Με το κλείσιμο της επιχειρησιακής διοίκησης (Joint Command της ISAF) και την υποστολή της σημαίας της σε μια χαμηλών τόνων τελετή την 1η Δεκέμβρη στην Καμπούλ γράφτηκε τυπικά το τέλος της πολεμικής αποστολής των αμερικανονατοϊκών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν, την ώρα που οι επιθέσεις των Ταλιμπάν κλιμακώνονται σε όλη τη χώρα.
Κατά την ομιλία του, ο αμερικάνος αντιστράτηγος Τζόζεφ Αντερσον, ο απερχόμενος διοικητής της επιχειρησιακής διοίκησης, προσπάθησε να δώσει μια ρόδινη εικόνα για την κατάσταση της ασφάλειας στο Αφγανιστάν λέγοντας ότι «αυτή η χώρα είναι ασφαλέστερη και πιο ευημερούσα από ποτέ» και ότι «οι αντάρτες έχουν ηττηθεί και οι Αφγανικές Δυνάμεις Εθνικής Ασφάλειας διεξάγουν τον πόλεμο εναντίον του εχθρού». Ομως, όπως επισημαίνει το «Reuters» σε σχετικό δημοσίευμά του (8/12/14), «η πίσω σελίδα του προγράμματος για την τελετή διέψευδε αυτή την εικόνα της ασφάλειας, συμβουλεύοντας τους συμμετέχοντες να πέσουν στο έδαφος αν οι αντάρτες εξαπολύσουν επίθεση με ρουκέτες».
Σήμερα βρίσκονται στο Αφγανιστάν 15.000 αμερικανονατοϊκά στρατεύματα από τις 140.000 το 2011. Από την 1η Γενάρη θα παραμείνουν 13.000, από τα οποία οι 10.800 θα είναι αμερικάνοι στρατιώτες των Ειδικών Δυνάμεων. Το αρχικό σχέδιο του Πενταγώνου προέβλεπε την παραμονή 9.800 αμερικάνων στρατιωτών, οι οποίοι αυξήθηκαν κατά 1.000 με πρόσφατη απόφαση του Ομπάμα, λόγω των αυξανόμενων επιθέσεων των Ταλιμπάν. Ταυτόχρονα διευρύνθηκε η αποστολή τους από «καθαρά εκπαιδευτική και συμβουλευτική» στο αρχικό σχέδιο σε «αποφασιστική υποστήριξη» των αφγανικών δυνάμεων Ασφάλειας, του στρατού, της αστυνομίας και των τοπικών πολιτοφυλακών, σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Ταλιμπάν. Μέχρι το τέλος του 2015, οι αμερικάνοι στρατιώτες θα περιοριστούν σε 5.500 και θα αποχωρήσουν στο σύνολό τους στο τέλος του 2016, αν φυσικά υλοποιηθεί το σχέδιο του Πενταγώνου και ηττηθούν οι Ταλιμπάν. Με άλλα λόγια, ο πόλεμος θα συνεχιστεί τουλάχιστον για δύο χρόνια στην καλύτερη περίπτωση και για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα κατά πάσα πιθανότητα. Αυτό που δεν κατάφεραν 13 χρόνια οι αμερικανονατοϊκές δυνάμεις κατοχής, δεν πρόκειται να το καταφέρει, όσο κι αν εκπαιδευτεί, ο αφγανικός στρατός, ακόμη και με ισχυρή αμερικάνικη υποστήριξη.
Για πρώτη φορά φέτος, η παραδοσιακά θερινή πολεμική σεζόν στο Αφγανιστάν, που συνήθως έκλεινε γύρω στα μέσα Νοέμβρη που αρχίζει η βαρυχειμωνιά με κατακόρυφη μείωση των επιθέσεων, παρατείνεται. Οπως επισήμαναν αφγανοί αξιωματούχοι σε ρεπορτάζ του «Associated Press» (28/11/14), οι επιθέσεις των Ταλιμπάν θα αυξηθούν μέσα στο χειμώνα, γιατί αντιδρούν στην αποδοχή από το νέο πρόεδρο Ashraf Ghani της συνεχιζόμενης παρουσίας ξένων στρατευμάτων στη χώρα και γιατί οι επιθέσεις στις πόλεις δεν εξαρτώνται από τον καιρό.
