Καμιά ανάσα, καμιά λύτρωση -όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο- δε θα δοθεί και πάλι στην εκπαίδευση μέσα από τις αλλαγές που προωθούνται και που θα παρουσιαστούν ως προϊόν του «εθνικού διαλόγου», ώστε να φέρουν και το φωτοστέφανο της γενικής αποδοχής και συναίνεσης.
Για τούτο μας προδιαθέτουν όχι μόνο ο δεδομένος χαρακτήρας του σχολείου στον καπιταλισμό, που αποτελεί βεβαίως σταθερή και αδιαπραγμάτευτη στόχευση όλων των διαχειριστών του συστήματος, αλλά και το γεγονός ότι όλες οι προτάσεις που παρουσιάζονται σαν καινούριες είναι συνδυασμοί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όλων των προηγούμενων εφαρμογών στην εκπαίδευση, με τα γνωστά ολέθρια αποτελέσματα.
Την προηγούμενη εβδομάδα, λοιπόν, παρουσιάστηκε από τον τύπο η πρόταση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (ΠΙ), που στην ουσία είναι «ολίγη» από Αρσένη και «ολίγη» από το κυβερνητικό πρόγραμμα της ΝΔ για την Παιδεία.
Οι «σοφοί» του ΠΙ, σύμβουλοι υποτίθεται του υπουργείου Παιδείας στην επιλογή και χάραξη της πολιτικής, ανακάλυψαν ότι το σχολείο, και στην περίπτωσή μας το Λύκειο, «κουτσαίνει» από τις μειωμένες –σε σχέση πάντα με την πρωτοπόρα Ευρώπη- ώρες διδασκαλίας και από το γεγονός ότι δεν αρκούν τα καθημερινά εξάωρα για να φυτευτούν στα εφηβικά μυαλά οι λεγόμενες γνώσεις γενικής παιδείας!
Για τους «σοφούς μας», η μερική προσέγγιση της γνώσης, οι ατάκτως ερριμμένες πληροφορίες, οι αναχρονιστικές και ανούσιες γνώσεις, η περιορισμένη στους τέσσερις τοίχους της τάξης διδασκαλία, λόγω της έλλειψης υλικοτεχνικής υποδομής και εποπτικού υλικού, η απλή και όχι εμπνευσμένη διεξαγωγή του μαθήματος από ανεπαρκείς σε γνώσεις και κουρασμένους στην ψυχή εκπαιδευτικούς (θύτες και θύματα του ίδιου του συστήματος) και πολλά άλλα, είναι απλώς παρωνυχίδες.
Γι’ αυτό επανέρχονται (υπό νέα σύνθεση) με «ρηξικέλευθη» πρόταση για μετατροπή των καθημερινών εξάωρων σε επτάωρα και αύξηση του διδακτικού ωραρίου, στις δυο πρώτες τάξεις του Λυκείου, από 30 ώρες την εβδομάδα, σε 35.
Και αφού ξεμπέρδεψαν με τον τρόπο αυτό από την ουσία της φοίτησης στο Λύκειο, οι «σοφοί μας» ανασκουμπώθηκαν και καταπιάστηκαν με το δεύτερο μεγάλο ζήτημα, που αποτελεί τα τελευταία χρόνια την πεμπτουσία όλων των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων. Είναι το ζήτημα των αξιολογικών κρίσεων και του τρόπου πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Όπως και οι προκάτοχοί τους στο ΠΙ, πέταξαν την παιδαγωγική στην άκρη και εφοδιάστηκαν με μαχαίρια και τσεκούρια για να «τσεκουρώσουν» για μια ακόμη φορά τα παιδιά της εργαζόμενης κοινωνίας, να κοντύνουν τα όνειρά τους και να τα σπρώξουν μια ώρα αρχίτερα έξω απ’ το σχολείο.
