Γράφαμε στο προηγούμενο φύλλο, ότι κυβέρνηση και ΣΕΒ δεν συγκρούστηκαν στο ζήτημα της διευθέτησης του χρόνου εργασίας, που δεν θεσμοθετείται με τον τρόπο που θέλει ο ΣΕΒ, γιατί γνωρίζουν καλά ότι βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο επεξεργασίας Κοινοτική Οδηγία, η οποία θα ρυθμίσει αυτά τα ζητήματα, θέτοντας στις κυβερνήσεις χρονικό όριο για την ενσωμάτωσή της στο εθνικό δίκαιο. Από τη στιγμή που πήραν το φτήνεμα των υπερωριών, που ήταν το πιο φλέγον γι’ αυτούς αίτημα, μπορούν να κάνουν υπομονή κάνα χρόνο ακόμη. Από τη στιγμή που θα εκδοθεί η νέα κοινοτική οδηγία (σύμφωνα με ρεπορτάζ που κάναμε, αυτό αναμένεται να γίνει την άνοιξη του 2006), θα αρχίσουν οι πιέσεις προς την κυβέρνηση για ενσωμάτωσή της.
Ολο το διάστημα που συζητιέται το νομοσχέδιο Παναγιωτόπουλου, πριν ακόμα αυτό πάει στη Βουλή, σε κομβικό ζήτημα έχει αναδειχτεί όχι αυτή καθαυτή η διευθέτηση του χρόνου εργασίας και η μετατροπή του εργάτη σε λάστιχο, αλλά ο τρόπος εφαρμογής της. Το διευθυντικό δικαίωμα, όπως κωδικοποιήθηκε. Ο ΣΕΒ έχει δείξει μια ιδιαίτερη επιθετικότητα σ’ αυτό το ζήτημα. Ο Κυριακόπουλος συμπεριφέρεται σαν χουλιγκάνος, σπρώχνοντας στα άκρα τις παραδοσιακά καλές σχέσεις του ΣΕΒ με τη ΓΣΕΕ, για τις οποίες είχαν κοπιάσει οι προκάτοχοί του. Το σημειώνουμε αυτό, γιατί το πνεύμα της Κοινοτικής Οδηγίας δεν είναι τέτοιο. Οι Κομισάριοι, λειτουργώντας πολιτικά και παίρνοντας υπόψη τις απόψεις της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας της ΣΕΣ (Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων), μιλούν για την ανάγκη να συνάπτονται συλλογικές συμφωνίες γι’ αυτά τα ζητήματα. Η οδηγία αναφέρει ότι οι διάφορες εξαιρέσεις (αυτές είναι που καθιερώνουν τη μεγαλύτερη ευελιξία και τα εξαντλητικά ωράρια) μπορούν να θεσπίζονται «υπό την προϋπόθεση ότι λαμβάνει χώρα διαβούλευση, εφόσον είναι δυνατόν, με τους εκπροσώπους των ενδιαφερομένων εργοδοτών και εργαζομένων και ότι καταβάλλονται προσπάθειες για την ενθάρρυνση όλων των σχετικών μορφών κοινωνικού διαλόγου». Αυτό, βέβαια, είναι ευχολόγιο, αφού στην πράξη τα κράτη μέλη αφήνονται ελεύθερα να ρυθμίσουν τις λεπτομέρειες, έχει όμως τη σημασία του, αν το συγκρίνουμε με τις απαιτήσεις του ΣΕΒ. Προφανώς, οι έλληνες καπιταλιστές αντιμετωπίζουν τη χώρα σαν μπανανία και γι’ αυτό δεν πολυγουστάρουν τις μοντέρνες «κοινωνικοεταιρικές» απόψεις.
