Οι σφοδρότερες συγκρούσεις από τον περασμένο Σεπτέμβρη που υπογράφτηκε η πρώτη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός στο Μινσκ της Λευκορωσίας σημειώνονται από τις 17 Γενάρη σε διάφορα μέτωπα στις ελεγχόμενες από τους αυτονομιστές αντάρτες περιοχές της νοτιοανατολικής Ουκρανίας. Στην πραγματικότητα, παρά τις δύο συμφωνίες κατάπαυσης του πυρός στο Μινσκ, στις 5 Σεπτέμβρη και στις 24 Δεκέμβρη του 2014, η εμφύλια σύρραξη δεν σταμάτησε ποτέ, απλά περιορίστηκε κυρίως στο αεροδρόμιο του Ντονέτσκ, το οποίο είχε καταληφθεί από ουκρανικά στρατεύματα από τον περασμένο Μάη και πολιορκούνταν από τους αυτονομιστές αντάρτες. Ο μόνος όρος των συμφωνιών που έχει εφαρμοστεί μέχρι στιγμής είναι η ανταλλαγή αιχμαλώτων στη διάρκεια των γιορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Παράλληλα, βρίσκεται σε εξέλιξη ένα διπλωματικό παιχνίδι στο οποίο κυριαρχούν οι δηλώσεις ετοιμότητας για την εφαρμογή των συμφωνιών του Μινσκ, οι διακηρύξεις δέσμευσης στην αναζήτηση ειρηνικής λύσης στην ουκρανική κρίση, αλλά και οι πολεμικές κορώνες από Μόσχα και Κίεβο, απουσιάζουν όμως οι απαιτούμενες διπλωματικές πρωτοβουλίες και κινήσεις.
Το χρονικό των τελευταίων εξελίξεων
Ενα σύντομο χρονικό των τελευταίων εξελίξεων βοηθά στην εκτίμηση των γεγονότων και στην εξαγωγή κάποιων συμπερασμάτων.
Στις 15 Γενάρη, ο Πούτιν με γραπτό μήνυμά του στον ουκρανό πρόεδρο Ποροσένκο πρότεινε ένα συγκεκριμένο σχέδιο για την απόσυρση των βαριών όπλων από τη διαχωριστική γραμμή που είχε καθοριστεί με την πρώτη συμφωνία του Μινκ. Ομως ο Ποροσένκο το απέρριψε, χωρίς να προτείνει εναλλακτική πρόταση, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του Πούτιν, Ντίμτρι Πεσκόφ. Ταυτόχρονα, το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών κατηγόρησε την κυβέρνηση του Κιέβου ότι «χρησιμοποιεί την εκεχειρία για να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις της σε μια προσπάθεια κλιμάκωσης της σύγκρουσης με στόχο τη διευθέτησή της με στρατιωτικά μέσα».
Στις 17 Γενάρη, ο σύμβουλος του ουκρανού προέδρου Γιούρι Μπιργιούκοφ ανακοίνωσε ότι δόθηκε εντολή στον ουκρανικό στρατό για μεγάλης κλίμακας επίθεση στις θέσεις των αυτονομιστών ανταρτών στη νοτιοανατολική Ουκρανία, η οποία ξεκίνησε το πρωί της ίδιας μέρας (Σάββατο) με βομβαρδισμούς, εκτός των άλλων, οικοδομικών συγκροτημάτων και δημόσιων κτιρίων στο κέντρο του Ντονέτσκ.