Καταντάει, λοιπόν, κενό γράμμα η υποκριτική κυβερνητική διακήρυξη για 12χρονο υποχρεωτικό σχολείο, αφού όχι μόνο δεν λαμβάνεται κανένα μέτρο για τη «σχολική διαρροή», αλλά ίσα-ίσα που τα πράγματα γίνονται αυστηρότερα και πιο δύσκολα για τα παιδιά των «κολασμένων», που φέρνουν έτσι κι αλλιώς βαριά πάνω στους ώμους τους την μοίρα της τάξης τους.
Η ΝΔ είχε ήδη φροντίσει να κάνει γνωστό, από το κυβερνητικό της ακόμα πρόγραμμα, ότι θα πρέπει να «φύγουμε από το θέσφατο του ενιαίου Λυκείου και να αναβαθμίσουμε την επαγγελματική εκπαίδευση».
Παρά τα μεγάλα λόγια για πλατύ, βαθύ και στέρεο υπόβαθρο γνώσεων, που υποτίθεται πρέπει να έχει κάθε μαθητής σήμερα σ’ όλη τη διάρκεια παραμονής του στο σχολείο (και στο Λύκειο) και για απόρριψη της πρόωρης επιλογής, πρακτικά αυτό σημαίνει την ακύρωση στην ουσία του ενιαίου Λυκείου και του 12χρονου σχολείου. Ετσι για τα παιδιά των φτωχών λαϊκών στρωμάτων προορισμός θα είναι οι ΤΕΣ (που επανέρχονται) και τα Επαγγελματικά Λύκεια.
Ολόκληρο το Λύκειο, με τις προτάσεις του ΠΙ, αναβαπτίζεται στη λογική του φον Αρσένη, που εδώ συμπίπτει και με το πρόγραμμα της ΝΔ.
Εχουμε και λέμε λοιπόν: Η αξιολόγηση των μαθητών σ’ όλες τις τάξεις του Λυκείου θα γίνεται με πιο αυστηρά κριτήρια. Στις δυο πρώτες τάξεις του Λυκείου όλα τα μαθήματα θα συμμετέχουν ισομερώς στη διαμόρφωση της βαθμολογίας. Για την εισαγωγή σε ΑΕΙ-ΤΕΙ θα συνυπολογίζεται ο βαθμός και των τριών τάξεων του Λυκείου. Ο προφορικός βαθμός θα προσαρμόζεται στον γραπτό με μέγιστη απόκλιση τριών μονάδων. Στη Γ΄ Λυκείου οι κατευθύνσεις από τέσσερις που είναι σήμερα γίνονται τρεις, με τη συγχώνευση της θετικής και τεχνολογικής κατεύθυνσης.
Προσθέστε και την πρόταση του κυβερνητικού προγράμματος για ενδοσχολικές εξετάσεις στις δυο πρώτες τάξεις του Λυκείου, με θέματα παρμένα από Κεντρική Τράπεζα Θεμάτων (στην ουσία δηλαδή μια άλλη εκδοχή πανελλαδικών εξετάσεων), όπως και την πρόταση για διπλές ανακεφαλαιωτικές εξετάσεις στην Ε΄ και ΣΤ΄ Δημοτικού και σε όλη τη διάρκεια του Γυμνασίου και θα έχετε πλήρη εικόνα της εξεταστικής καρμανιόλας που θα στηθεί.
Όλα αυτά είναι πολύ χαρακτηριστικά για το προϊόν του περίφημου «διαλόγου», που συνεχίζεται και που θα κορυφωθεί, σύμφωνα με τη Μ. Γιαννάκου, τον Απρίλιο.
Αν συνυπολογίσουμε και τις προτάσεις του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας (ΕΣΥΠ), που διατυπώθηκαν μέσω του «χύμα» και πολύ αποκαλυπτικού προέδρου του καθηγητή Βερέμη, είναι να κρεμάσουμε πλερέζες.
