Ο Δημήτρης Τζιόβας, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βirmingham της Αγγλίας, ασφαλώς δεν ανήκει στους πολέμιους του προσχέδιου της Διαμαντοπούλου. Ανήκει σ’ αυτούς, που όπως ο ίδιος λέει με τη διατύπωση κάποιων σκέψεών του «ίσως βοηθήσει στην προσπάθεια για διεθνοποίηση και τόνωση της εξωστρέφειας των ΑΕΙ που, σύμφωνα με την υπουργό, αποτελούν έναν από τους πυλώνες αλλαγών του νέου νόμου». Προσπαθώντας να «βοηθήσει» ο κύριος καθηγητής αναφέρεται στη σχετική εμπειρία του από τα πανεπιστήμια του εξωτερικού, στων οποίων το μοντέλο προσπαθεί να προσιδιάσει το ελληνικό πανεπιστήμιο η ξενόδουλη κυβέρνηση και η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας. Και άθελά του λέει πικρές αλήθειες, που στραπατσάρουν το προσχέδιο νόμου και τη φιλολογία που αναπτύσσουν οι υποστηρικτές του, ότι δήθεν ενισχύει το δημόσιο πανεπιστήμιο, το «αυτοδιοίκητο» και διατηρεί ανέπαφη τη δημόσια χρηματοδότησή του.
Παρακολουθείστε το σχολιασμό από τον κ. καθηγητή ορισμένων πτυχών του προσχέδιου: «Η πρώτη αφορά την εκλογή του πρύτανη με διεθνή πρόσκληση ενδιαφέροντος. Μια τέτοια διαδικασία δύσκολα θα αποδώσει, γιατί στον αγγλοσαξονικό χώρο, όπου εφαρμόζεται εδώ και χρόνια, έχει αναπτυχθεί μια κάστα πανεπιστημιακών οι οποίοι ασχολούνται αποκλειστικά με τη διοίκηση των πανεπιστημίων και ελάχιστα ή καθόλου με την έρευνα. Εχοντας επιλέξει τον τομέα της διοίκησης, ξεκινούν συνήθως ως κοσμήτορες, πρόεδροι κολεγίων ή αντιπρυτάνεις για να καταλήξουν πρυτάνεις αρχικά σε μικρότερα και μετά σε μεγαλύτερα πανεπιστήμια ανά τον αγγλόφωνο κόσμο. Αλλάζουν πανεπιστήμια όπως τα στελέχη επιχειρήσεων μετακινούνται από επιχείρηση σε επιχείρηση, καθ΄ ότι και στην περίπτωσή τους το κίνητρο είναι κατ΄ εξοχήν οικονομικό. Για την προσέλκυσή τους επιστρατεύονται γραφεία ειδικευμένα στο λεγόμενο head hunting και τούτο εξηγεί γιατί ο μισθός ορισμένων πρυτάνεων βρετανικών πανεπιστημίων είναι σχεδόν διπλάσιος από αυτόν του βρετανού πρωθυπουργού και αντίστοιχα υψηλές είναι και οι αμοιβές των αντιπρυτάνεων…
Οι περισσότεροι που ασχολούνται με τη διοίκηση των πανεπιστημίων στον αγγλόφωνο χώρο είναι δοκιμασμένοι, και ενίοτε στυγνοί, μάνατζερ και μέτριοι ή άσημοι πανεπιστημιακοί. Ο νέος νόμος δεν πρέπει να διαιωνίζει την αυταπάτη ότι θα πετύχει καλή διοίκηση από διεθνείς αστέρες, γιατί οι εξέχοντες επιστήμονες διεθνώς δεν ασχολούνται τόσο με τη διοίκηση όσο με την επιστήμη τους. Για ποιον λόγο να έρθει κάποιος από το εξωτερικό να αναλάβει τη διοίκηση ενός ιδρύματος όταν λείπει το οικονομικό κίνητρο, δεν έχει εμπειρία της ελληνικής διοίκησης και γραφειοκρατίας, ενώ το θεσμικό πλαίσιο δεν θα του επιτρέπει ελευθερία κινήσεων;…
Η ταυτόχρονη κατοχή θέσης ΔΕΠ σε ελληνικό και ξένο πανεπιστήμιο επίσης δεν θα αποδώσει και έχει αποτύχει και στο παρελθόν. Σε αυτή την περίπτωση θα ήταν προτιμότερο να δίδεται η δυνατότητα σε διακεκριμένους επιστήμονες από το εξωτερικό να διεκδικούν από εξαμηνιαίες ως διετείς ερευνητικές ή διδακτικές fellowships με υψηλά κίνητρα, ούτως ώστε να διευκολύνεται η τακτική εναλλαγή των εταίρων και να μην παρατηρείται το φαινόμενο οι διπλοθεσίτες να δεσμεύουν τις θέσεις για χρόνια, περνώντας μόνο λίγες εβδομάδες στα ελληνικά πανεπιστήμια και το υπόλοιπο διάστημα να βρίσκονται στο εξωτερικό…
Αλλωστε ο θεσμός των fellowships, και όχι η διπλοθεσία, είναι η πιο αποτελεσματική διεθνώς μέθοδος προσέλκυσης ικανών επιστημόνων ή προώθησης της έρευνας σε συγκεκριμένους τομείς… Εφόσον προβλέπεται αξιολόγηση των καθηγητών κάθε πέντε χρόνια, καλό θα ήταν να ακολουθηθεί μια άλλη πρόσφατη διεθνής πρακτική, σύμφωνα με την οποία οι καθηγητικές βαθμίδες έχουν 3-4 μισθολογικά κλιμάκια και για να περάσει κανείς από το ένα στο άλλο θα πρέπει να αξιολογείται επί τη βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων… Για να ιδρυθούν έδρες με χορηγίες ή δωρεές στα ελληνικά πανεπιστήμια απαιτούνται μοντέλα κοστολόγησης όλων των υπηρεσιών, όπως συμβαίνει σε ξένα πανεπιστήμια, στα οποία στο κόστος μιας έδρας δεν υπολογίζεται μόνο ο μισθός του διδάσκοντος αλλά και όλο το έμμεσο κόστος από τη βιβλιοθήκη και τις διοικητικές υπηρεσίες ως τη φοιτητική μέριμνα…».