Στις 18 Γενάρη, ο Πούτιν κάλεσε τις αντίπαλες πλευρές να σταματήσουν αμέσως τους εκατέρωθεν βομβαρδισμούς και να αποσύρουν τα βαριά όπλα από τη γραμμή απεμπλοκής. Την ίδια μέρα, ο Ποροσένκο κατά τη διάρκεια διαδήλωσης στο Κίεβο, ανεβάζοντας το θερμόμετρο της έντασης, δήλωσε ότι «δεν θα παραχωρήσουμε ούτε μια σπιθαμή ουκρανικής γης και θα επιστρέψουμε στο Ντόνμπας». Απαντώντας με φανερά επιθετικό και απειλητικό ύφος, ο ρώσος αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Γκριγκόρι Καράσιν δήλωσε: «Είναι τεράστιο, ακόμη και στρατηγικό λάθος των ουκρανικών αρχών να υπολογίζουν σε μια στρατιωτική λύση της κρίσης στην ουκρανική κοινωνία και όλων των προβλημάτων της νοτιοανατολικής Ουκρανίας. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μη αναστρέψιμες συνέπειες για την κρατική υπόσταση της Ουκρανίας».
Στις 19 Γενάρη, το ουκρανικό υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε ότι η κυβέρνηση είναι έτοιμη να εργαστεί με τη Μόσχα για «τη σταθερή εφαρμογή των συμφωνιών του Μινσκ και να πάρει μέρος σε διαβουλεύσεις με την ομάδα επαφής οποιαδήποτε στιγμή» και ότι εφαρμόζει τις συμφωνίες του Μινσκ, συμπεριλαμβανομένης της εκεχειρίας. Ο λόγος της αναδίπλωσης είναι προφανώς η σφοδρή αντίσταση των αυτονομιστών και οι μεγάλες απώλειες των ουκρανικών στρατευμάτων, καθώς μόλις δύο μέρες νωρίτερα, στις 16 Γενάρη, είχε ματαιωθεί η συνάντηση της ομάδας επαφής (ο πρώην πρόεδρος της Ουκρανίας Λεονίντ Κούτσμα, εκπρόσωποι των αποκαλούμενων Λαϊκών Δημοκρατιών Ντονέτσκ και Λουχάνσκ, ο ρώσος πρεσβευτής στην Ουκρανία και εκπρόσωπος του ΟΑΣΕ), επειδή η κυβέρνηση του Κιέβου δεν έστειλε τον εκπρόσωπό της.
Στις 21 Γενάρη, ο εκπρόσωπος τύπου του ουκρανικού υπουργείου Εξωτερικών Yevhen Perebyinis δήλωσε ότι οι αυτονομιστές αντάρτες έχουν καταλάβει 500 τετραγωνικά χιλιόμετρα εδάφους από τότε που καθορίστηκε η διαχωριστική γραμμή με τη συμφωνία του Μινσκ τον περασμένο Σεπτέμβρη. Ο ρώσος υπουργός Εξωτερικών παραδέχτηκε ότι οι αυτονομιστές έχουν πετύχει κάποια εδαφικά κέρδη και δήλωσε ότι η Ρωσία έχει πείσει τους αντάρτες να αποσύρουν από την αρχική διαχωριστική γραμμή τα βαριά όπλα, αλλά δεν ανέφερε τίποτα για απόσυρση των δυνάμεών τους από τα νέα κατειλημμένα εδάφη.
Την ίδια μέρα, οι υπουργοί Εξωτερικών της Ρωσίας, της Ουκρανίας, της Γερμανίας και της Γαλλίας συναντήθηκαν στο Βερολίνο και κατέληξαν σε συμφωνία να σταματήσουν οι αντίπαλοι άμεσα τις εχθροπραξίες και η κάθε πλευρά να αποσύρει τα βαριά όπλα σε απόσταση 15 χιλιομέτρων από την αρχική διαχωριστική γραμμή. Ομως κι αυτή η συμφωνία έμεινε στα χαρτιά, καθώς λίγες ώρες αργότερα βλήματα όλμων χτύπησαν ένα τρόλεϊ στο κέντρο της πόλης του Ντονέτσκ προκαλώντας το θάνατο 13 επιβατών και ανθρώπων που περίμεναν στη στάση και τον τραυματισμό δεκάδων, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζονταν ακόμη σφοδρότερες συγκρούσεις σε διάφορα μέτωπα.