Τις τελευταίες βδομάδες, οι Ταλιμπάν έχουν πραγματοποιήσει μεγάλης κλίμακας επιθέσεις σε όλη τη χώρα, ακόμη και στις πιο αυστηρά φρουρούμενες περιοχές της Καμπούλ, εναντίον στρατιωτικών, διπλωματικών και πολιτικών στόχων. Μεταξύ άλλων, επιτέθηκαν το βράδυ της 27ης Νοέμβρη σε μια μεγάλη στρατιωτική βάση στη νότια επαρχία Χέλμαντ, γνωστή ως Camp Bastion, η οποία παραδόθηκε πριν από ένα μήνα από τα βρετανικά στρατεύματα στον αφγανικό στρατό, και η ανταλλαγή πυρών κράτησε μέχρι το Σάββατο 29 Νοέμβρη. Την ίδια μέρα (29 Νοέμβρη) και στην ίδια επαρχία έγινε επίσης επίθεση σε στρατιωτική βάση στην περιοχή Σναγκίν, με τουλάχιστον 11 αφγανούς στρατιώτες νεκρούς και δεκάδες τραυματίες και στις δύο επιθέσεις. Την ίδια μέρα έγινε επίθεση σε ξενώνα δυτικών που δουλεύουν για την αφγανική κυβέρνηση σε αυστηρά φρουρούμενη περιοχή της Καμπούλ, κοντά στο κτίριο της βουλής, ενώ είχε προηγηθεί επίθεση σε θωρακισμένο αυτοκίνητο της βρετανικής πρεσβείας, με τέσσερις νεκρούς και στις δύο επιθέσεις, ένα Βρετανό και τρεις Νοτιοαφρικανούς.
Μια αμυδρή εικόνα του αδιεξόδου με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπος ο Λευκός Οίκος στο Αφγανιστάν δίνει ένα ενδιαφέρον ρεπορτάζ των «New York Times» (22/11/14), με τίτλο «Σε απόσταση μιας ώρας από την Καμπούλ, βασιλεύουν οι Ταλιμπάν».
Το ρεπορτάζ αναφέρεται στη νότια επαρχία Καπίσα, ένα σημαντικό τμήμα της οποίας, η περιοχή Ταγκάμπ, βρίσκεται υπό τον έλεγχο των Ταλιμπάν. «Σε περιοχές σαν αυτή, επισημαίνει, μεταξύ άλλων, το ρεπορτάζ, είναι η κυβέρνηση που λειτουργεί στη σκιά, ακολουθώντας τις εντολές των Ταλιμπάν για να παραμείνει ζωντανή. Οι αφγανοί στρατιώτες στην περιοχή Ταγκάμπ δεν βγαίνουν από τη βάση τους, παρά μόνο μια ώρα κάθε μέρα, στις 9.00 το πρωί, όταν οι Ταλιμπάν τους επιτρέπουν να επισκεφτούν το παζάρι άοπλοι.
Η κατάσταση στην επαρχία Καπίσα έχει γίνει μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις του πολέμου για τη νέα κυβέρνηση του προέδρου Ashraf Ghani. Λόγω απουσίας διεθνών στρατευμάτων, οι Ταλιμπάν έχουν επισκιάσει τη νομιμότητα των κυβερνητικών δυνάμεων εκεί και σε μερικές άλλες περιοχές της χώρας, γεγονός το οποίο πολλοί θεωρούν κακό οιωνό για τα επόμενα χρόνια».
«Σύμφωνα με τον αστυνομικό διοικητή της Καπίσα, αυτές τις μέρες οι αντάρτες συγκεντρώνουν μεγαλύτερο αριθμό μαχητών από ό,τι πριν από έξι μήνες. Ελέγχουν ήδη ένα κρίσιμο τμήμα του αυτοκινητόδρομου που οδηγεί στην Καμπούλ και εκτιμάται ότι επιχειρούν να διευρύνουν τον έλεγχό τους στα δύο τρίτα της επαρχίας».
