«Δεν είμαστε, όμως, αφελείς. Μπορεί πράγματι να μη συγκεντρωθεί ο απαραίτητος αριθμός ψήφων. Θα πάμε σε εκλογές με μια ολοκληρωμένη πρόταση, υπεύθυνη, συμφωνημένη, ασφαλή, και με μια πρόταση επικίνδυνη, αβέβαιη, ασαφή, η οποία μπορεί να τινάξει τα πράγματα στον αέρα. Και ο ελληνικός λαός θα κληθεί να διαλέξει (…) Αν, λοιπόν, μιλάμε για το πλαίσιο συνεργασίας με τους εταίρους, ναι, στόχος μας είναι να γίνει τον Μάρτιο η αλλαγή σελίδας».
Πίσω από τις λέξεις της παραπάνω φράσης του Βενιζέλου, από τη συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής», συμπυκνώνεται η τακτική του ηγετικού δίδυμου της συγκυβέρνησης για το διάστημα των τεσσάρων περίπου μηνών που μεσολαβεί μέχρι να ξεκαθαρίσει το τοπίο ενόψει της προεδρικής εκλογής. Θα μπορούσε να ονομαστεί και «επιχείρηση μεταφοράς πολιτικού κόστους».
Σαμαράς και Βενιζέλος δεν ξέρουν αν μπορούν να μαζέψουν τους 180 βουλευτές για την προεδρική εκλογή, που θα παρατείνουν τη ζωή της συγκυβέρνησης και θα οδηγήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ σε αποτυχία μιας σοβαρής πολιτικής στόχευσής του. Ετσι όπως κυλούν τα πράγματα, το εγχείρημα φαντάζει πολύ δύσκολο, μετά και τη στροφή της πλειοψηφίας της ΔΗΜΑΡ προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Πλέον, και τον Κουβέλη να προτείνουν για πρόεδρο, η μισή κοινοβουλευτική ομάδα της ΔΗΜΑΡ δε θα τον ψηφίσει, για να εξασφαλίσει θέσεις στα συριζοψηφοδέλτια.
Για ν’ αλλάξει αυτή η πορεία, που σήμερα φαίνεται μοιραία για το κυβερνητικό δίδυμο, θα πρέπει να επιτευχθεί κάτι εντυπωσιακό στο παζάρι με τους δανειστές. Να υπάρξει συμφωνία για τερματισμό του «προγράμματος» (που θ’ αντικατασταθεί με ένα νέο «πρόγραμμα», το οποίο θα παρουσιαστεί σαν «ελληνικής κατασκευής», για αποχώρηση του ΔΝΤ (άρα θα πρέπει να συμφωνηθεί ο μηχανισμός της επιτήρησης από τώρα και μετά) και για αναδιάρθρωση του χρέους (με επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής). Αυτά τα τρία μάλλον θα πάνε πακέτο, γιατί είναι εξίσου σοβαρά για να ρυθμιστούν ανεξάρτητα. Σε κάθε περίπτωση, δε, δεν πρόκειται να επιτραπεί στη συγκυβέρνηση να κάνει οποιαδήποτε μονομερή κίνηση σ’ αυτά τα ζητήματα.