Οπαδός του βρετανικού συστήματος, όσον αφορά στο εξεταστικό, δηλώνει ο Θ. Βερέμης και όχι του συστήματος «αμερικανικού τύπου», όπως είναι το ΠΙ. Ο πρόεδρος του ΕΣΥΠ κάνει λόγο για ένα σύστημα που θα έχει μεγάλη ομοιότητα με τις γνωστές μας Δέσμες, καθώς θα περιλαμβάνει εξετάσεις των αποφοίτων του Λυκείου σε τέσσερα μαθήματα, τα οποία όμως θα είναι διαφορετικά για κάθε ομάδα σχολών. Κάνει δε γνωστό ότι «προς τα εκεί πάει το πράγμα» και ότι ο προβληματισμός συνίσταται στο τι είδους εξετάσεις θα είναι αυτές, αν θα τις καθορίζουν τα ΑΕΙ ή ένας Εθνικός Οργανισμός Εξετάσεων.
Με το γνωστό του απροκάλυπτο τρόπο, χωρίς να μασά τα λόγια του, ο Θ. Βερέμης, δηλώνει αποφασισμένος να τελειώσει και με τους «αιώνιους φοιτητές», όπως και με το «μοναδικό, δωρεάν σύγγραμμα», μέτρα που αν εφαρμοστούν, όπως λέει, θα «βελτιώσουν αισθητά τις σπουδές».
Δηλαδή, αν τον πιστέψουμε, έτσι και πεταχτούν έξω απ’ το πανεπιστήμιο οι «τεμπέληδες», «χαραμοφάηδες» φοιτητές (εργαζόμενοι στην πλειοψηφία τους ή έχοντες σοβαρούς λόγους που τους αναγκάζουν για κάποιο χρονικό διάστημα να διακόπτουν τις σπουδές τους), που έτσι κι αλλιώς δεν επιβαρύνουν τα ιδρύματα στη λειτουργία τους, αφού δεν έχουν δικαιώματα μετά την κανονική περίοδο των σπουδών και κοπούν και τα δωρεάν συγγράμματα, το πανεπιστήμιο θα αλλάξει όψη και θα σωθεί απ’ τον κατήφορο. Θα λύσει δε και τα μαύρα κι άραχλα οικονομικά του προβλήματα και θα βουλώσει τις τρύπες των εκατομ. ευρώ.
Ο κ. Βερέμης, που ισχυρίζεται αυτά, θεωρεί βεβαίως αμελητέο και το ζήτημα της ανυπαρξίας ή των ελλιπέστατων βιβλιοθηκών, που θα αναδείξει, κατ’ αυτόν, και πάλι η θαυμαστή «αξιολόγηση» των ιδρυμάτων.
Χρειάζεται, βλέπετε, ειδική φιλοσοφία και εφαρμογή της αξιολόγησης για να διαπιστωθούν τα αυτονόητα!
Αξίζει να σημειώσουμε εδώ την ταύτιση του προέδρου του ΕΣΥΠ και με το κυβερνητικό πρόγραμμα της ΝΔ, όπου η δωρεάν διανομή συγγραμμάτων κοβόταν από τους «εύπορους» φοιτητές, αλλά και με τις ανάλογες δηλώσεις του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ (και κατά την πρόσφατη συζήτηση στη βουλή σε επίπεδο αρχηγών κομμάτων).
Ολοι ξέρουμε ότι αυτό αποτελεί την καραμέλα, το εναρκτήριο λάκτισμα για να περάσουμε στη συνέχεια σε πλήρη κατάργηση κάθε ίχνους δωρεάν Παιδείας, που έχει απομείνει στο δημόσιο Πανεπιστήμιο. Και που θα πλήξει κυρίως τους φτωχούς φοιτητές, που αν δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα ν’ ανταπεξέλθουν και στην πρόσθετη αυτή οικονομική επιβάρυνση (της αγοράς συγγραμμάτων, απαραίτητων για τις σπουδές που είτε δεν υπάρχουν, είτε υπάρχουν σε περιορισμένο αριθμό στις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες) «ας κάνουν ό,τι τους φωτίσει ο θεός», όπως είπε ο κ. Βερέμης και πάλι σε παλαιότερη συνέντευξή του!
Γιούλα Γκεσούλη