Τα περισσότερα ελληνικά Πανεπιστήμια, τα τελευταία χρόνια, έχουν αξιολογηθεί με δική τους πρωτοβουλία από έλληνες και ξένους αξιολογητές. Ο προηγούμενος μάλιστα υπουργός Παιδείας, Π. Ευθυμίου, στο πλαίσιο του κλίματος που διαμόρφωνε τότε το ΠΑΣΟΚ, με την παρακίνηση και εποπτεία των ευρωπαίων εταίρων, για την αποδοχή της αξιολόγησης, χρηματοδότησε 8 πιλοτικές αξιολογήσεις.
Στις 5 Ιουνίου, η «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», φιλοξένησε δηλώσεις των πρυτανικών αρχών των Πανεπιστημίων που αξιολογήθηκαν.
Ξέρετε ποια είναι τα συμπεράσματα;
Οτι όλες μα όλες οι αξιολογήσεις επεσήμαναν αδυναμίες, που οφείλονται αποκλειστικά στην έλλειψη χρηματοδότησης από το κράτος (έλλειψη χώρων και φοιτητικής στέγης, προβλήματα υποδομών, έλλειψη προσωπικού κ.λπ.) και που φυσικά η λύση τους, τόσα χρόνια που διαιωνίζονται και ογκώνονται, δεν απαιτεί κανενός είδους θεσμικό πλαίσιο για να δοθεί.
Πριν λίγες μόνο μέρες η Ευρωπαϊκή Ενωση Πανεπιστημίων, από τους πλέον φανατικούς υποστηρικτές της Μπολόνια, σε έκθεση που κατέθεσε στη σύνοδο των ευρωπαίων υπουργών Παιδείας στο Μπέργκεν, επεσήμανε ότι οι εθνικές κυβερνήσεις είναι ιδιαίτερα απρόθυμες να ενισχύσουν οικονομικά τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, προκειμένου να λύσουν τα άμεσα προβλήματά τους, ενώ ακόμη και αυτή την αναδιάρθρωση των σπουδών, όπως την επιτάσσει η Μπολόνια (την οποία υπέγραψαν με χέρια και πόδια) δεν χρηματοδοτούν.
Ενα δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι οι αξιολογήσεις επικεντρώθηκαν κυρίως στην έρευνα που παράγουν τα Ιδρύματα για λογαριασμό επιχειρήσεων και ιδιωτικών συμφερόντων, η οποία «βοηθά» με το αζημίωτο τα Πανεπιστήμια να επιβιώσουν είτε να αυξήσουν το «τζίρο» τους, παρά την ελλιπέστατη κρατική χρηματοδότηση.
Εδώ είναι χρήσιμο να θυμίσουμε και τις προτροπές που απηύθυναν οι αξιολογητές προς τα Ιδρύματα (πχ. προς το Πανεπιστήμιο Πατρών) για αυτονομία, δηλαδή αυτοχρηματοδότηση και «πλήρη κοστολόγηση», για εξισορρόπηση μεταξύ της ακαδημαϊκότητας και της επιχειρηματικότητας, για υπέρβαση των διάφορων πολιτικών που είναι ενάντια στο επιχειρηματικό πνεύμα, για αύξηση των εργαζόμενων με καθεστώς μερικής απασχόλησης.
Το τρίτο συμπέρασμα είναι ότι αναπόφευκτα η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης γεννά την κατηγοριοποίηση των Πανεπιστημίων, την κατάταξη και «βαθμολόγησή» τους, έστω και μέσα στην ίδια την πανεπιστημιακή κοινότητα και την κοινωνία. Ειδικά η τελευταία -και εδώ αναφερόμαστε στην εργαζόμενη κοινωνία- εθίζεται να αποδέχεται αποτελέσματα, των οποίων τις προϋπάρχουσες διαδικασίες και τα κριτήρια αγνοεί, διαμορφώνοντας έτσι μια στρεβλή εικόνα για την ποιότητα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που φυσικά δεν έχει να κάνει σε τίποτε με τα δικά της ταξικά συμφέροντα.
Η διαχείριση της κατάταξης και βαθμολόγησης των Ιδρυμάτων από το κράτος, με τις ανάλογες παροχές προς αυτά, είναι ένα βήμα που έπεται και που δεν είναι απαραίτητο να γίνει σε πρώτη φάση, προκειμένου να γίνει αποδεκτή η αξιολόγηση.
Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που ακόμη και αυτές οι πρυτανικές αρχές, που κατά τα άλλα υποτίθεται ότι διατηρούν επιφυλάξεις ως προς το είδος της αξιολόγησης που θέλει να επιβάλει η κυβέρνηση και εκφράζουν διαφωνίες για την κατηγοριοποίηση και βαθμολόγηση, κομπορρημονούν για την κατάταξη των ιδρυμάτων τους σε ευρωπαϊκό και τοπικό επίπεδο.
Δεν είναι, λοιπόν, η αξιολόγηση τίποτε από αυτά που φαντάζεται ο απλός λαός, όταν ακούει να την υποστηρίζουν και μάλιστα στο όνομά του. Οτι δηλαδή τάχα από σέβας στο φορολογούμενο πολίτη και τους πόθους του για μια ποιοτική ανώτατη εκπαίδευση, όπου τα παιδιά του θα παίρνουν υψηλής ποιότητας μόρφωση, γίνονται όλα αυτά.
Η «διασφάλιση της ποιότητας», όπως αποκαλείται παραπλανητικά η αξιολόγηση, θα είναι το όχημα για πλήρη υποταγή των Πανεπιστημίων στις επιχειρήσεις, για τη λειτουργία τους με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, για την απαλλαγή του κράτους από τη στοιχειώδη υποχρέωσή του να χρηματοδοτεί τα ανώτατα ιδρύματα.
Αλλά ας δώσουμε το λόγο στις ίδιες τις πρυτανικές αρχές:
Στην πρόσφατη αξιολόγηση του Πανεπιστήμιου Θεσσαλίας, οι έλληνες και ξένοι αξιολογητές εξέτασαν τον τρόπο λειτουργίας της επιτροπής ερευνών, τα τρέχοντα ερευνητικά προγράμματα, σε σχέση με το προσωπικό, τον όγκο αλλά και το «τζίρο» τους, λέει ο πρύτανης Κώστας Μπαγιάτης. Διαπιστώθηκαν ελλείψεις στο βοηθητικό προσωπικό υποστήριξης, μεγάλη έλλειψη χώρων αλλά και φοιτητικής στέγης.
«Η αξιολόγηση έδειξε, πάντως, ότι στέκουμε άνετα σαν ένα μέσου μεγέθους ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο» υπογραμμίζει.
Το Πανεπιστήμιο Κρήτης, έχει μεγάλες διεθνείς διακρίσεις στον τομέα της έρευνας, που το κατατάσσουν στα 2-3 πρώτα εντός των συνόρων, σύμφωνα με τον αντιπρύτανη Κ. Λάβδα.
Βεβαίως, επισημαίνουμε εμείς, αφού συμπεριλαμβάνεται το Πολυτεχνείο Κρήτης, με κατεξοχήν «παραγωγικά» τμήματα, όπου είναι ευρέως διαδεδομένη η πρακτική της έρευνας σε σύνδεση με τις επιχειρήσεις.
Στις επιμέρους αξιολογήσεις που έγιναν με πρωτοβουλία κάποιων Τμημάτων, αλλά και στη συνολική αξιολόγηση του 1999, οι επισημάνσεις των αξιολογητών εστιάστηκαν περισσότερο στα προβλήματα των υποδομών (μικρά αμφιθέατρα, έλλειψη αναγκαίων χώρων και φοιτητικής στέγης).
Το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων έχει κάνει 4 αξιολογήσεις από το 1997 και δώθε, σύμφωνα με τις οποίες κατατάσσεται πολύ υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και στις πρώτες θέσεις μεταξύ των ελληνικών ΑΕΙ, μας πληροφορεί ο πρύτανης Γιώργος Δήμου. Στην αξιολόγησή του πήραν μέρος ειδικοί από τα πανεπιστήμια της Ν. Υόρκης, του Χιούστον, του Βερολίνου, αλλά και εκπρόσωποι επιχειρήσεων. Στον τομέα της έρευνας το Πανεπιστήμιο βρίσκεται σε υψηλότατο επίπεδο, παρά τη μηδαμινή χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό γιατί, κατά τον πρύτανη, «αξιοποιούμε πόρους από την ΕΕ και αυτή τη στιγμή τρέχουμε δεκάδες ερευνητικά προγράμματα».
Σύμφωνα με την υπόδειξη των αξιολογητών, το Πανεπιστήμιο δημιούργησε ασύρματο δίκτυο, που συνδέει όλα τα κέντρα υγείας της Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας με το πανεπιστημιακό νοσοκομείο και εξοικονομεί πολλά χρήματα.
Παρόμοιες αξιολογήσεις έγιναν και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στο Δημοκρίτειο, το ΕΜΠ και στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, με ανάλογου τύπου διαπιστώσεις.
Γιούλα Γκεσούλη