Οποιος έχει διαβάσει προσεκτικά τα πρακτικά των υπό τον Παπούλια διαβουλεύσεων στο προεδρικό μέγαρο, μετά τις εκλογές της 6ης Μάρτη, έχει σίγουρα διαπιστώσει δύο πράγματα. Πρώτο, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έσπρωχνε τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ να συνεργαστούν κυβερνητικά, επιλέγοντας για τον εαυτό του το ρόλο της εκ του ασφαλούς αντιπολίτευσης, και δεύτερο ότι η ΔΗΜΑΡ αρνιόταν σθεναρά κάθε κυβερνητική συνεργασία, αν σ’ αυτή δεν συμμετείχε και ο ΣΥΡΙΖΑ. Τις δεύ-τερες εκλογές δεν τις προκάλεσε ο Σαμαράς (αυτός το μόνο που ήθελε ήταν να γίνει πρωθυπουργός), αλλά ο Κουβέλης.
Ελάχιστες εβδομάδες αργότερα, χωρίς να έχει αλλάξει απολύτως τίποτα (πέρα από τα εκλογικά ποσοστά), η ΔΗΜΑΡ έκανε στροφή 1800 και μπήκε στην κυβέρνηση μαζί με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ.. Είχε ωριμάσει αυτό που μετά τις προηγούμενες εκλογές ήταν ανώριμο. Δεν υπήρχε ρίσκο για τρίτες εκλογές, ώστε ο Κουβέλης να φοβάται συντριβή και εξαφάνιση της ΔΗΜΑΡ. Από την άλλη, η ΔΗΜΑΡ ήταν η άκρως απαραίτητη συγκολλητική ουσία για την υπό τον Σαμαρά συγκυβέρνηση. Ηταν ο πολύτιμος κρίκος, χωρίς τον οποίο δεν ήταν δυνατόν να συγκυβερνήσουν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Δεν ήταν ο αριθμός των εδρών της στη Βουλή, αλλά το πρεστίζ της «κυβερνώσας αριστεράς».
Μπορεί το ΠΑΣΟΚ να μην είχε κανένα πρόβλημα με τη συγκυβέρνηση (το είχε κάνει και με τον Παπαδήμο και, εκτός αυτού, δεν ήταν σε θέση να επιβάλει όρους μετά την εκλογική του συντριβή), είχε όμως ο Σαμαράς. Η ΔΗΜΑΡ ήταν το εργαλείο που χρειαζόταν ο Σαμαράς για να περάσει από την «αντιμνημονιακή» ρητορεία στη διαχείριση της μνημονιακής πολιτικής, παρέα με το ΠΑΣΟΚ, με το οποίο διαβεβαίωνε (μέχρι την παραμονή των εκλογών) ότι αποκλείεται να συγκυβερνήσει.
Επί ένα χρόνο η ΔΗΜΑΡ έπαιξε το ρόλο της συγκολλητικής ουσίας και τον έπαιξε καλά. Οι υπηρεσίες της ήταν πολύτιμες για το σύστημα, καθώς λειτούργησε σαν καταλύτης για το πέρασμα σε μια νέα πολιτική. Μέχρι που έφτασε στα όριά της και αποσύρθηκε από την κυβέρνηση, φτάνοντας στη γελοιότητα της a la car-te στήριξης του νομοθετικού έργου της συγκυβέρνησης των δύο πλέον (ήταν γελοίο το θέαμα της βουλευτή Ξηροτύρη, καθώς απαριθμούσε στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής ποια άρθρα του τελευταίου πολυνομοσχέδιου ψηφίζει, ποια καταψηφίζει και σε ποια δηλώνει «παρών»).
Επομένως, η ΔΗΜΑΡ λειτούργησε ως ένας πολύτιμος κρίκος του συστήματος εξουσίας, έστω και με ημερομηνία λήξης. Οπως λέει και ο Πρετεντέρης, και αν δεν υπήρχε θα έπρεπε να την εφεύρουν. Το αν η ΔΗΜΑΡ θα μπορέσει να ξαναπαίξει αυτό το ρόλο στο μέλλον «καίει» μεν τον Κουβέλη και την παρέα του (αν δεν τα καταφέρουν θα πρέπει να πάνε στα σπίτια τους), αφήνει όμως αδιάφορο το σύστημα. Το σύστημα θέλει λύσεις από το πολιτικό του προσωπικό και επειδή το πολιτικό προσωπικό στις αστικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες πρέπει να περνάει από την έγκριση της κάλπης, είναι δουλειά του ίδιου να καταφέρει να πάρει αυτή την έγκριση.
Γνωρίζετε, βέβαια, ότι δεν έχουμε καμιά αγωνία για την τύχη της ΔΗΜΑΡ. Απλά, προσπαθούμε να πάμε τη σκέψη μας βαθύτερα από την ανάγνωση του συρμού για τις πολιτικές εξελίξεις. Να δούμε αυτό που συντίθεται τελικά προς όφελος του συστήματος, ανεξάρτητα από τα κέρδη και τις ζημιές που σε κάθε συγκυρία έχουν οι πολιτικές δυνάμεις που το υπηρετούν. Για να καταλήξουμε στην αναγκαιότητα της ρήξης με το σύνολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων.
Π.Γ.