Πόσο θράσος χρειάζεται για να βγαίνει ο πρωθυπουργός μιας κυβέρνησης που έχει επιβάλλει σκληρή λιτότητα, αθετώντας μάλιστα όλες τις προεκλογικές υποσχέσεις της, και να καμαρώνει επειδή στις Βρυξέλλες η Κομισιόν ενέκρινε την πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνησή του; Γνωρίζουμε ότι οι αστοί πολιτικοί δεν στερούνται θράσους, όμως το τηλεοπτικό διάγγελμα του Καραμανλή από τα δελτία ειδήσεων το βράδυ της περασμένης Τρίτης δεν θα πρέπει να το δούμε απλώς ως εκδήλωση θράσους.
Το επικοινωνιακό επιτελείο του Μαξίμου μελέτησε ασφαλώς τα υπέρ και τα κατά, πριν βγάλει τον Καραμανλή στο γυαλί, και σίγουρα βρήκε περισσότερα τα υπέρ. Κι αυτό είναι το δυστύχημα, για την εξήγηση του οποίου πρέπει να γυρίσουμε αρκετά πίσω. Πρέπει να πάμε στην ουσία της πολιτικής σκιαμαχίας που εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία κυριαρχεί στη χώρα. Για ποιο πράγμα κονταροχτυπιούνται ΠΑΣΟΚ και ΝΔ; Για του ποιου η πολιτική είναι πιο κοντά στις απαιτήσεις των Βρυξελλών, για το αν τα κυβερνητικά τους προγράμματα και η πολιτική που ακολουθούν τυχαίνουν της έγκρισης της Κομισιόν. Ετσι, έχουν καταστήσει το υπερόργανο των Βρυξελλών σε φορέα της απόλυτης αλήθειας. Εγκρίνει την πολιτική μας η Κομισιόν; Πάμε καλά. Δεν την εγκρίνει; Να προσαρμοστούμε γρήγορα σ’ αυτά που μας υποδεικνύει. Το ‘χουν δουλέψει τόσο πολύ αυτό που πολύς κόσμος, κόσμος της δουλειάς, κόσμος της φτώχειας, έχει φάει το παραμύθι.
Γι’ αυτό, λοιπόν, ο Καραμανλής βγήκε με πανηγυρικό διάγγελμα να καμαρώσει για την έγκριση του Προγράμματος Σταθερότητας και να βγάλει πολιτική υπεραξία, γνωρίζοντας ότι το ΠΑΣΟΚ θα προσπαθούσε να πάει αλλού τη συζήτηση. Ετσι και έγινε. Το ΠΑΣΟΚ δεν ξεσπάθωσε ενάντια στην ευρωλιτότητα, αλλά πήγε τη συζήτηση στην απογραφή, δίνοντας μια ακόμα παράσταση αυτού του ανούσιου καυγά που εκτυλίσσεται τις τελευταίες μέρες. Λιτότητα χωρίς τέλος και ευρωυπερηφάνεια. Πολιτική και κοινωνική σχιζοφρένεια.
Κατά τα άλλα, επιστρέφοντας από τις Βρυξέλλες ο Αλογοσκούφης δήλωσε, ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για αυξήσεις μισθών και συντάξεων, συμπληρώνοντας με νόημα: «Εχουμε υιοθετήσει το ευρώ. Πιστεύω ότι υπάρχει μια ευρεία συναίνεση σε όλη τη χώρα για τη χρησιμότητα της συμμετοχής της Ελλάδας στην ΟΝΕ»! Το ευρώ και η ΟΝΕ, λοιπόν, απαγορεύουν τις μισθολογικές αυξήσεις…
Ο Ρουσόπουλος, στον οποίο επίσης τέθηκαν σχετικά ερωτήματα, το γύρισε στο… καλαματιανό: «Αυτό που λέμε στον Ελληνα πολίτη σήμερα είναι ότι η προσπάθεια σε ό,τι αφορά τη μείωση των ελλειμμάτων πλησιάζει στο τέλος της». Και τι σημαίνει αυτό για τον εργαζόμενο; Την απάντηση έδωσε την ίδια μέρα ο Π. Σακελλάρης, πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (σε συνέντευξή του στο «Βήμα»): «Μέσω του Προγράμματος Σταθερότητας από το 2004 ως το 2008 θα εξοικονομήσουμε 13 δισ. ευρώ από δαπάνες. Από αυτά τα κονδύλια 3 δισ. ευρώ τα διοχετεύουμε για την ενίσχυση των οικονομικά ασθενέστερων ομάδων. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος μιλώ για αύξηση του ΕΚΑΣ και των αγροτικών και άλλων συντάξεων». Δηλαδή, εξαφανίζουν τις κοινωνικές δαπάνες, στραγγαλίζουν την παιδεία, την υγεία και την πρόνοια, επιβάλλουν σκληρότατη λιτότητα και στο τέλος, εν είδει φιλάνθρωπων αυτοκρατόρων, θα μοιράσουν μερικά ψίχουλα στο ΕΚΑΣ και τις συντάξεις πείνας του ΟΓΑ, για να τις χρησιμοποιήσουν ως προεκλογικό εργαλείο στις εκλογές του 2008.
Ο Ρουσόπουλος μίλησε γενικότερα: «Η μείωση των ελλειμμάτων δημιουργεί μια οικονομία πιο ανταγωνιστική και εξωστρεφή» και «όταν η οικονομία γίνεται πιο ανταγωνιστική και εξωστρεφής ωφελούνται όλοι, είτε είναι επιχειρήσεις είτε είναι εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις». Τόσα χρόνια το ίδιο παραμύθι και δεν το βαρέθηκαν. Μήπως μπορεί να μας πει ο κ. Ρουσόπουλος, πόσες νέες θέσεις εργασίας και τι ποσοστά αυξήσεων μισθών υπήρξαν τα τελευταία χρόνια, που η κερδοφορία των επιχειρήσεων καλπάζει, ακόμα και με βάση τα μαγειρεμένα στοιχεία των ισολογισμών;