κτίρια και ελέγχει δρόμους και τμήματα της πόλης, χωρίς αντιδράσεις από τη σαουδαραβική μοναρχία, η οποία κάνει τα στραβά μάτια και κατευθύνει τα πυρά αποκλειστικά στους Χούτι.
Ενισχυμένο από τον πόλεμο βγαίνει και το αποσχιστικό κίνημα στη νότια Υεμένη που διεκδικεί την ανεξαρτησία από το βορρά. Ενδεικτικό του κλίματος που επικρατεί είναι ότι σε πολλές περιοχές της νότιας Υεμένης από τις οποίες απωθήθηκαν οι Χούτι κυματίζει η σημαία της πρώην ανεξάρτητης Νότιας Υεμένης, που ενώθηκε με τη βόρεια το 1990, ενώ τάγματα με στρατιώτες από τη νότια Υεμένη που εκπαιδεύτηκαν στη Σαουδική Αραβία για να πολεμήσουν τους Χούτι, αρνούνται να πολεμήσουν για την ανακατάληψη της Σανάα.
Η συνέχιση του πολέμου απειλεί να οδηγήσει σε ντε φάκτο διαμελισμό της χώρας, να τη μετατρέψει σε νέα Λιβύη και να αποσταθεροποιήσει ακόμη περισσότερο τη Μέση Ανατολή. Παρολαυτά, δε διαφαίνεται προοπτική κατάπαυσης του πυρός και διευθέτησης της κρίσης μέσω διαπραγματεύσεων μετά και την τελευταία απόφαση του εξόριστου προέδρου Χάντι να απέχει από τις διαπραγματεύσεις με τη μεσολάβηση του ΟΗΕ που επρόκειτο να γίνουν την τρέχουσα εβδομάδα, θέτοντας ως όρο την πλήρη αποχώρηση των Χούτι από όλες τις περιοχές που έχουν καταλάβει και την κατάθεση του οπλισμού τους, με την προσδοκία ότι θα ηττηθούν, θα εξαναγκαστούν σε ταπεινωτική συνθηκολόγηση και ο ίδιος θα επιστρέψει θριαμβευτικά ως πρόεδρος στη χώρα.
Στο μεταξύ, εκτός από το βαρύ φόρο αίματος που πληρώνει ο άμαχος πληθυσμός, η συνέχιση του αποκλεισμού με τις τεράστιες ελλείψεις σε τρόφιμα και καύσιμα έχει σαν αποτέλεσμα πάνω από 20 εκατομμύρια άνθρωποι να χρειάζονται ανθρωπιστική βοήθεια για να επιβιώσουν, ενώ πάνω από ένα εκατομμύριο έχει εκτοπιστεί από τις εστίες του.
Μια εσωτερική πολιτική σύγκρουση για την κατανομή της εξουσίας που ξέσπασε τον Αύγουστο του 2014 έχει μετατραπεί σε επικίνδυνη περιφερειακή πολεμική αναμέτρηση, καθώς η χώρα, λόγω της στρατηγικής γεωγραφικής της θέσης στο θαλάσσιο δρόμο μεταφοράς του πετρελαίου, είναι πεδίο ανταγωνισμού τόσο μεταξύ των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων όσο και μεταξύ περιφερειακών δυνάμεων (Σαουδική Αραβία, Ιράν) που επιδιώκουν να επεκτείνουν την επιρροή τους στην περιοχή.