Ο Βρούτσης δεν πάει ούτε για κατούρημα χωρίς να ενημερώσει τους ανωτέρους του, γι’ αυτό και δεν πρέπει να έχουμε την παραμικρή αμφιβολία πως όσα είπε για γενίκευση του «άρθρου 4» σε κάθε σωματείο που απεργεί (η απόφαση θα παίρνεται όχι από τους συνδικαλισμένους, αλλά από το 50%+1 του συνόλου των εργαζόμενων) και τη θεσμοθέτηση του λοκ-άουτ των καπιταλιστών πήρε εντολή να τα πει. Εντολή πήρε και για να τα «μαζέψει», ιδιαίτερα μετά τις αντιδράσεις από ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, που βρέθηκαν για μια φορά ακόμη στη θέση της απατημένης ερωμένης. Αλλωστε, και ο «ωραίος Σίμος» πήρε εντολή να καλύψει απόλυτα τον Βρούτση, όπως και έκανε, λέγοντας πως ο βασικός συνδικαλιστικός νόμος είναι μπαγιάτικος και πρέπει ν’ αλλάξει, αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να διαμορφωθεί το κατάλληλο πολιτικό κλίμα.
Γιατί, όμως, τέτοια πρεμούρα; Η τρόικα δεν φαίνεται να έχει θέσει επισήμως τέτοιο θέμα, αν και ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται στο παρασκήνιο. Οι καπιταλιστές που εκφράζονται από τον ΣΕΒ από τη μια έχουν μια καταδικιά τους ΓΣΕΕ και από την άλλη έχουν εφαρμόσει το νόμο του κνούτου στις επιχειρήσεις τους, όπου δεν κουνιέται φύλλο με την απειλή της απόλυσης.
Από την άλλη, όμως, δε θα τους κακόπεφτε μια τέτοια ρύθμιση (ο φόβος φυλάει τα έρ’μα, λέει η παροιμία). Θα μπορούσαν ακόμη και να εκφράσουν τη διαφωνία τους, κλείνοντας παράλληλα το μάτι στην κυβέρνηση να προχωρήσει, αφού προς όφελός τους δουλεύει. Αλλωστε, την εξωνημένη και ξεδοντιασμένη ΓΣΕΕ δεν τη φοβούνται καθόλου.
Από την άλλη, όμως, δε θα τους κακόπεφτε μια τέτοια ρύθμιση (ο φόβος φυλάει τα έρ’μα, λέει η παροιμία). Θα μπορούσαν ακόμη και να εκφράσουν τη διαφωνία τους, κλείνοντας παράλληλα το μάτι στην κυβέρνηση να προχωρήσει, αφού προς όφελός τους δουλεύει. Αλλωστε, την εξωνημένη και ξεδοντιασμένη ΓΣΕΕ δεν τη φοβούνται καθόλου.
Να πούμε ότι κάποιοι επιδίδονται σε ακροδεξιά γυμνάσματα θα ήταν λάθος. Δεν ανοίγουν χάριν ιδεοληψιών τέτοια θέματα.
Ανοίγουν επειδή κάποιοι κάνουν μια ανάλυση και θέλουν να προλάβουν καταστάσεις. Δεν βλέπουν τη σημερινή στατική κατάσταση, βλέπουν το μέλλον. Φοβούνται ότι μπορεί να βρεθούν αντιμέτωποι με απεργιακά κύματα και θέλουν να δημιουργήσουν ένα προληπτικό-αποτρεπτικό καθεστώς. Από την άλλη, η σκλήρυνση του ίδιου του νομικού καθεστώτος εντός του οποίου ασκείται ο συνδικαλισμός είναι και ένα μήνυμα προς τους «επενδυτές», ότι στην Ελλάδα το κράτος θα φροντίσει τα συμφέροντά τους, θα φροντίσει να μη βρεθούν ποτέ αντιμέτωποι με απεργίες.