Ας δούμε, όμως, αναλυτικά τι περιλαμβάνει αυτή η Οδηγία. Καταρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είναι οδηγία καινοφανής. Υπάρχει προηγούμενο ιστορικό, σημαντικότατο μάλιστα. Η νέα Οδηγία έρχεται να τροποποιήσει την προηγούμενη (Οδηγία 88 του 2003), η οποία με τη σειρά της αποτελούσε κωδικοποίηση δύο παλαιότερων οδηγιών (104 του 1993 και 34 του 2000). Στο ελληνικό δίκαιο έχουν ενσωματωθεί τα περισσότερα άρθρα των παλαιότερων οδηγιών με δύο προεδρικά διατάγματα (88 του 1999 και 76 του 2005). Δεν ενσωματώθηκαν στο εθνικό δίκαιο μερικές κρίσιμες διατάξεις. Κυρίως οι διατάξεις που αφορούν την περίοδο αναφοράς στην οποία πρέπει να κλείσει ο κύκλος της λεγόμενης διευθέτησης (στην περίοδο αυτή ο μέσος εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας μπορεί να φτάνει τις 48 ώρες). Η περίοδος αναφοράς ξεκινά από τους 4 μήνες και κατ’ εξαίρεση μπορεί να φτάσει τους 12 μήνες! Ακόμη, τη διάταξη για την αύξηση του μέσου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας από τις 48 και μέχρι τις 65 ώρες (13 ώρες εργασία την ημέρα και 11 ώρες περίοδο ανάπαυσης). Μάλιστα, στο ΠΔ 88/1999 ο ημερήσιος χρόνος ανάπαυσης ορίζεται στις 12 ώρες (μία ώρα παραπάνω από το ελάχιστο των 11 ωρών που προβλέπει η Κοινοτική Οδηγία).
Η νέα οδηγία που ετοιμάζεται έχει μερικές διαφορές από την προηγούμενη, στις οποίες θ’ αναφερθούμε παρακάτω. Το βασικό ζήτημα, η διευθέτηση του χρόνου εργασίας σε τρόπο ώστε να επιτρέπεται δουλειά ακόμα και για 65 ώρες τη βδομάδα, έχει ήδη εισαχθεί με την οδηγία 88 του 2003. Συγκεκριμένα, ορίζονται ως ημερήσια περίοδο ανάπαυσης οι 11 ώρες, πράγμα που σημαίνει ότι το ωράριο μπορεί να επιμηκυνθεί και μέχρι τις 13 ώρες εργασίας την ημέρα. Τίθενται ως όριο οι 48 ώρες τη βδομάδα, αυτό όμως κατά μέσο όρο. Επομένως, μπορεί να γίνει διευθέτηση και οι ώρες να φτάσουν μέχρι τις 65. Περίοδος αναφοράς γι’ αυτή τη διευθέτηση είναι οι τέσσερις μήνες, χωρίς να απαγορεύεται επανάληψη του τετράμηνου. Μπορεί, δηλαδή τα τετράμηνα να είναι επαναλαμβανόμενα, οπότε η διευθέτηση γίνεται στο διηνεκές. Και βέβαια, υπάρχει η εξαίρεση του γνωστού opt-out, σύμφωνα με την οποία μπορεί να παραβιαστεί ακόμα και το όριο του μέσου όρου των 48 ωρών εβδομαδιαίως, «αν ο εργαζόμενος συναινεί για την παροχή της εργασίας αυτής». Ουσιαστικά, δηλαδή, παραπέμπει σε ατομικές συμφωνίες, μέθοδος που εφαρμόστηκε ιδιαίτερα στην Αγγλία. Ξέρουμε πολύ καλά πόσοι εκβιασμοί κρύβονται πίσω απ’ αυτές τις ατομικές συμφωνίες με τις οποίες ο εργάτης δέχεται να μετατραπεί σε υποζύγιο, δουλεύοντας ακόμα και 13 ώρες τη μέρα.
Για όλες αυτές τις κρίσιμες ρυθμίσεις ορίστηκε ότι πριν τις 23 Νοέμβρη του 2003 το Συμβούλιο, ύστερα από πρόταση της Επιτροπής, «επανεξετάζει τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου και αποφασίζει για τη συνέχεια που θα πρέπει να δώσει». Αυτό και έγινε. Αμέσως μετά την έγκριση αυτής της Οδηγίας, ξεκίνησαν οι διαδικασίες παρακολούθησης και αναθεώρησής της. Πράγμα καθόλου συνηθισμένο στην πρακτική των κοινοτικών οργάνων. Οταν, όμως, πρόκειται για ζητήματα που έχουν άμεση σχέση με την αύξηση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, για τα οποία φλέγονται οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις, τα κοινοτικά όργανα δείχνουν και ευαισθησία και βιασύνη.
Από το Σεπτέμβρη του 2004 κιόλας η Επιτροπή είχε έτοιμη την πρότασή της για την αναθεώρηση της Οδηγίας 88 του 2003. Ας δούμε τα βασικά σημεία αυτής της νέας οδηγίας.
