10 μέρες είχε ζητήσει ο εισαγγελέας της έδρας για να προετοιμάσει μια αγόρευση περίπου 100 λεπτών (έγινε στην προηγούμενη συνεδρίαση) και ο πρόεδρος του τρομοδικείου είχε ικανοποιήσει το αίτημά του. Δεν συνέβη, όμως, το ίδιο και με τους συνηγόρους υπεράσπισης. Ο πρόεδρος Χ. Βρυνιώτης δεν τους ρώτησε καν πόσες μέρες χρειάζονται για να προετοιμάσουν τις αγορεύσεις τους, αλλά καθόρισε μόνος του το πλάνο των συνεδριάσεων που μπορούν να γίνουν τον Ιούλη. Είπε απλά ότι θα γίνουν ακόμη δύο συνεδριάσεις (25 και 26 Ιούλη) και η δίκη θα συνεχιστεί το Σεπτέμβρη με την αγόρευσή της η Ι. Καρανδρέα, η οποία δεν μπορούσε ν αγορεύσει τώρα για λόγους υγείας. Αν δεν είχε αυτό το κώλυμα, ο πρόεδρος θα της επέβαλε ν’ αγορεύσει και αυτή το διήμερο 25-26 Ιούλη.
Μέσα σε τέσσερις μέρες, λοιπόν, οι συνήγοροι έπρεπε να προετοιμάσουν τις αγορεύσεις τους. Ετσι αντιλαμβάνεται ο πρόεδρος του τρομοδικείου την ισότητα των όπλων ανάμεσα στους παράγοντες της δίκης. Ας μη αναρωτιούνται, λοιπόν, οι δικαστές, γιατί αποκαλούμε το δικαστήριό τους τρομοδικείο.
Η αναπληρώτρια εισαγγελέας Γεωρ. Τσατάνη, πάντως, ήταν στη λογική του fast track. Οταν ρωτήθηκε τι έχει να πει για το κατηγορητήριο, απάντησε ότι αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην αγόρευση του συναδέλφου της τακτικού εισαγγελέα Ι. Λιακόπουλου, χωρίς να έχει να συμπληρώσει κάτι.
Στη συνέχεια ο λόγος δόθηκε στον υπερασπιστή Φρ. Ραγκούση, η αγόρευση του οποίου διήρκησε πάνω από τρεις ώρες, με μια ενδιάμεση διακοπή ενός τετάρτου για μια «ανάσα», χωρίς να ολοκληρωθεί. Ο Φρ. Ραγκούσης διέκοψε λόγω κόπωσης και στον εναπομείναντα χρόνο της συνεδρίασης συνέχισε ο δεύτερος συνήγορος των Γ. Νικολόπουλου, Μ. Νικολόπουλου και Χ. Τσάκαλου, Χαρ. Σύψας. Ανέπτυξε κι’ αυτός ένα μέρος της εισήγησής του, χωρίς να ολοκληρώσει την αγόρευσή του. Οι δυο αυτοί συνήγοροι μαζί με τον συνήγορο του Δ. Μπολάνο, Διαμαντή Καριώτη, θα πρέπει να ολοκληρώσουν τις αγορεύσεις τους την επομένη, σύμφωνα με το πλάνο και τη «διαταγή» του προέδρου. Γιατί αυτή η πρεμούρα, όταν δεν υπάρχει πια «κίνδυνος παρέλευσης του 18μήνου», που ήταν η μόνιμη αγωνία του προέδρου, η οποία τον πρώτο καιρό εκδηλωνόταν με φωνές, κοκκινίσματα και φούσκωμα των φλεβών; Το πιο πιθανό είναι ότι θέλει να παρουσιάσει έργο και πρόοδο στην εξέλιξη της δίκης.
