Η αυξημένη δυσκολία των θεμάτων στη Νεοελληνική Γλώσσα, τη Φυσική, τα Μαθηματικά, οι καλύτερες επιδόσεις των υποψήφιων της θεωρητικής κατεύθυνσης, η σταθερότητα παραδοσιακά των αποδόσεων των υποψήφιων της θετικής κατεύθυνσης, η μειωμένη σε σχέση με πέρυσι απόδοση των υποψήφιων της τεχνολογικής κατεύθυνσης, η μικρή αύξηση σε σχέση με πέρυσι του αριθμού των αριστούχων καθώς και των γραπτών που συγκέντρωσαν μεσαίες βαθμολογίες, σε συνδυασμό με τη μειωμένη στο σύνολο προσέλευση (πάντα σε σχέση με πέρυσι) και τη δεδομένη αδυναμία, λόγω του οικονομικού στραγγαλισμού τους, των λαϊκών νοικοκυριών να στηρίξουν επιλογές των παιδιών τους σε τμήματα των Πανεπιστημίων εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων, θα καθορίσουν φέτος το ασανσέρ των βάσεων εισαγωγής στις σχολές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Παιδείας στις πανελλαδικές εξετάσεις προσήλθε φέτος το 97,35% των υποψήφιων (84.837 από 87.144) έναντι του περσινού 98,37% (85.478 υποψήφιοι από 86.924).
Τα γραπτά που βαθμολογήθηκαν στην κλίμακα 18-20 (άριστα) σημείωσαν αύξηση (13,50% – 11,09% πέρυσι) και μικρή αύξηση παρατηρήθηκε στα γραπτά της κλίμακας των μεσαίων βαθμολογιών, δηλαδή στην κλίμακα 15-18 (18,13% έναντι 18,08% πέρυσι).
Οι υποψήφιοι με Γενικό Βαθμό Πρόσβασης κάτω από 10 είναι: στη θεωρητική κατεύθυνση 11.405 (πάνω από τη βάση 23.442), στη θετική κατεύθυνση 2.198 (πάνω από τη βάση 10.461), στην τεχνολογική κατεύθυνση 1.198 (πάνω από τη βάση 795), στην τεχνολογική κατεύθυνση 2 15.208 (πάνω από τη βάση 55.887). Συνολικά, ένας μεγάλος αριθμός υποψήφιων, για την ακρίβεια 29.009 υποψήφιοι (ποσοστό 34,19%) έγραψε κάτω από τη βάση, ενώ 6.800 υποψήφιοι βαθμολογήθηκε με άριστα (18-20).
Ανοδος των άριστων γραπτών σημειώθηκε στα 13 από τα 22 μαθήματα, ενώ μεγάλα ποσοστά μαθητών έγραψαν κάτω από τη βάση στην ιστορία γενικής παιδείας (57,59%), στα αρχαία ελληνικά θεωρητικής κατεύθυνσης (49,39%), στην ιστορία κατεύθυνσης (37,93%), στα μαθηματικά θετικής κατεύθυνσης (40,58%), στη φυσική θετικής κατεύθυνσης (45,05%), στα μαθηματικά τεχνολογικής κατεύθυνσης 1 (48,38%). Αντίθετα, καλύτερες ήταν οι βαθμολογίες στη βιολογία θετικής κατεύθυνσης, στα μαθηματικά γενικής παιδείας, στα μαθηματικά τεχνολογικής κατεύθυνσης 1, στις αρχές οικονομικής θεωρίας, στη νεοελληνική λογοτεχνία, κ.λπ.
Κοντολογίς, προοιωνίζεται ένα ανεβοκατέβασμα των βάσεων, ακόμη και σε σχολές του ίδιου επιστημονικού πεδίου. Ως γενική τάση αναμένεται άνοδος στα τμήματα υψηλής και μεσαίας ζήτησης του 1ου επιστημονικού πεδίου, που βρίσκονται στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου κατοικεί η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζόμενων (νομική, φιλολογία, ψυχολογία), πτώση, αν και όχι θεαματική, στις πολυτεχνικές σχολές (τα τμήματα αυτά διεκδικούν παραδοσιακά καλά προετοιμασμένοι μαθητές, προερχόμενοι κατά κανόνα από μεσαία και υψηλά κοινωνικο-οικονομικά στρώματα), ενώ ακλόνητες αναμένονται οι βάσεις στις ιατρικές σχολές. Στα περιφερειακά ΑΕΙ και ιδίως στα τμήματα των ΤΕΙ χαμηλής ζήτησης θα έχουμε, προϊούσης και της οικονομικής κρίσης, σημαντικές πτωτικές τάσεις.
Συμπέρασμα: Για πολλοστή φορά αποδεικνύεται ότι οι πανελλαδικές εξετάσεις δεν είναι τίποτε άλλο παρά η στρόφιγγα που ρυθμίζει τη ροή προς τα Πανεπιστήμια, την οποία ροή ρυθμίζουν, ανάλογα με τα δεδομένα της συγκυρίας, οι τορπίλες των θεμάτων διαβαθμισμένης δυσκολίας. Γενικά λειτουργούν ως μηχανισμός ανάσχεσης της ιστορικά διαμορφωμένης τάσης της ελληνικής εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακή μόρφωση και σε καμιά περίπτωση δε μετρούν την «αξιοσύνη» των παιδιών να σπουδάσουν. Αντίθετα, λειτουργούν ως μηχανισμός κατανομής στις σχολές, λίγο-πολύ προδιαγεγραμμένος, καθώς η «απόδοση» των υποψήφιων σχετίζεται με την κοινωνικο-οικονομική τους προέλευση.