Ο Σαμαράς πήγε στο Βερολίνο μπας και καταφέρει να πάρει κάτι από τη Μέρκελ, αλλά εισέπραξε μια άνευ προηγουμένου ψυχρολουσία. Η κρίση με την παραίτηση του πρεσβευτή στο Βερολίνο είναι χαρακτηριστική ως προς αυτό. Αυτή την περίοδο η Μέρκελ έχει άλλα θέματα ν’ ασχοληθεί. Υπάρχει η «ανταρσία» της Γαλλίας και της Ιταλίας, που δημιουργεί μια μίνι κρίση στα ψηλά ιμπεριαλιστικά κλιμάκια και θα απαιτήσει συντονισμένη δουλειά για να ξεπεραστεί. Δηλαδή σκληρό παζάρι, το οποίο έχει και «πάρε» και «δώσε». Δε θα καθήσει, λοιπόν, ν’ ασχοληθεί με το ελληνικό πρόβλημα, μόνο και μόνο για να δώσει ενάμιση χρόνο ζωής στη συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, που δεν είναι και σίγουρο ότι θα καταφέρει να επιζήσει κατά τη διαδικασία της προεδρικής εκλογής. Από την άλλη, η γερμανική διπλωματία έχει αποκαταστήσει επαφή με τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό το παραδέχτηκαν επίσημα εκπρόσωποι της γερμανικής κυβέρνησης, στο τακτικό μπρίφινγκ της περασμένης Δευτέρας. Ο εκπρόσωπος του Ασμουσεν και ο εκπρόσωπος του Σόιμπλε επιβεβαίωσαν ότι ο υφυπουργός Εργασίας συναντήθηκε με στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, προσθέτοντας απλώς ότι αυτό έγινε «όχι με την επίσημη ιδιότητά» του. Περιττεύει να πούμε ότι αυτές οι ανεπίσημες συναντήσεις έχουν μεγαλύτερη σημασία από τις επίσημες.
Βλέποντας αυτή την κατάσταση, Σαμαράς και Βενιζέλος είναι υποχρεωμένοι να ετοιμάζονται για εκλογές. Αν αυτές αποτραπούν, θα είναι ευτυχείς, αν δεν τα καταφέρουν, όμως, πρέπει να είναι έτοιμοι να τις αντιμετωπίσουν. Σκοπεύουν, λοιπόν, το επόμενο τρίμηνο να δώσουν δραματικό τόνο στις διαπραγματεύσεις και με την τρόικα και με τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Να καλλιεργήσουν την ψεύτικη εικόνα ότι δήθεν διαπραγματεύονται σκληρά για να διώξουν την τρόικα, να τερματίσουν το Μνημόνιο παρατώντας τον εναπομένοντα δανεισμό από το ΔΝΤ και να πετύχουν την αναθεώρηση του χρέους. Αν καταφέρουν να δραματοποιήσουν την κατάσταση, θα ρίξουν μετά στην πολιτική πιάτσα τον τελευταίο εκβιασμό: «βρισκόμαστε κοντά στο τέλος της μεγαλύτερης διαπραγμάτευσης για την έξοδο από το Μνημόνιο και ο ΣΥΡΙΖΑ με την τυχοδιωκτική πολιτική του, επειδή θέλει να πάρει την εξουσία, πάει να τα τινάξει όλα στον αέρα». Μ’ αυτό τον τρόπο είτε θα «βοηθήσουν» κάποιους ανεξάρτητους να ψηφίσουν για πρόεδρο είτε, αν δεν μαζευτούν οι 180, να πάνε στις εκλογές με τον ΣΥΡΙΖΑ κατηγορούμενο ότι «για μικροκομματικούς λόγους σαμποτάρισε την πιο κρίσιμη εθνική διαπραγμάτευση».
Ετσι, ο στόχος του καλοκαιριού «να τελειώνουμε γρήγορα με την επιθεώρηση της τρόικας, για ν’ ασχοληθούμε μετά με την αναδιάρθρωση του χρέους», βλέπουμε να γίνεται «όσο πιο αργά τόσο πιο καλά». Δηλαδή, να σέρνεται και αυτή η διαπραγμάτευση με την τρόικα, για να δημιουργείται δραματικό κλίμα. Εκτός αν έρθει καμιά πρόσκληση από το Βερολίνο, του τύπου «ελάτε να δούμε τι θα κάνουμε με το χρέος», οπότε η διαπραγμάτευση με την τρόικα θα πάει τροχάδην. Προς το παρόν, πάντως, σύμφωνα με τα όσα έγραψε σε non paper ο Χαρδούβελης, η συζήτηση για το χρέος γίνεται με την τρόικα, η οποία ζητά να μάθει τι θα γίνει μετά το τέλος του τρέχοντος «προγράμματος».