Ο Φρ. Ραγκούσης ανέπτυξε μια σειρά πολιτικών και νομικών ζητημάτων. Στάθηκε με ιδιαίτερη φορτικότητα στο ότι η οργάνωση ΣΠΦ δεν είναι «δομημένη», όπως απαιτεί το άρθρο 187Α του Ποινικού Κώδικα. Δεν είναι «δομημένη οργάνωση» με τον τρόπο που την παρουσίασαν το Συμβούλιο Εφετών στο Βούλευμά του και εισαγγελέας της έδρας Ι. Λιακόπουλος. Υποστήριξε ότι η ΣΠΦ είναι μια χαλαρή, μετωπική, αναρχική και επαναστατική οργάνωση, που απαρτίζεται από πυρήνες που δρουν αυτόνομα και δεν συναποφασίζουν πριν από κάθε ενέργεια. Τι έχετε στα χέρια σας για να τους υπαγάγετε στο άρθρο 187Α; είπε απευθυνόμενος στον πρόεδρο και τους εφέτες. Το μόνο που έχετε, απάντησε, είναι ότι δήλωσαν ότι αναλαμβάνουν την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή τους στην οργάνωση. Αλλο όμως πολιτική και άλλο ποινική ευθύνη. Αυτή η έννοια είναι πολύ παρεξηγημένη και όταν αυτοί δηλώνουν πολιτική ευθύνη εννοούν ότι επικροτούν ενέργειες της οργάνωσης, τις οποίες έμαθαν εκ των υστέρων και για τις οποίες δεν συναποφάσισαν.
Προκειμένου ν’ αποδείξει, ότι η ΣΠΦ ήταν μια οργάνωση χαλαρή και μη «δομημένη», ο Φρ. Ραγκούσης κατέφυγε στο ιδεολογικό της μανιφέστο από το διάβασε αρκετά αποσπάσματα. Επιλέγουμε ένα απ’ αυτά: «Εμείς πάντα θεωρούμε ότι μια οργάνωση δεν δεσμεύει την ατομικότητα των συντρόφων που συμμετέχει σ’ αυτή». Αυτή την τοποθέτηση, συμπληρώνουμε εμείς, δε θα την βρεις σε καμιά οργάνωση μαρξιστικολενινιστικού τύπου, που είναι οργανώσεις στο πλαίσιο των οποίων δεσμεύεται η ατομικότητα των μελών, τα οποία είναι υποχρεωμένα να εφαρμόζουν αυστηρά τις αποφάσεις της οργάνωσης.
Ο Φρ. Ραγκούσης πέρασε στη συνέχεια στο θέμα της λεγόμενης τρομοκρατίας, που λάνσαραν στην Ελλάδα οι μπλε και πράσινες κυβερνήσεις και η Αντιτρομοκρατική. Δήλωσε ότι η ΣΠΦ είναι υπέρ της πολιτικής βίας, αλλά δεν αποδέχεται το χαρακτηρισμό της τρομοκρατικής οργάνωσης, που της προσάπτει η Αντιτρομοκρατική. Τρομοκρατεί μόνο αυτούς που παίρνουν τις αποφάσεις και όχι το λαό και κατά την άποψή της υπάρχει μόνο η κρατική τρομοκρατία. Πολλοί από το λαό είπαν «γεια στα χέρια τους» και μάλιστα κάποιοι απ’ αυτούς είχαν την ένσταση ότι οι βόμβες έπρεπε να τοποθετηθούν αλλού, σημείωσε ο συνήγορος.
Στη συνέχεια, πέρασε στο πώς η Αντιτρομοκρατική χαρακτήρισε το σπίτι στο Χαλάνδρι «γιάφκα» και αναφέρθηκε συνοπτικά σ’ αυτό σε δύο ή τρία σημεία της αγόρευσής του, αφήνοντας να εννοηθεί ότι είναι ένα από τα ζητήματα στα οποία θ’ αναφερθεί πιο διεξοδικά την επομένη.
Αναφέρθηκε στον αείμνηστο εισαγγελέα Δελαπόρτα, ευρύτατα γνωστό από την πολύκροτη υπόθεση της δολοφονίας του Γρ. Λαμπράκη, που θεωρούσε τους μάρτυρες αστυνομικούς αναξιόπιστους. Επίσης σε εγκύκλιο του Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου για το ρόλο των μπάτσων ως μαρτύρων κατηγορίας, με την οποία καλούσε τους δικαστές να είναι πολύ επιφυλακτικοί απέναντί τους. Στο σημείο αυτό κρίνουμε σκόπιμο ν’ αναφερθούμε στην προανάκριση που διεξάγεται στα αστυνομικά τμήματα. Το 1996 συζητήθηκε στη βουλή ο νόμος 2406, με υπουργό Δικαιοσύνης τον Β. Βενιζέλο. Ολες οι πτέρυγες της Βουλής, προεξάρχοντος του καθηγητή Ποινικού Δικαίου και βουλευτή τότε της ΝΔ Θ. Κωνσταντινίδη, ομολόγησαν ότι οι προανακρίσεις που διεξάγονται στα αστυνομικά τμήματα είναι εκατοντάδες χιλιάδες και είναι κατάπτυστες, όμως αυτές ακολουθούν τους κατηγορουμένους σ΄ όλα τα στάδια της δίκης και αυτοί είναι ανήμποροι ν’ αντιμετωπίσουν τα χαλκευμένα στοιχεία των δικογραφιών.
