Με το γράμμα του (αστικού) νόμου, ο Παπακωνσταντίνου θα μπορούσε να είναι και αθώος. Θα μπορούσε να είχε γίνει δεκτή η ένσταση παραγραφής, που υπέβαλε τελικά η υπεράσπισή του. Να κριθεί ότι η Βουλή των δύο ημερών μεταξύ των εκλογών του Μάη και του Ιούνη του 2012 ήταν μια κανονική Βουλή, οπότε επήλθε παραγραφή. Αν δέχονταν αυτή την ένσταση (την οποία δεν είχαν δεχτεί οι συνάδελφοί τους που χειρίστηκαν την υπόθεση στη φάση της ανάκρισης), οι δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου του άρθρου 86 του Συντάγματος, θα προκαλούσαν την οργή του λαού, η οποία δε θα περιλάβαινε μόνο τους ίδιους αλλά και το πολιτικό σύστημα.
Αποφάσισαν να τον δικάσουν, όμως τα ίδια τα στοιχεία της ποινικής υπόθεσης ήταν ισχνότατα. Ουδείς κατέθεσε ότι πήρε λεφτά για να σβήσει τα ονόματα των συγγενών του από τη «λίστα Λαγκάρντ». Επειδή ο Παπακωνσταντίνου είναι ένας ευυπόληπτος αστός και όχι μέλος (ή φερόμενος ως μέλος) κάποιας οργάνωσης του αντάρτικου πόλης (στις τρομοδίκες, ως γνωστόν, αρκεί η πολιτική ιδιότητα του αναρχικού για να καταδικαστείς για ληστεία την οποία δεν έκανες και ως μέλος οργάνωσης στην οποία δεν συμμετείχες), οι δικαστές εφάρμοσαν με σεβασμό το νόμο και ομόφωνα τον απάλλαξαν από την κατηγορία της απιστίας.
Εμενε η κατηγορία της νόθευσης εγγράφου, που ήταν σε βαθμό κακουργήματος. Πέντε από τους δεκατρείς δικαστές έκριναν ότι έπρεπε να απαλλαγεί λόγω αμφιβολιών. Οι υπόλοιποι οχτώ επέλεξαν τη σολομώντεια λύση, για να προστατεύσουν (όσο αυτό είναι δυνατό) το πολιτικό σύστημα: μετέτρεψαν τη νόθευση σε πλημμέλημα (τρεις από τους οχτώ επέμεναν στο κακούργημα, αλλά συνασπίστηκαν τελικά με τους άλλους πέντε). Το έκανε για να διαφυλάξει την πολιτική του εικόνα, όχι για να βγάλει λεφτά, ήταν η ουσία της ετυμηγορίας. Του αναγνώρισαν και το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, οπότε έφυγε με ένα χρόνο με αναστολή.
Ετσι, ένα ακόμη πολιτικό σκάνδαλο, που τόσο θόρυβο προκάλεσε, ξεφούσκωσε εντελώς όταν ήρθε η ώρα της ποινικής εκκαθάρισής