Εκτός από τα μεγάλα πολεμικά μέτωπα στο νότιο και ανατολικό Αφγανιστάν, όπου μεγάλα τμήματα της χώρας έχουν περάσει στον έλεγχο των Ταλιμπάν, οι τελευταίοι έχουν σημειώσει πολλές επιτυχίες την τελευταία χρονιά και στην επαρχία Κουντούζ στο βόρειο Αφγανιστάν, η οποία δεν ήταν ανέκαθεν προνομιακό έδαφος γι’ αυτούς.
Μια μικρή γεύση της κατάστασης στην επαρχία αυτή μας δίνει ένα άλλο ρεπορτάζ των «New York Times» (22/10/14, «Οι Ταλιμπάν ξεσηκώνονται πάλι στον αφγανικό βορρά»):
«Μόλις δύο μήνες πριν από το τυπικό τέλος της 13χρονης διεθνούς πολεμικής αποστολής», επισημαίνει, μεταξύ άλλων, το ρεπορτάζ, «δυτικοί αξιωματούχοι επιμένουν ότι οι αφγανικές δυνάμεις Ασφάλειας έχουν καταφέρει με τις δικές τους δυνάμεις να αναχαιτίσουν τις επιθέσεις των Ταλιμπάν. Ομως οι ανησυχητικές επιτυχίες των ανταρτών στην Κουντούζ τις τελευταίες βδομάδες παρουσιάζουν μια διαφορετική εικόνα.
Σε μια περιοχή που δεν ήταν βασικό μέτωπο εναντίον των Ταλιμπάν για χρόνια, υπάρχουν τώρα δύο περιοχές υπό τον απόλυτο σχεδόν έλεγχο των Ταλιμπάν. Διαχειρίζονται νομικές υποθέσεις και σχολεία και δίνουν άδειες για τη λειτουργία διεθνών ομάδων βοήθειας εκεί».
«Ντόπιοι και αξιωματούχοι σε τρεις από τις πιο αμφισβητούμενες περιοχές, Chahar Dara, Dashat –e- Archi και Imam Sahib, περιγράφουν μια στρατιωτική και αστυνομική δύναμη ανίκανη να εξαπολύσει αποτελεσματικές επιχειρήσεις…
“Οι Ταλιμπάν μπορούν να καταλάβουν την πόλη όποτε θέλουν”, δήλωσε ο Χατζί Αμάν, επιχειρηματίας στην πόλη της Κουντούζ. “Απλά δεν θέλουν αυτή τη στιγμή να σκοτίζονται να την κρατήσουν και να τη διαχειριστούν”».
«Σύμφωνα με δεκάδες συνεντεύξεις ντόπιων και αξιωματούχων σε όλη την επαρχία, οι αντάρτες εφαρμόζουν μια νέα τακτική, δείχνουν ευελιξία στη διακυβέρνηση και στηρίζονται πολύ λιγότερο στο φόβο. Οι τοπικοί διοικητές επιτρέπουν να λειτουργούν τα σχολεία, μοιράζουν στυλό και τετράδια, ακόμη και σε σχολεία για κορίτσια, τα οποία ήταν συχνά στόχοι βίας υπό την εξουσία των Ταλιμπάν τη δεκαετία του ’90. Δίνουν ακόμη και άδειες σε διεθνή αναπτυξιακά έργα σε κάποιες περιοχές, πράγματα αδιανόητα κάποτε…
Η Δικαιοσύνη τους είναι γρήγορη και πιο ελκυστική από την κυβερνητική. Κάνουν πράξη αυτό που λένε.
Σε στρατιωτικό επίπεδο, έχουν καταλάβει 20 περίπου αστυνομικά φυλάκια στην περιοχή από το καλοκαίρι. Η προέλασή τους έγινε σχετικά εύκολα και με την υποστήριξη των χωρικών που είχαν απηυδήσει από την αυθαιρεσία και τη βαρβαρότητα της αστυνομίας και των τοπικών πολιτοφυλακών».