Καταρχάς, υπάρχει μια σοβαρή προσθήκη που αφορά το χρόνο εφημερίας. Εισάγονται για πρώτη φορά δυο νέες έννοιες: χρόνος εφημερίας και ανενεργή περίοδος του χρόνου εφημερίας. Ορίζεται σαφώς, ότι οι ανενεργές περίοδοι του χρόνου εφημερίας δεν αποτελούν εργάσιμο χρόνο, εκτός αν προβλέπεται το αντίθετο από το εθνικό δίκαιο. Με άλλα λόγια, η επιχείρηση μπορεί να κρατάει έναν εργαζόμενο σε εφημερία, όμως θα τον πληρώνει μόνο για το χρόνο που θα δουλεύει! Για παράδειγμα, ένας γιατρός μπορεί να μείνει μια ολόκληρη νύχτα στο νοσοκομείο, αλλά θα πληρωθεί μόνο για το χρόνο κατά τον οποίο ασχολήθηκε με τους ασθενείς. Το ίδιο και ένας τεχνίτης ασφάλειας ή βλαβών σε μια επιχείρηση!
Το τετράμηνο ως περίοδος αναφοράς για τη διευθέτηση μένει τυπικά μόνο, μολονότι και πριν επιτρεπόταν η επανάληψή του. Φαίνεται, όμως, πως οι καπιταλιστές δεν θέλουν να «ανοίγει» και να «κλείνει» μια περίοδος διευθέτησης σ’ ένα τετράμηνο, γιατί ενδεχομένως αυτό τους δημιουργεί προβλήματα εφαρμογής. Ετσι, στην οδηγία προστίθενται τα εξής, μετά την αναφορά στο τετράμηνο: «Ωστόσο, τα κράτη μέλη, με τη νομοθετική ή την κανονιστική οδό και για αντικειμενικούς ή τεχνικούς λόγους ή για λόγους που σχετίζονται με την οργάνωση της εργασίας, μπορούν να επεκτείνουν αυτήν την περίοδο αναφοράς στους δώδεκα μήνες, υπό τον όρο της τήρησης των γενικών αρχών σχετικά με την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, καθώς και υπό τον όρο της διεξαγωγής διαβουλεύσεων με τους ενδιαφερόμενους κοινωνικούς εταίρους και της καταβολής προσπαθειών για την ενθάρρυνση όλων των σχετικών μορφών κοινωνικού διαλόγου, συμπεριλαμβανομένων των διαπραγματεύσεων, εάν τα μέρη το επιθυμούν». Η διατύπωση αυτή είναι ξεκάθαρη: φροντίστε να κάνετε διάλογο, φροντίστε να ενθαρρύνετε συμφωνίες εργοδοτών-συνδικάτων, αν όμως δεν βγει άκρη, νομοθετήστε σύμφωνα με αυτό που θεωρείτε σωστό. Δεν χρειάζεται να πούμε βέβαια ποιο είναι αυτό που θεωρούν σωστό οι κυβερνήσεις.
Τέλος, σημαντική τροποποίηση είναι αυτή που ρητά ορίζει πλέον τη δυνατότητα να μην εφαρμόζεται και αυτή ακόμα η υποχρέωση του μέσου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας των 48 ωρών. Το σχετικό άρθρο τροποποιείται ως εξής:
«Ενα κράτος μέλος δύναται να μην εφαρμόζει το άρθρο 6 (σ.σ. ο χρόνος εργασίας να μην υπερβαίνει, ανά επταήμερο, τις 48 ώρες, κατά μέσο όρο, συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών), τηρώντας πάντα τις γενικές αρχές προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων. Η χρήση της δυνατότητας αυτής πρέπει ωστόσο να ορίζεται ρητά σε συλλογική σύμβαση ή σε συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ των κοινωνικών εταίρων σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο ή, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή/και πρακτική, μέσω συλλογικών συμβάσεων που συνάπτουν οι κοινωνικοί εταίροι στο κατάλληλο επίπεδο.
Η χρήση της δυνατότητας αυτής μπορεί επίσης να γίνει μέσω συμφωνίας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου, όταν δεν ισχύει καμία συλλογική σύμβαση και στη σχετική επιχείρηση ή οργανισμό δεν υπάρχουν εξουσιοδοτημένοι εκπρόσωποι του προσωπικού για τη σύναψη συλλογικής σύμβασης ή συμφωνίας μεταξύ των κοινωνικών εταίρων στον τομέα αυτό, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή/και πρακτική».
