Σχεδόν στα μουλωχτά επισκέφτηκε την Αθήνα η αμερικανίδα ΥΠΕΞ Χίλαρι Κλίντον. Η επίσκεψή της δεν ήταν εθιμοτυπική, αλλά ουσιαστική, γι’ αυτό και η αμερικάνικη πλευρά δεν έδωσε ιδιαίτερο βάρος στις φιέστες. Αντίθετα, φρόντισε να διαρρεύσει το πραγματικό περιεχόμενο της επίσκεψης, που είχε να κάνει με την ανάσχεση της γερμανικής οικονομικής επέλασης στην Ελλάδα. Ας αφήσουμε, λοιπόν, τις παπαριές για τις δυο χώρες που «μοιράζονται ίδιες αξίες και ιδανικά για τη δημοκρατία και την ελευθερία», που λέγονται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, και ας επικεντρωθούμε στην ουσία.
Οι Αμερικάνοι ανησυχούν σφόδρα από την αναβάθμιση των γερμανο-ελληνικών σχέσεων, που παίρνουν και τη μορφή της διμερούς συνεργασίας, όπως φάνηκε από την πρόσφατη συνάντηση Βενιζέλου-Σόιμπλε (δεν είναι τυχαίο ότι η Κλίντον συναντήθηκε χωριστά και με τον Βενιζέλο, ο οποίος δεν παρακάθησε στο γεύμα εργασίας στο Μαξίμου, όπου ήταν ο Παπανδρέου και ο Λαμπρινίδης). Το ενδιαφέρον των Αμερικάνων επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στα θέματα της ενέργειας και σ’ αυτό το πεδίο διασταυρώνουν τα ξίφη τους με τους Γερμανούς, οι οποίοι συσφίγγουν τους οικονομικούς-ενεργειακούς δεσμούς τους με τους Ρώσους. Είναι γνωστό ότι ο πρώην καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ είναι έμμισθος προπαγανδιστής της πανίσχυρης ρωσικής Gazprom, ενώ δυο μέρες πριν την άφιξη της Κλίντον στην Αθήνα η Gazprom υπέγραψε συμφωνία-μαμούθ με τη γερμανική RWE για την κατασκευή εργοστασίων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που θα λειτουργούν με ρωσικό φυσικό αέριο.
Οι Αμερικάνοι δεν έχουν καμιά διάθεση ν’ αφήσουν την Ελλάδα να μετατραπεί σε φέουδο των Γερμανών και των συνεργασιών που αυτοί αναπτύσσουν με τους Ρώσους. Είναι γνωστή η αντίθεσή τους και στην κατασκευή του αγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη και στη συμμετοχή της Ελλάδας στο δίκτυο του αγωγού South Stream. Οταν είχε έρθει στην Αθήνα η Κοντολίζα Ράις, το 2006, το είχε καταστήσει σαφές στη Μπακογιάννη. Με την κυβέρνηση Παπανδρέου οι ρωσοελληνικές σχέσεις ψυχράνθηκαν σε βαθμό που οι Ρώσοι να ακυρώσουν, χωρίς διπλωματική αβρότητα, την επίσκεψη Λαμπρινίδη, ενώ ο Πούτιν έβαλε τον κολλητό του Ιβάν Σαββίδη να ξεμπροστιάσει τον ίδιο τον Παπανδρέου, βγάζοντας στη φόρα περιστατικά (άγνωστο αν είναι αληθινά και αν ναι, σε ποιο βαθμό) που αφορούσαν την επίσκεψη Παπανδρέου στη Ρωσία.
Μπορεί οι Αμερικάνοι να κατάφεραν να παγώσουν τις ρωσοελληνικές σχέσεις, όμως όταν στο παιχνίδι παίζουν οι Γερμανοί, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Οι Γερμανοί κρατούν το κλειδί της «διάσωσης» στα χέρια τους και η ελληνική κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να τους αρνηθεί τίποτα. Αν οι Αμερικάνοι θέλουν να μπουν «σφήνα», τότε θα πρέπει να «χτυπήσουν» τη ΔΕΠΑ (Δημόσια Επιχείρηση Αερίου), που βγαίνει στο σφυρί. Ελέγχοντας τη ΔΕΠΑ, ελέγχουν το δίκτυο των αγωγών φυσικού αέριου στο οποίο υπάρχει ελληνική συμμετοχή. Η οικογένεια Παπανδρέου είναι φίλα προσκείμενη στους Αμερικανούς (γι’ αυτό και περισσεύουν οι ευχαριστίες προς τον Ομπάμα και την Κλίντον, οι οποίοι δήθεν πιέζουν τους Γερμανούς υπέρ των ελληνικών συμφερόντων), όμως εν προκειμένω οι Γερμανοί κρατούν και το πεπόνι και το μαχαίρι, οπότε η κυβέρνηση Παπανδρέου θα βρεθεί ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά και θα έχει μεγάλη δυσκολία στην προσπάθειά της να μοιράσει την πίτα των ιδιωτικοποιήσεων. Είναι σίγουρο ότι τους επόμενους μήνες θα υπάρξει όξυνση, εκτός αν Αμερικανοί και Γερμανοί έρθουν σε συμφωνία για το μοίρασμα της Ελλάδας σε οικονομικές ζώνες επιρροής, με τους Αμερικανούς να παίρνουν τη ΔΕΠΑ και τους Γερμανούς να παίρνουν λιγνιτικές μονάδες και μονάδες ΑΠΕ, για τις οποίες έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον.
Κατά τα άλλα, η Κλίντον δεν παρέλειψε να αναφερθεί με θερμά λόγια στη «φιλοξενία» του αμερικάνικου 6ου στόλου στη βάση της Σούδας, στις ελληνικές εξυπηρετήσεις προς τα ΝΑΤΟϊκά στρατεύματα που βομβαρδίζουν τη Λιβύη, στη «συνεισφορά και υποστήριξη των δημοκρατικών μεταβάσεων σε όλη τη Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική», αλλά και στο μπλοκάρισμα από μεριάς ελληνικής κυβέρνησης του «Στόλου της Ελευθερίας ΙΙ» που ετοιμαζόταν να πλεύσει προς τη Γάζα. Δεν ξέρουμε αν οι σύμβουλοί της την πληροφόρησαν ότι τέτοια συγχαρητήρια δεν κάνουν καλό στην εικόνα της κυβέρνησης στον ελληνικό λαό, όμως η αμερικάνικη εξωτερική πολιτική γενικά δεν διακρίνεται για την αβρότητά της.