Οπως αποκαλύψαμε στο προηγούμενο φύλλο της «Κ», η Κομισιόν και οι εθνικές αρχές σε όλη την Ευρωένωση καταβάλλουν συντονισμένες προσπάθειες να συγκαλύψουν το σκάνδαλο με τη χρήση αλογίσιου κρέατος σε κιμάδες που πουλούσαν σε διάφορες μορφές δεκάδες φίρμες σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες (σάλτσες ζυμαρικών, γεμιστά ζυμαρικά, σουτζουκάκια, μπιφτέκια, λουκάνικα κ.ά.). Στόχος τους είναι να καθησυχάσουν τους καταναλωτές (την ευρωπαϊκή φτωχολογιά που καταναλώνει τέτοια προϊόντα, κατεψυγμένα στη συντριπτική τους πλειοψηφία), ότι πρόκειται μόνο για υπόθεση απάτης και όχι για υπόθεση υγείας.
Οπως αναλυτικά γράψαμε, στη σύσταση που εξέδωσε η Κομισιόν δίνεται κατεύθυνση να γίνουν έλεγχοι μόνο για την ανίχνευση DNA αλόγου σε διάφορα προϊόντα (2.250 ελέγχους σε όλη την ΕΕ χρηματοδοτεί η Κομισιόν, αριθμός εντελώς ασήμαντος, αν αναλογιστούμε τον αριθμό των χωρών και τη μάζα των προϊόντων που κυκλοφορούν) και όχι και για την ανίχνευση και φαινυλοβουταζόνης. Πρόκειται για μια επικίνδυνη για τον άνθρωπο ουσία, που περιέχεται σε αναλγητικά που χορηγούνται κατά κόρον στα παραγωγικά, κυρίως, άλογα που πάσχουν από αρθρίτιδες. Θυμίζουμε ότι σε κρέας που πουλιέται ως κρέας αλόγου ανιχνεύεται πολύ συχνά φαινυλοβουταζόνη σε απαγορευμένες συγκεντρώσεις, όπως δείχνουν οι σχετικές προειδοποιήσεις που είναι ανηρτημένες στον ιστότοπο του ευρωπαϊκου συστήματος για την ασφάλεια των τροφίμων RASFF. Δεν ψάχνουν, λοιπόν, για φαινυλοβουταζόνη στα προϊόντα που πουλιούνται ως μοσχαρίσια (ενώ περιέχουν κρέας αλόγου σε συγκεντρώσεις που κυμαίνονται συνήθως μεταξύ 30% και 90%), γιατί θέλουν να μείνουν στο χαρακτηρισμό «απάτη» και να καθησυχάσουν τους καταναλωτές ότι δεν έφαγαν μαζί με το… αλογομούσχαρο και δόσεις φαινυλοβουταζόνης, οι οποίες βέβαια σωρεύονται στον οργανισμό και προστίθενται σε μια σειρά άλλους βλαπτικούς παράγοντες.
Ο νεόκοπος πρόεδρος του ΕΦΕΤ Ι. Τσιάλτας, όμως, τοποθετημένος στο πόστο ως στέλεχος της ΔΗΜΑΡ (μετά τη μοιρασιά του κρατικού μηχανισμού που έκαναν οι εταίροι της συγκυβέρνησης), βρήκε την ευκαιρία να κάνει «το κομμάτι του» εκ του ασφαλούς. Σε δηλώσεις που έκανε στις 4 Μάρτη, είπε μεταξύ των άλλων: «Το θέμα σε πρώτη φάση αντιμετωπίστηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σαν πρόβλημα παραπλάνησης καταναλωτή και όχι τόσο σαν θέμα ασφάλειας. Στη χώρα μας όμως για κάθε δείγμα που βρίσκεται θετικό στην ανίχνευση DNA αλόγου ακολουθεί και έλεγχος για την ύπαρξη της αντιφλεγμονώδους ουσίας φαινυλοβουταζόνης ώστε να διαπιστωθεί και ο ενδεχόμενος βαθμός επίδρασης στην ασφάλεια του προϊόντος».
Η αντίδρασή του ήταν, καταρχάς, βραδυφλεγής και ήρθε τέσσερις μέρες μετά τη δική μας καταγγελία (πρωτοδημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική μας έκδοση την 1η Μάρτη), η οποία αναπαράχτηκε από δεκάδες ιστότοπους και συζητήθηκε ευρύτατα. Γιατί ο κ. Τσιάλτας, αφού είναι τόσο ευαίσθητος, όπως δηλώνει, δεν έδωσε από την αρχή εντολή να γίνουν και έλεγχοι για φαινυλοβουταζόνη, αλλά ακολούθησε πιστά τη σύσταση της Κομισιόν για ελέγχους μόνο DNA; Γιατί έδωσε εντολή στις υπηρεσίες του ΕΦΕΤ να στείλουν τα δείγματα στα εργαστήρια δεύτερη φορά, για έλεγχο φαινυλοβουταζόνης, μόνο μετά τη δική μας αποκάλυψη;
Λέμε ότι αυτό το έκανε εκ των υστέρων και εκ του ασφαλούς, γιατί ήταν σίγουρος ότι δε θ’ ανιχνεύονταν φαινυλοβουταζόνη. Τα προϊόντα στην Ελλάδα, στα οποία ανιχνεύτηκε DNA αλόγου παρουσίαζαν συγκεντρώσεις αλογίσιου κρέατος κάτω του 1%. Γι’ αυτό το λόγο δεν αναρτήθηκαν καν στη βάση δεδομένων του RASFF οι προειδοποιήσεις που έστειλαν οι ελληνικές αρχές. Με τόσο χαμηλή περιεκτικότητα αλογίσιου κρέατος ο πρόεδρος του ΕΦΕΤ (για την ακρίβεια οι σύμβουλοί του, γιατί ο ίδιος δεν έχει γνώσεις Κτηνιατρικής) ήταν σίγουρος ότι δε θ’ ανιχνευόταν φαινυλοβουταζόνη.
Οπως φαίνεται, επειδή οι Ελληνες δεν είναι συνηθισμένοι στο κρέας αλόγου, χρησιμοποιούνταν σχετικά χαμηλές προσμίξεις από ντόπιες βιοτεχνίες, οι οποίες ενδεχομένως στο μέλλον να αυξάνονταν (να συνηθίσει σιγά-σιγά ο καταναλωτής στη νέα γεύση). Δεν ξέρουμε, όμως, τι συνέβαινε στα ιταλικά γεμιστά ζυμαρικά που αποσύρθηκαν από αλυσίδες σού-περ-μάρκετ αμέσως μόλις ξέσπασε το σκάνδαλο. Τέτοια ζυμαρικά σε ευρωπαϊκές χώρες βρέθηκαν με συγκεντρώσεις ακόμη και 35%, όπως φαίνεται από το RASFF. Δεν ξέρουμε, λοιπόν, τι φαινυλοβουταζόνη έχουμε φάει και στην Ελλάδα.