Στις 22 Γενάρη, η ουκρανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι αποσύρθηκαν οι ουκρανοί στρατιώτες από το αεροδρόμιο του Ντονέτσκ, το οποίο πέρασε υπό τον έλεγχο των αυτονομιστών ύστερα από πολύνεκρες επιθέσεις. Πρόκειται για σημαντική ήττα του ουκρανικού στρατού λόγω της στρατηγικής θέσης του αεροδρομίου και της συμβολικής σημασίας που είχε αποκτήσει κατά την πολύμηνη πολιορκία του από τους αντάρτες.
Μετά την κατάληψη του αεροδρομίου και την πολύνεκρη επίθεση από τον ουκρανικό στρατό στο τρόλεϊ, η ρωσική ηγεσία και οι αυτονομιστές αντάρτες σκληραίνουν περισσότερο τη στάση τους. Στις 23 Γενάρη, ο Πούτιν απέδωσε την ευθύνη για την αναζωπύρωση του πολέμου στην ανατολική Ουκρανία «στις εγκληματικές εντολές» των ουκρανικών αρχών για μεγάλης κλίμακας στρατιωτικές επιχειρήσεις σε όλα τα μέτωπα και στην απόρριψη από τον ουκρανό πρόεδρο του σχεδίου του για την απόσυρση των βαριών όπλων από τη διαχωριστική γραμμή. Την ίδια μέρα, ο ηγέτης της αποκαλούμενης Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονέτσκ Αλεξάντερ Ζακχαρτσένκο, θέτοντας και τυπικά τέρμα στην εκεχειρία, δήλωσε ότι «προσπάθειες για συνομιλίες για κατάπαυση του πυρός δεν θα γίνουν από δω και πέρα από την πλευρά μας».
Στις 24 Γενάρη, το στρατηγικής σημασίας λιμάνι της Μαριούπολης στην Αζοφική Θάλασσα, με 500.000 πληθυσμό, δέχτηκε επίθεση με ρουκέτες, με αποτέλεσμα το θάνατο 30 και τον τραυματισμό δεκάδων ανθρώπων. Η επίθεση αποδόθηκε από το Κίεβο και τη Δύση στους αυτονομιστές αντάρτες, οι θέσεις των οποίων βρίσκονται σε απόσταση περίπου 10 χιλιομέτρων από τα ανατολικά προάστια της πόλης. Υπενθυμίζουμε ότι οι δυνάμεις των αυτονομιστών με μια μαζική επίθεση τον περασμένο Αύγουστο έφτασαν προ των πυλών της πόλης, αναγκάζοντας τον ουκρανό πρόεδρο να σπεύσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να υπογράψει την πρώτη συμφωνία του Μινσκ.
Στις 26 Γενάρη, ο ρώσος πρόεδρος προχώρησε σε ακόμη πιο σκληρές δηλώσεις σε ομιλία του σε φοιτητές στην Πετρούπολη. Σύμφωνα με τον Πούτιν, ο ουκρανικός στρατός «δεν είναι στρατός, αλλά μια ξένη λεγεώνα, πιο συγκεκριμένα μια ξένη νατοϊκή λεγεώνα, η οποία, φυσικά δεν υπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα της Ουκρανίας, αλλά την επίτευξη των γεωπολιτικών στόχων αναχαίτισης της Ρωσίας». «Δυστυχώς, οι επίσημες αρχές του Κιέβου αρνούνται να ακολουθήσουν το δρόμο μιας ειρηνικής λύσης. Δεν θέλουν να λύσουν την κρίση χρησιμοποιώντας πολιτικά εργαλεία. Χρησιμοποίησαν την εκεχειρία αποκλειστικά για να ανασυγκροτήσουν τις δυνάμεις τους και ξανάρχισαν τον πόλεμο σε όλα τα μέτωπα».