Οπως βλέπουμε, στο σημείο αυτό η Κομισιόν είναι εξαιρετικά προσεκτική και παίρνει υπόψη της τις προτάσεις της ΣΕΣ. Δεν επιτρέπει, δηλαδή, την επέκταση του συνολικού χρόνου εργασίας πέρα από τις 48 ώρες τη βδομάδα, κατά μέσο όρο, χωρίς συλλογική σύμβαση. Οι προϋποθέσεις που μπαίνουν για να επιτραπούν ατομικές συμφωνίες είναι τέτοιες που την καθιστούν ανεφάρμοστη στην πράξη. Οπως ξέρουμε από την πείρα μας στην Ελλάδα, δεν υπάρχει εργασιακός χώρος που να μην καλύπτεται από συλλογική σύμβαση. Ακόμα και εκεί που δεν εφαρμόζονται κλαδικές συλλογικές συμβάσεις, ισχύει η εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας. Για τί πράγμα μιλάμε, όμως; Μιλάμε για ξεπέρασμα κι αυτής ακόμα της διευθέτησης. Μιλάμε για μόνιμο 13ωρο την ημέρα, 65ωρό την εβδομάδα. Με βάση τις ρυθμίσεις για τη διευθέτηση, αν εργαζόμενοι εργάζονταν για ένα 6μηνο 65 ώρες τη βδομάδα, το επόμενο εξάμηνο θα έπρεπε να εργάζονται 31 ώρες τη βδομάδα, ώστε ο μέσος όρος να είναι 48 ώρες. Με την εξαίρεση που μπαίνει το 65ωρο μπορεί να γίνει μόνιμο, σ’ αυτή την περίπτωση, όμως, θα πρέπει να γίνει με συλλογική σύμβαση. Ε, δεν μπορούν να τα θέλουν και όλα δικά τους οι καπιταλιστές. Στα πιο εξτρεμιστικά από τα αιτήματά τους πρέπει να έχουν και κάποιον έλεγχο, για να διατηρείται και η κοινωνική ειρήνη.
Εχει, όμως, σημασία να τονιστεί πως ,μέχρι το όριο του μέσου όρου των 48 ωρών εβδομαδιαίως, οι κυβερνήσεις είναι ελεύθερες να νομοθετήσουν όπως κρίνουν, επιτρέποντας τη διευθέτηση ακόμα και με το διευθυντικό δικαίωμα. Με βάση το 40ωρο και τη μηνιαία ετήσια άδεια, μιλάμε για 384 ώρες το χρόνο. Αυτές, ας φροντίσουν με τις κυβερνήσεις τους να τις «πάρουν» με διευθυντικό δικαίωμα. Αν θέλουν περισσότερες, ας τα βρουν με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία.
Η νέα Οδηγία προβλέπει τα εξής για την ενσωμάτωσή της στα εθνικά δίκαια: «Τα κράτη μέλη εκδίδουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο στις [–], ή εξασφαλίζουν ότι οι κοινωνικοί εταίροι θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες διατάξεις μέσω συμφωνίας, τα δε κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο που να τους επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να διασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιβάλλει η παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή σχετικά».Η ημερομηνία παραμένει κενή, επειδή δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα η διαδικασία στα κοινοτικά όργανα (από το Ευρωκοινοβούλιο, πάντως, έχει περάσει). Η Επιτροπή είναι αποφασισμένη να ακολουθήσει σφιχτές διαδικασίες, όπως φαίνεται και από την υποχρέωση των κρατών μελών να την πληροφορούν αμέσως για κάθε σχετική νομοθετική πρωτοβουλία τους.
Μόλις, λοιπόν, τελειώσει η κοινοτική διαδικασία (την ερχόμενη άνοιξη, όπως είπαμε), θα ανοίξει εκ νέου ο διάλογος για τη διευθέτηση. Δεν χρειάζεται να πούμε πως η πίεση θα είναι να γίνει ακόμα χειρότερο το νομοθέτημα του Παναγιωτόπουλου ή μάλλον να συμπληρωθεί. Να συμπληρωθεί στο πνεύμα της Κοινοτικής Οδηγίας. Οταν ο πήχυς είναι στις 48 ώρες κατά μέσο όρο την εβδομάδα, που στο πλαίσιο της διευθέτησης μπορούν να φτάσουν και τις 65 και όταν η περίοδος αναφοράς είναι το έτος και όχι το τετράμηνο, καταλαβαίνετε ότι η κυβέρνηση θα φροντίσει να πάει λίγο κάτω από τον πήχυ και αρκετά πάνω από το νομοθέτημα του Παναγιωτόπουλου.








