Τα πρώτα πλάνα της ταινίας αποτελούν μια καθαρά εξπρεσιονιστική μνεία στη φύση της Καππαδοκίας και με τον τρόπο αυτό ο σκηνοθέτης καταφέρνει από τα πρώτα δευτερόλεπτα να βυθίσει το θεατή στο κινηματογραφικό του σύμπαν.
Πρωταγωνιστής είναι ο ιδιοκτήτης ενός ξενοδοχείου σε ένα μικρό χωριό, κληρονόμος μεγάλης περιουσίας, πρώην ηθοποιός και νυν συγγραφέας σε μικρή τοπική εφημερίδα. Το όνομα αυτού «Αϊντίν», που στα τούρκικα σημαίνει διανοούμενος.
Η ιστορία της ταινίας έχει τρεις άξονες. Ο πρώτος είναι η σχέση του πρωταγωνιστή με τους φτωχούς της περιοχής. Ο δεύτερος είναι η σχέση του με την αδερφή του, που τον κριτικάρει ως αναγνώστρια και αποδέκτης των ιδεών του, και ο τρίτος σχετίζεται με την προσωπική του ζωή, καθώς αφορά σ’ έναν εξαιρετικά δυσ-λειτουργικό γάμο με μια νεότερη γυναίκα. Ο Τσεϊλάν κοιτά τον πρωταγωνιστή του και σχολιάζει ότι οι διανοούμενοι (του είδους του) έχουν πέσει σε «χειμερία νάρκη».
Ο σκηνοθέτης, μέσα από τον πρωταγωνιστή του, ασκεί κριτική στη διανόηση που εμμένει σε μια στείρα, επιδερμική, θρησκευτική ηθική, μακριά από τη ζωή και την καθημερινότητα των ανθρώπων, κυρίως των φτωχών ανθρώπων. Η επιλογή μάλιστα του συνδυασμού των παραπάνω με την ταξική θέση ενός πλούσιου ξενοδόχου -ο οποίος όσο και να προσπαθεί να φαίνεται δίκαιος, πράος, υποχωρητικός, το συμφέρον του δεν το ξεχνά ποτέ- είναι πολύ εύστοχη.
Ο Τσεϊλάν («Μακριά», «Τρεις πίθηκοι», «Κάποτε στην Ανατολία») μας παρουσιάζει την πιο ώριμη ταινία του. Μένει πιστός στα προσωπικά στοιχεία γραφής του, στα υποβλητικά τοπία, τον αργό ρυθμό και τη θεατρική προσέγγιση σχετικά με την υποκριτική και το στήσιμο. Ταυτόχρονα όμως, πετυχαίνει μια πιο βαθιά και διαλεκτική προσέγγιση στα ζητήματα που θέτει, όντας πιστός ρεαλιστής με έντονα συμβολικά στοιχεία. Το γεγονός βέβαια ότι καταπιάνεται με τόσα θέματα απλώνει σε διάρκεια την ταινία. Για τη γραφή του σεναρίου, ο Τσεϊλάν (με τη σύζυγό του) βασίστηκε σε ιστορίες του Τσέχοφ, του Ντοστογιέφσκι και του Βολταίρου. Περιττό να σημειωθεί ότι η ταινία έχει πολύ πετυχημένη πορεία στα φεστιβάλ, κερδίζοντας μεταξύ άλλων το Χρυσό Φοίνικα Καλύτερης Ταινίας και το βραβείο FIPRESCI στο Φεστιβάλ Καννών αυτής της χρονιάς.
Ελένη Π.