Εχει μαλλιάσει η γλώσσα μας (ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, έχει πιαστεί το χέρι μας) να λέμε ότι οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις δεν κυνηγούν απλώς το κέρδος, ούτε το μέσο ποσοστό του κέρδους, αλλά το μέγιστο κέρδος. Ιδού, λοιπόν, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα «δικό μας».
Η Εθνική Τράπεζα είχε στήσει μια θυγατρική στις ΗΠΑ, την Atlantic Bank, με 17 υποκαταστήματα στη Νέα Υόρκη. Η τράπεζα αυτή ήταν κερδοφόρα, όμως την περασμένη Τρίτη ανακοινώθηκε η πώλησή της στη New York Community Bank, έναντι 400 εκατ. δολαρίων μετρητοίς. Για ποιο λόγο πωλήθηκε μια κερδοφόρα θυγατρική; Διότι το ποσοστό κερδοφορίας της ήταν κάτω από τη μέση κερδοφορία του ομίλου της Εθνικής. Γιατί η Εθνική ήθελε κεφάλαια για να τα ρίξει στην εξαγορά τραπεζών στα Βαλκάνια. Το λέει καθαρά στην ανακοίνωσή της. Η στρατηγική της προσανατολίζεται σε «αγορές με δυναμικούς ρυθμούς ανάπτυξης και υψηλές αποδόσεις» και τέτοιες είναι «οι οικονομίες της ευρύτερης περιφέρειας της ΝΑ Ευρώπης, όπου ήδη ο όμιλος της ΕΤΕ δραστηριοποιείται με σημαντική επιτυχία».
Και τί θα γίνει με το προσωπικό που εργαζόταν στα 17 υποκαταστήματα της Atlantic Bank; Η ανακοίνωση της Εθνικής δεν λέει κουβέντα. Και γιατί να πει; Η Εθνική πούλησε την τράπεζα, όχι το προσωπικό. Ο νέος ιδιοκτήτης μπορεί να κρατήσει την τράπεζα ως έχει, μπορεί να τη συγχωνεύσει με άλλη δική του, μπορεί να την κλείσει, μπορεί να κρατήσει το προσωπικό, μπορεί να το απολύσει, μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Αφεντικό είναι και στην Αμερική αυτά τα πράγματα δεν απασχολούν την κοινωνία.
Αυτή είναι, λοιπόν, η λειτουργία του οικονομικού νόμου του μέγιστου κέρδους μέσα από ένα απλό παράδειγμα που μας προσφέρει η συγκυρία.