Πρόκειται για την επανέκδοση μιας ταινίας που μετέφερε στη μεγάλη οθόνη τη θρυλική «Οπερα της Πεντάρας» των Μπέρτολτ Μπρεχτ και Κουρτ Βάιλ. Η ταινία κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1931, σε δύο εκδοχές, γερμανική και γαλλική. Η πλοκή είναι πασίγνωστη. Βρισκόμαστε στο Λονδίνο της βικτωριανής εποχής. Πρωταγωνιστές ένας έμπορος ζητιάνων (Πίτσαμ), η κόρη του (Πόλι), ένας γκάνγκστερ-μαχαιροβγάλτης (Μακίθ), ο κολλητός του αρχιμπάτσος (Τάιγκερ Μπράουν) και μια πόρνη, πρώην ερωμένη του (Τζέιν). Ολοι αυτοί εμπλέκονται σε μια ιστορία που τα πάντα κινούνται γύρω από το χρήμα, χωρίς καμιά αναστολή.
Μέσα από αυτό το έργο, ο Μπρεχτ θέλησε ν’ ασκήσει ολοκληρωτική κριτική στην αστική τάξη και στις αξίες του καπιταλιστικού συστήματος. Παρ’ όλο που δέχτηκε να γυριστεί αυτή η ταινία από τον Παμπστ και από ό,τι φαίνεται συνεργάστηκαν σε κάποιο βαθμό, ο ίδιος μάλλον δεν ήταν και πολύ ευχαριστημένος από το τελικό αποτέλεσμα. Κι αυτό γιατί ο Παμπστ ήθελε να γυρίσει ένα φαντασμαγορικό σόου, στήνοντας πολύ εντυπωσιακά για την εποχή σκηνικά. Επιπλέον, δεν έχει συμπεριλάβει στην ταινία του τα πιο καυστικά τραγούδια από το έργο και έχει αλλάξει ακόμα και τη σειρά των υπόλοιπων. Ο Παμπστ προσπάθησε, επίσης, να διεισδύσει στην προσωπικότητα και την ψυχοσύνθεση των ηρώων, μέθοδος εκ διαμέτρου αντίθετη με τις καινοτόμες ιδέες του Μπρεχτ, που εισήγαγε στο θέατρο την έννοια της «αποστασιοποίησης» (δηλαδή της μη ταύτισης, με συναισθηματικά μέσα, του θεατή με τους ήρωες, ώστε να αναπτύσσεται κριτική στάση απέναντί τους και να καταδεικνύονται οι καταστάσεις που καθορίζουν τη συμπεριφορά τους). Γι’ αυτό και ο Μπρεχτ, μαζί με το Βάιλ (που έχει γράψει τη μουσική αυτής της λαϊκής όπερας) ξεκίνησαν δικαστική διαμάχη με την εταιρία παραγωγής.
Ελένη Π.