Στις 27 Γενάρη, η ουκρανική βουλή κήρυξε τις αποκαλούμενες Λαϊκές Δημοκρατίες Ντονέτσκ και Λουχάνσκ «τρομοκρατικές οργανώσεις», ενώ μέχρι τώρα οι αρχές του Κιέβου χαρακτήριζαν «τρομοκράτες» μόνο τους αυτονομιστές αντάρτες και τους ηγέτες τους. Αυτό σημαίνει ότι αποκλείεται η δυνατότητα ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων με εκπροσώπους των Δημοκρατιών αυτών και ότι θα υποστούν ό,τι προβλέπεται από τον αντιτρομοκρατικό νόμο. Επίσης, η ουκρανική βουλή κήρυξε τη Ρωσία «κράτος επιδρομέα» και κάλεσε τον ΟΗΕ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα κοινοβούλια άλλων χωρών να κάνουν το ίδιο. Με προφανή στόχο να στριμώξουν περισσότερο τη Ρωσία με νέες αυστηρότερες κυρώσεις από ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή Ενωση και να εξασφαλίσουν περισσότερη οικονομική και στρατιωτική «βοήθεια» από Ευρωπαϊκή Ενωση, ΗΠΑ και ΝΑΤΟ.
Τι επιδιώκει το Κίεβο
Ολα δείχνουν ότι στόχος της κυβέρνησης του Κιέβου είναι να ανακτήσει τις ελεγχόμενες από τους αυτονομιστές αντάρτες περιοχές του Ντόνμπας στρατιωτικά, γιατί φυσικά δεν μπορεί να ανακτήσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αυτά που κέρδισαν οι αντίπαλοί της με τα όπλα. Ομως, όπως δείχνουν και τα τελευταία γεγονότα, ο ουκρανικός στρατός δεν διαθέτει ακόμη ούτε το ανθρώπινο δυναμικό ούτε τον εξοπλισμό για να κερδίσει τον πόλεμο με τους αυτονομιστές αντάρτες. Γι’ αυτό και χρησιμοποίησε την εκεχειρία για να ενισχύσει τον εξοπλισμό του και να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του, εκτός των άλλων, επιστρατεύοντας 100.000 άντρες, ηλικίας 25 – 60 χρόνων, σε τρεις φάσεις στη διάρκεια του 2015.
Για την υλοποίηση του στόχου αυτού η κυβέρνηση του Κιέβου λειτουργεί υπό την κατεύθυνση και με την υποστήριξη του Λευκού Οίκου και άλλων δυτικών εταίρων του. Η περιβόητη «Ukraine Freedom Support Act», που ψηφίστηκε από το Κογκρέσο και υπογράφτηκε από τον αμερικάνο πρόεδρο ορίζει ότι η αμερικάνικη πολιτική θα βοηθήσει την ουκρανική κυβέρνηση στην αποκατάσταση της κυριαρχίας και της εδαφικής της ακεραιότητας και προβλέπει τη χορήγηση στρατιωτικής «βοήθειας» 350 εκατομμυρίων δολαρίων για την αγορά (αμερικάνικων φυσικά) όπλων. Επίσης, εξουσιοδοτεί τον αμερικάνο πρόεδρο να επιβάλλει κυρώσεις όχι μόνο εναντίον ρωσικών αμυντικών βιομηχανιών, αλλά και σε «εταιρίες από όλο τον κόσμο που κάνουν σημαντικές επενδύσεις σε μη συμβατικά ενεργειακά έργα αργού πετρελαίου». Ο όρος «μη συμβατικά» δεν προσδιορίζεται, που σημαίνει ότι μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις σε οποιαδήποτε πετρελαϊκή εταιρία συνεργάζεται με τη Ρωσία. Και το αποκορύφωμα. Εξουσιοδοτεί τον αμερικάνο πρόεδρο να επιβάλλει κυρώσεις στη Gazprom, σε περίπτωση που αυτή «κατακρατεί σημαντικές ποσότητες φυσικού αερίου από χώρες – μέλη του ΝΑΤΟ ή από χώρες όπως η Ουκρανία, η Γεωργία και η Μολδαβία». Με άλλα λόγια, ο αμερικάνος πρόεδρος εξουσιοδοτείται να αποφασίζει πόση ποσότητα της παραγωγής της και σε ποια εταιρία άλλης χώρας μπορεί να πουλά η Gazprom!
