Τη σιωπή του τρόμου, με πρόσχημα τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», επιχειρεί να επιβάλλει στην αιγυπτιακή κοινωνία η στρατιωτική χούντα, ενισχύοντας το οπλοστάσιό της με ένα νέο «αντιτρομοκρατικό» νόμο (θεσπίστηκε τον περασμένο μήνα), ο οποίος ταυτόχρονα εξασφαλίζει ευρύτατη ασυλία από ποινικές διώξεις στους μηχανισμούς και τις δυνάμεις καταστολής που θα τον εφαρμόζουν.
Ο νόμος αυτός προβλέπει τη συγκρότηση μόνιμων ειδικών δικαστηρίων για τους κατηγορούμενους για εγκλήματα «τρομοκρατίας», οι δίκες των οποίων και οι τελικές καταδικαστικές αποφάσεις θα επισπεύδονται για να λειτουργούν αποτρεπτικά. Ωστόσο, το εύρος του όρου «τρομοκρατική ενέργεια», όπως ορίζεται από το νόμο, είναι πολύ μεγάλο, καθώς περιλαμβάνει «τη διατάραξη της δημόσιας τάξης και κοινωνικής ειρήνης», την «πρόκληση βλάβης στην εθνική ενότητα και εθνική οικονομία», τη «διατάραξη της λειτουργίας δημόσιων υπηρεσιών και κρατικών εγκαταστάσεων, βασικών υποδομών και οδικών δικτύων της χώρας» και την «παρεμπόδιση εφαρμογής των διατάξεων του συντάγματος και των εθνικών νόμων». Με δυο λόγια, οποιαδήποτε μορφή κοινωνικής και πολιτικής διαμαρτυρίας, κινητοποίησης ή διεκδίκησης μπορεί να χαρακτηριστεί «τρομοκρατική πράξη» και οι συμμετέχοντες να τιμωρηθούν με πολύχρονες ποινές φυλάκισης.
Ενδεικτικά, η δημιουργία ή η καθοδήγηση μιας ομάδας που χαρακτηρίζεται ως «τρομοκρατική οντότητα» από την κυβέρνηση τιμωρείται με θανατική ποινή ή ισόβια κάθειρξη. Η συμμετοχή σε μια τέτοια ομάδα τιμωρείται με δέκα χρόνια κάθειρξη. Η χρηματοδότηση «τρομοκρατικών ομάδων» τιμωρείται με ισόβια. Η υποκίνηση βίας, που περιλαμβάνει «την προώθηση ιδεών που καλούν σε βία» καθώς και η δημιουργία ή η χρήση ιστοσελίδων που διαδίδουν τέτοιες ιδέες τιμωρούνται με ποινή κάθειρξης 5-7 χρόνια.
Επίσης, ο νέος αντιτρομοκρατικός νόμος με την απειλή τεράστιων προστίμων επιβάλλει αυστηρή λογοκρισία στον Τύπο. Συγκεκριμένα, προβλέπει την επιβολή προστίμου από 25.500 δολάρια μέχρι 64.000 δολάρια σε οποιονδήποτε δημοσιογράφο διαφοροποιείται από τις επίσημες κυβερνητικές ανακοινώσεις δημοσιεύοντας ή διαδίδοντας «ψευδείς» ειδήσεις για «τρομοκρατικές» επιθέσεις ή στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών στο Σινά. Με τον τρόπο αυτό η στρατιωτική χούντα επιχειρεί να αποκρύψει τις πραγματικές απώλειες του στρατού και της αστυνομίας, που ανέρχονται σε εκατοντάδες, καθώς και του άμαχου πληθυσμού, αλλά και την αποτυχία καταστολής της εξέγερσης στο Σινά, η οποία όχι μόνο δεν έχει υποχωρήσει αλλά έχει επεκτείνει τις επιθέσεις της σε πολλά σημεία της χώρας, ακόμη και μέσα στο Κάιρο. Για τον ίδιο λόγο έχει απαγορευτεί η πρόσβαση δημοσιογράφων στις περιοχές του Σινά όπου γίνονται οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του στρατού.