«Δημοσιογραφία του ξενοδοχείου» είναι ο μόνος τρόπος για να το περιγράψεις. Ολο και περισσότερο, οι δυτικοί ανταποκριτές στη Βαγδάτη κάνουν ρεπορτάζ από τα ξενοδοχεία τους παρά από τους δρόμους των μικρών και των μεγάλων πόλεων του Ιράκ.
Μερικοί συνοδεύονται παντού από βαριά οπλισμένους δυτικούς μισθοφόρους. Λίγοι μένουν σε τοπικά γραφεία από τα οποία οι εκδότες τους δεν τους επιτρέπουν να φύγουν.
Οι περισσότεροι χρησιμοποιούν Ιρακινούς μερικής απασχόλησης, που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή τους για να πάρουν συνεντεύξεις για αμερικάνους και βρετανούς δημοσιογράφους και κανείς δεν τολμά να κάνει ένα ταξίδι έξω από την πρωτεύουσα χωρίς να το έχει προετοιμάσει μέρες πριν, εκτός από τους «ενσωματωμένους» με τα αμερικάνικα ή βρετανικά στρατεύματα.
Σπάνια, αν όχι ποτέ, έχει καλυφθεί ένας πόλεμος από τους ανταποκριτές από τόσο μακρινή απόσταση και με τόσους περιορισμούς. Αρκετοί δυτικοί δημοσιογράφοι απλά δεν αφήνουν ποτέ τα δωμάτιά τους όσο βρίσκονται στη Βαγδάτη.
Οι απειλές για τους δυτικούς δημοσιογράφους είναι τόσο σοβαρές, ώστε μερικοί τηλεοπτικοί σταθμοί αποσύρουν και τους ανταποκριτές και τα συνεργεία τους. Εν μέσω μιας εξέγερσης, όπου οι Δυτικοί και πολλοί Αραβες καθώς και άλλοι ξένοι απάγονται και δολοφονούνται, το να κάνεις ρεπορτάζ γι’ αυτό τον πόλεμο είναι σχεδόν αδύνατο.
Λίγες βρετανικές και αμερικάνικες εφημερίδες καλύπτουν γεγονότα από τη Βαγδάτη με επί τόπου ρεπορτάζ των ανταποκριτών τους, που κινούνται με τρόμο στους δρόμους μιας πόλης, που περνά σταδιακά στον έλεγχο των ανταρτών.
Στο βάρβαρο πόλεμο στην Αλγερία στη δεκαετία του ’90 τουλάχιστον 42 τοπικοί ανταποκριτές και ένας γάλλος κάμεραμαν έχασαν τη ζωή τους. Ομως οι αλγερινές δυνάμεις ασφάλειας μπορούσαν ακόμη να προσφέρουν ένα μίνιμουμ προστασίας στους ανταποκριτές. Στο Ιράκ δεν μπορούν να προστατέψουν ούτε τους εαυτούς τους. Η αστυνομία και η Ιρακινή Εθνική Φρουρά είναι βαθιά διαβρωμένες από τους αντάρτες. Σημεία ελέγχου μπορεί να είναι επανδρωμένα από αστυνομικούς, αλλά δεν είναι καθαρό για ποιους ακριβώς δουλεύουν. Τα αμερικάνικα στρατεύματα που επιχειρούν γύρω και μέσα στη Βαγδάτη αποφεύγονται τώρα τόσο από τους δυτικούς δημοσιογράφους – εκτός αν είναι «ενσωματωμένοι» – όσο και από τους Ιρακινούς, εξαιτίας της έλλειψης πειθαρχίας με την οποία ανοίγουν πυρ εναντίον πολιτών με την παραμικρή υποψία.
Τίθενται, λοιπόν, τα ερωτήματα. Τι αξίζει η ζωή ενός δημοσιογράφου; Αξίζει αυτή η ιστορία τον κίνδυνο; Και ένα ακόμη πολύ πιο σοβαρό από ηθική άποψη, γιατί οι περισσότεροι δημοσιογράφοι δεν μιλάνε για τους περιορισμούς κάτω από τους οποίους δουλεύουν;
Κατά τη διάρκεια της αμερικανοβρετανικής εισβολής το 2003, οι εκδότες συχνά προλόγιζαν τις ανταποκρίσεις των δημοσιογράφων τους από το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεϊν επιμένοντας στους περιορισμούς κάτω από τους οποίους εργάζονται. Ομως σήμερα που οι μετακινήσεις μας είναι πολύ πιο περιορισμένες δεν συνοδεύουν τις ανταποκρίσεις τους τέτοιες «προειδοποιήσεις για τους κινδύνους που απειλούν τη ζωή μας». Σε πολλές περιπτώσεις δίνεται στους θεατές και στους αναγνώστες η εντύπωση ότι ο δημοσιογράφος ταξιδεύει ελεύθερα σ’ όλο το Ιράκ.
«Ο αμερικάνικος στρατός δεν θα μπορούσε να είναι ευτυχέστερος μ’ αυτή την κατάσταση», λέει ένας αμερικάνος ανταποκριτής που εργάζεται πολύ καιρό στη Βαγδάτη. «Αυτοί ξέρουν ότι αν βομβαρδίσουν το σπίτι αθώων ανθρώπων, μπορούν να ισχυριστούν ότι ήταν «βάση τρομοκρατών» και δεν τρέχει τίποτα. Δεν μας θέλουν να κυκλοφορούμε στο Ιράκ. Μπορούν να ισχυριστούν ότι σκότωσαν 600 ή 1000 αντάρτες και εμείς δεν έχουμε κανένα τρόπο να ελέγξουμε την είδηση, γιατί δεν μπορούμε να πάμε στο κοιμητήριο ή να επισκεφτούμε τα νοσοκομεία, γιατί δεν θέλουμε να απαχθούμε ή να μας κόψουν το λαιμό».
Ετσι πολλοί ανταποκριτές τώρα περιορίζονται να τηλεφωνούν από τα δωμάτια των ξενοδοχείων τους στον αμερικάνικο στρατό ή στην ιρακινή «μεταβατική» κυβέρνηση για να πάρουν πληροφορίες από ανθρώπους που είναι ακόμη πιο απομονωμένοι από τους δημοσιογράφους και από τα δρώμενα στο Ιράκ μέσα στην Πράσινη ζώνη της Βαγδάτης. ‘Η παίρνουν πληροφορίες από τους «ενσωματωμένους» με τα αμερικάνικα στρατεύματα ανταποκριτές, οι οποίοι, αναγκαστικά, παρουσιάζουν τα γεγονότα μόνο από την αμερικάνικη σκοπιά.
Ναι, είναι ακόμη δυνατό να κάνει κανείς ρεπορτάζ στους δρόμους της Βαγδάτης. Ομως όλο και λιγότεροι από μας το κάνουν και θα έρθει η στιγμή που θα πρέπει να σταθμίσουμε αν αξίζει να θέτουμε σε κίνδυνο τη ζωή μας για μια ανταπόκριση. Δεν έχουμε φτάσει σ’ αυτό το σημείο ακόμη. Μέχρι στιγμής, εμείς μαθαίνουμε λίγο περισσότερα για το Ιράκ από τους ανθρώπους που ισχυρίζονται ότι κυβερνούν αυτή τη χώρα».