Ανοίγουν επειδή κάποιοι κάνουν μια ανάλυση και θέλουν να προλάβουν καταστάσεις. Δεν βλέπουν τη σημερινή στατική κατάσταση, βλέπουν το μέλλον. Φοβούνται ότι μπορεί να βρεθούν αντιμέτωποι με απεργιακά κύματα και θέλουν να δημιουργήσουν ένα προληπτικό-αποτρεπτικό καθεστώς. Από την άλλη, η σκλήρυνση του ίδιου του νομικού καθεστώτος εντός του οποίου ασκείται ο συνδικαλισμός είναι και ένα μήνυμα προς τους «επενδυτές», ότι στην Ελλάδα το κράτος θα φροντίσει τα συμφέροντά τους, θα φροντίσει να μη βρεθούν ποτέ αντιμέτωποι με απεργίες.
Οπως φάνηκε, αυτή τη στιγμή τα πράγματα δεν είναι πολιτικά ώριμα. ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ δεν μπορούν να σηκώσουν και αυτό και εξάλλου κρίνουν ότι δεν υπάρχει λόγος, αφού οι απεργίες που πήγαν να εκδηλωθούν το τελευταίο διάστημα αντιμετωπίστηκαν με τις επιστρατεύσεις και κατεστάλησαν με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς ουδείς από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία να προτείνει σύγκρουση με την αστική νομιμότητα. Γιατί, λοιπόν, να χρεωθούν μια τέτοια ρύθμιση και να βρεθούν σε σύγκρουση με τους δικούς τους εργατοπατέρες, σπρώχνοντας περισσότερους απ’ αυτούς κατά ΣΥΡΙΖΑ μεριά και κάνοντας τον Τσίπρα και τον Στρατούλη εργατικούς ήρωες; Ετσι, και ο Σαμαράς, αφού μέτρησε τα πράγματα και άνοιξε το θέμα (που είναι κέρδος γι’ αυτόν), έβαλε τον Βρούτση να το «μαζέψει», τάχα πεισμωμένος που παρεξηγήθηκαν οι αγνές προθέσεις του.
Με την ευκαιρία, όμως, άλλο είναι το ζήτημα που πρέπει ν’ ανοίξουμε για συζήτηση μέσα στο εργατικό κίνημα. Το ίδιο το ζήτημα του «συνδικαλίζεσθαι» στις σημερινές συνθήκες, που κάθε άλλο παρά προσωρινές είναι. Ιδιαίτερα στον ιδιωτικό καπιταλιστικό τομέα βασιλεύει η εργοδοτική τρομοκρατία. Οπου υπάρχουν σωματεία είτε γίνονται εργοδοτικά είτε αποδυναμώνονται, από τη στιγμή που δεν έχουν ούτε τη διαιτησία για να υπογράψουν κάποια σύμβαση στα μέτρα της ΕΓΣΣΕ. Ο συνδικαλισμός που κινούνταν μέσα στο πλαίσιο κάποιων κατακτήσεων στον τομέα του εργατικού δικαίου είναι ανίσχυρος.
Η ανάγκη για απόκρουση των σφετερισμών του κεφαλαίου, όμως, πάντα υπάρχει. Και οι πρωτοπόροι εργάτες πρέπει να θυμηθούν τις παλιές εποχές του κινήματος και ν’ αξιοποιήσουν την πείρα εκείνων που έστησαν το συνδικαλισμό στην Ελλάδα. Οι πρωτοπόροι εργάτες δεν πρέπει να βαδίζουν σαν πρόβατα στη σφαγή, ανοίγοντας τα χαρτιά τους στους εργοδότες και τους ρουφιάνους τους. Ούτε είναι ζήτημα μαγκιάς να βγαίνεις μπροστά και να τρως την απόλυση. Γιατί αυτό έχει δυσμενείς συνέπειες στους εργαζόμενους, που αρχίζουν να κυριαρχούνται από το φόβο και ν’ αποφεύγουν κάθε συλλογική διαδικασία. Η δουλειά πρέπει να γίνεται υπόγεια, κρυφά, με όλα τα μέτρα ασφάλειας, ώστε και οι ρουφιάνοι να μην παίρνουν χαμπάρι και οι ταλαντευόμενοι εργάτες να αισθάνονται ασφάλεια, μέχρι να σταθούν στα πόδια τους ταξικά. Και βέβαια, για μια τέτοια δουλειά δεν χρειάζονται σωματειακές σφραγίδες και νταλαβέρια με τους θεσμικούς εργατοπατέρες.