Ο Φρ. Ραγκούσης πέρασε στη συνέχεια στο νομικό χαρακτηρισμό των κατηγοριών για τις τρεις εκρήξεις του κατηγορητήριου και με την αναλυτική επιχειρηματολογία που ανέπτυξε «άδειασε» τον εισαγγελέα που είχε σπεύσει να ισχυριστεί ότι και στις τρεις περιπτώσεις υπήρξε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα και ανθρώπινη ζωή. Μιλώντας την απλή γλώσσα του λαού θα λέγαμε ότι, με τα στοιχεία που επικαλέστηκε ο συνήγορος έκανε τον εισαγγελέα κυριολεκτικά «ρόμπα». Το κυριότερο είναι πως δεν υπήρξε κίνδυνος κατά ανθρώπων και γι’ αυτό δεν μπορεί να σταθεί με τίποτα η επιβαρυντική περίπτωση του κινδύνου κατά ανθρώπου. Το θέμα αυτό ο Φρ. Ραγκούσης το έθεσε επικουρικά, για την περίπτωση που τα μέλη της ΣΠΦ κριθούν ένοχα και για τις εκρήξεις, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που ν’ αποδεικνύουν τη συμμετοχή τους σ’ αυτές τις εκρήξεις, σ’ όλα τα στάδια προπαρασκευής και εκτέλεσης της ενέργειας. Ο συνήγορος πρότεινε ακόμη ν’ αλλάξει η κατηγορία και από «κατά συρροή» να γίνει «κατ’ εξακολούθηση». Στο σημείο αυτό επέμεινε, διαβάζοντας πολλές αποφάσεις του Αρείου Πάγου, προκειμένου να στηρίξει την άποψη ότι σε περίπτωση που καταδικαστούν τα μέλη της ΣΠΦ για τις τρεις εκρήξεις, πρέπει να «πάνε» με το άρθρο 98 παρ. 1, δηλαδή για αδίκημα «κατ’ εξακολούθηση» και όχι κατά συρροή, που επισύρει σημαντικά μεγαλύτερες ποινές.
Στο σημείο αυτό ο Φρ. Ραγκούσης σταμάτησε, λόγω κόπωσης, και μετά από απαίτηση του προέδρου πήρε το λόγο ο δεύτερος υπερασπιστής Χαρ. Σύψας! Για το ενιαίο της τοποθέτησής του θα την παρουσιάσουμε όταν ολοκληρώσει την αγόρευσή του.
Κλείνουμε αυτό το ρεπορτάζ επισημαίνοντας, ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της αγόρευσης του Φρ. Ραγκούση ο εισαγγελέας Ι. Λιακόπουλος ήταν ανήσυχος και συνεχώς συνομιλούσε έντονα με την αναπληρώτρια εισαγγελέα Γεωρ. Τσατάνη. Αν δεν ήμασταν υποχρεωμένοι να παρακολουθήσουμε τις πολύ ενδιαφέρουσες αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης, θα μπορούσαμε ν’ ακούσουμε, χωρίς να το θέλουμε και χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, όλη τη συνομιλία. Επισημαίνουμε, ακόμη, ότι ο πρόεδρος Χ. Βρυνιώτης ενοχλήθηκε σφόδρα από την ενέργεια του Φρ. Ραγκούση να καταθέσει ξανά την ένσταση κακής σύνθεσης του δικστηρίου (η οποία συνιστά και λόγο απόλυτης ακυρότητας), και συνεχώς τον βομβάρδιζε με διευκρινιστικές ερωτήσεις για τους λόγους που τον οδήγησαν στην επανακατάθεση.