Τι επιδιώκουν αυτονομιστές και Ρωσία
Τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές οι αυτονομιστές αντάρτες πιέζουν για να επεκτείνουν τον έλεγχό τους βορειοδυτικά της πόλης Λουχάνσκ, της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης που ελέγχεται από τους αντάρτες. Επίσης, μετά την κατάληψη του αεροδρομίου από τους αντάρτες, συνεχίζονται σφοδρές συγκρούσεις στα περίχωρα του αεροδρομίου και της πόλης του Ντονέτσκ για να απωθηθούν τα ουκρανικά στρατεύματα από τις περιοχές αυτές και παράλληλα επιχειρείται η περικύκλωση της πόλης Ντεμπάλτσεβε, στρατηγικής σημασίας, με 26.000 πληθυσμό, η οποία βρίσκεται πάνω στον κεντρικό δρόμο και τη σιδηροδρομική γραμμή που ενώνει τις πόλεις Λουχάνσκ και Ντονέτσκ.
Οπως δήλωσε στο «Reuters» (27/1/15) ο διοικητής των ανταρτών του Ντονέτσκ Εντουαρντ Μπασούριν, στόχος τους στη φάση αυτή είναι να απωθήσουν τα ουκρανικά στρατεύματα και το πυροβολικό εκτός της εμβέλειας των πόλεών τους, με τελικό στόχο να επεκτείνουν τον έλεγχό τους σε όλη την περιφέρεια του Ντονέτσκ. Στο σχέδιο αυτό προφανώς περιλαμβάνεται και η Μαριούπολη, στα περίχωρα της οποίας οι εχθροπραξίες δεν σταματούν, παρόλο που η επιχείρηση κατάληψής της μάλλον προγραμματίζεται για επόμενη φάση.
Οπως φαίνεται, μετά την κατάληψη του αεροδρομίου, οι αυτονομιστές αντάρτες έχουν περάσει στην αντεπίθεση και κερδίζουν έδαφος. Υπολογίζεται ότι αυτή τη στιγμή ελέγχουν περίπου τη μισή έκταση των περιφερειών Λουχάνσκ και Ντονέτσκ, που αποτελούν το Ντόνμπας. Στόχος τους είναι να απωθήσουν τα ουκρανικά στρατεύματα από τα προπύργιά τους, να κερδίσουν νέα εδάφη και να καταλάβουν στρατηγικής σημασίας θέσεις για να συνεχίσουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις ώστε να θέσουν υπό τον έλεγχό τους ολόκληρο το Ντόνμπας. Είναι επίσης ολοφάνερο ότι έχουν την πολιτική, οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη της Ρωσίας, η οποία δεν υποχωρεί παρά τα νέα σφοδρά πυρά που δέχεται, κυρίως από τις ΗΠΑ και τους στενούς δυτικούς εταίρους τους, ιδιαίτερα μετά την πολύνεκρη επίθεση στη Μαριούπολη, και τις απειλές για νέες αυστηρές κυρώσεις.
Στις συνθήκες αυτές, είναι πολύ δύσκολο να προβλέψει κανείς τις στρατιωτικές και διπλωματικές εξελίξεις το επόμενο διάστημα. Το βέβαιο είναι ότι η επικίνδυνη φωτιά που άναψε στην καρδιά της Ευρώπης δεν πρόκειται να κοπάσει ούτε γρήγορα ούτε εύκολα. Γιατί καμιά πλευρά δεν έχει πετύχει τους στόχους της, αλλά και γιατί η Ρωσία θα υπερασπίσει με όλα τα μέσα τα γεωστρατηγικά της συμφέροντα, που επιβάλλουν να κρατηθούν οι ιμπεριαλιστές ανταγωνιστές της και το ΝΑΤΟ μακριά από τα σύνορά της.