Η κυβέρνηση της Κολομβίας ανακοίνωσε ότι συμφώνησε να γίνει δημοψήφισμα στο οποίο οι ψηφοφόροι θα απαντήσουν στο ερώτημα αν πρέπει να γίνει ανταλλαγή των αιχμαλώτων που βρίσκονται στα χέρια των ανταρτών των Ενοπλων Επαναστατικών Δυνάμεων της Κολομβίας (FARC) με φυλακισμένους αντάρτες.
Οπως είναι γνωστό, οι FARC κρατούν σε άγνωστες περιοχές της ζούγκλας περισσότερους από 60 αιχμαλώτους, πολιτικούς, στρατιώτες και αστυνομικούς, ανάμεσα στους οποίους είναι τρεις Αμερικάνοι και η γαλλο- κολομβιανή πολιτικός Ινγκριντ Μπετανκούρτ.
Η ανακοίνωση έγινε κατά τη διάρκεια της επίσκεψης γαλλικής αντιπροσωπείας υψηλού επιπέδου, με επικεφαλής τον υπουργό Εξωτερικών, που δήλωσε ότι «η συμφωνία θα προκύψει από πολιτική λύση και σε καμιά περίπτωση με στρατιωτικές επιχειρήσεις ή με τη χρήση βίας». Επικεφαλής της καμπάνιας για το δημοψήφισμα, που θα γίνει παράλληλα με τις εκλογές για το κογκρέσο τον ερχόμενο Μάρτιο, θα τεθούν οι συγγενείς των αιχμαλώτων και όχι η κυβέρνηση, η οποία μ’ αυτό τον τρόπο προσπαθεί να δείξει ότι αποδέχεται και στηρίζει ένα αίτημα με πλατιά αποδοχή ανάμεσα στη κολομβιανή κοινωνία, γιατί δεν θέλει να αναλάβει η ίδια την πολιτική πρωτοβουλία και ευθύνη γι’ αυτό. Οι λόγοι είναι κατανοητοί.
Ο σημερινός πρόεδρος και υποψήφιος στις ερχόμενες εκλογές του Μαρτίου, Αλβάρο Ουρίμπε, ανέβηκε στην εξουσία με βασική προτεραιότητα τη συντριβή του αντάρτικου, σε στενή συνεργασία με τους αμερικάνους πάτρωνές του. Στη διάρκεια της προεδρικής του θητείας όχι μόνο δεν κατάφερε να πετύχει το στόχο του, αλλά βρίσκεται μπροστά στις εκλογές χωρίς να έχει να παρουσιάσει τίποτα το αξιόλογο σ’ αυτό το μέτωπο. Συνεπώς, η απόφαση για το δημοψήφισμα με τον τρόπο που παρουσιάζεται αποτελεί σανίδα σωτηρίας, χωρίς να φαίνεται σαν υποχώρηση του ίδιου και ομολογία της αποτυχίας της πολιτικής του. Και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, που είναι εκ των προτέρων γνωστό, θα παρουσιαστεί σαν «εθνική πρόταση», την οποία η νέα κυβέρνηση θα κληθεί να υλοποιήσει χωρίς να επωμιστεί το πολιτικό κόστος της αποτυχίας της πολιτικής της.