Αν αυτή η τακτική των Σαμαρά-Βενιζέλου εκτυλισσόταν το 2012, θα λέγαμε ότι έχει πιθανότητες επιτυχίας. Βρισκόμαστε, όμως, σε άλλη φάση πλέον. Για να το πούμε απλά, «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τρομάζει πια», όπως γράφουν και τα φιλικά του έντυπα. Οι Γερμανοί έχουν ανοίξει «δίαυλο επικοινωνίας» και το δηλώνουν επίσημα. Τα μεγάλα αστικά ΜΜΕ στηρίζουν μεν τη συγκυβέρνηση, αλλά δεν ασκούν λυσσαλέο πόλεμο στον ΣΥΡΙΖΑ, όπως έκαναν το 2012 (και το 2013 και το 2014 μέχρι τις ευρωεκλογές). Επομένως, η τακτική των Σαμαρά-Βενιζέλου δε διαθέτει πλέον τα όπλα που διέθετε στο παρελθόν και δεν μπορεί να είναι το ίδιο αποτελεσματική. Ο μόνος σύμμαχός τους είναι η κοινωνική ηττοπάθεια, η οποία αφήνει πάντοτε έδαφος για καλλιέργεια φοβιών, αλλά χωρίς στήριξη των φοβιών «έξωθεν» (από το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες) και «έσωθεν» (από τα αστικά ΜΜΕ) η εξάπλωσή τους θα είναι πολύ μικρή.
Ειδικά ο Βενιζέλος, βρίσκεται κυριολεκτικά σε πανικό. Στην ίδια συνέντευξη στο «Βήμα», πρώτα λέει ότι η συγκυβέρνηση είναι πανέτοιμη «να γυρίσει σελίδα», υπογράφοντας την καταληκτική συμφωνία με τους δανειστές, μετά τοποθετεί αυτή την «αλλαγή σελίδας» το Μάρτη (δηλαδή μετά την προεδρική εκλογή), και στο τέλος λέει ότι αυτή η συμφωνία μπορεί να υπογραφεί και τώρα, αλλά να δεσμεύει και τον ΣΥΡΙΖΑ. Θαυμάστε τον: «Αρα, γιατί να την κάνουν οι εταίροι τη συμφωνία; Και αν την κάνουν ζητώντας την υπογραφή του κ. Τσίπρα, δηλαδή ευρύτατη συναίνεση η οποία να δεσμεύει τη χώρα και να ομαλοποιεί τις σχέσεις μεταξύ των ευρωπαίων εταίρων, τι θα κάνει ο κ. Τσίπρας; Με ποια θέση θα πει "δεν ψηφίζω Πρόεδρο της Δημοκρατίας και θέλω να πάω σε εκλογές", όταν θα υπάρχει μια ολοκληρωμένη λύση για το χρέος που επιτρέπει στις αγορές να λειτουργούν φυσιολογικά και στη χώρα να είναι στην ομαλότητα;». Το απόλυτο πολιτικό παραλήρημα.
Ο Σαμαράς είναι πιο ψύχραιμος, αλλά βλέπει κι αυτός τα μεγάλα ζόρια. Στη φιέστα στη «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» κατέβασε λίγο τους ακροδεξιούς-εθνικοπατριωτικούς τόνους (μια δόση Αμφίπολης την έβαλε, βέβαια) και προσπάθησε να μιλήσει οικονομικά, περιγράφοντας το ανύπαρκτο «success story» (χωρίς να επαναλάβει τον όρο, μιας και μόνο γέλια προκαλεί). Το στοίχημα γι’ αυτόν είναι να μαζέψει τα συντρίμμια της Δεξιάς και σ’ αυτό θα επικεντρωθεί πλέον.