Δεν ξέρουμε σε ποιο βαθμό επιζητούσε την επίσκεψη-αστραπή της Κοντολίζα Ράις στην Αθήνα η κυβέρνηση Καραμανλή. Από τη στιγμή που θα πήγαινε και στην Αγκυρα, ασφαλώς την επιζητούσε, για να μη φανεί ότι οι Αμερικάνοι θεωρούν την Ελλάδα παρακατιανή. Από την άλλη, όμως, η κυβέρνηση γνώριζε πολύ καλά ότι κάθε άλλο παρά εύκολη θα ήταν αυτή η επίσκεψη. Γιατί η Ράις θα ερχόταν για να απαιτήσει, χωρίς να μπορεί να δώσει κάτι που να μπορούν να το επιδείξουν ως «εθνικό αντάλλαγμα» στο πόπολο ο Καραμανλής και η Ντόρα. Ασε που κάθε φορά που οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές απειλούν με πολεμική επέμβαση κάποια χώρα ο ελληνικός λαός τα παίρνει στο κρανίο και τα αντιαμερικάνικα αισθήματά του φουντώνουν. Ηξερε, λοιπόν, η κυβέρνηση, ότι πολιτική υπεραξία από την επίσκεψη Ράις δεν θα έβγαζε, γι’ αυτό και προσπάθησε να την περάσει όσο γίνεται πιο αδιάφορα, με τη βοήθεια και του Πάσχα, στη διάρκεια του οποίου το πολιτικό ενδιαφέρον ατονεί και αυξάνεται το ενδιαφέρον για το αρνί, το κοκορέτσι και τη μαγειρίτσα.
Ηρθε, λοιπόν, η σιδηρά κυρία της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής, υπέβαλε τις απαιτήσεις της, εισέπραξε yes σε όλα και αναχώρησε για την Τουρκία και στη συνέχεια για τη Βουλγαρία. Τι ζήτησε; Να στηρίξει η Ελλάδα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ (μέχρι τα τέλη του χρόνου κατέχει θέση μη μόνιμου μέλους) κάθε αμερικάνικο σχέδιο για το Ιράν. Να αναβαθμίσει τη στρατιωτική της παρουσία στο Αφγανιστάν και να φτάσει η χάρη των ελληνικών στρατευμάτων μέχρι το Σουδάν. Να τηρήσει η Ελλάδα τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει για τη στήριξη της διαδικασίας ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Να φροντίσει το ελληνικό κράτος να απεμπλακεί από την μονοπωλιακή εξάρτηση στον τομέα του φυσικού αέριου από τη Ρωσία.
Για τη Σούδα δεν είχε κανένα αίτημα να υποβάλει η Ράις. Η Σούδα θεωρείται αμερικανικό έδαφος και οι στρατιωτικές της δραστηριότητες είναι έξω από κάθε ελληνικό έλεγχο. Αυτό το έχουν κατοχυρώσει οι Αμερικάνοι, δεν το συζητούν, δεν το διαπραγματεύονται. Και βέβαια, δεν υπάρχει περίπτωση να βγει η σημερινή κυβέρνηση (όπως δε βγήκε και η προηγούμενη) και να πει «κοιτάξτε, θέλουμε να ασκούμε έλεγχο στις δραστηριότητες της Σούδας, να μας ενημερώνετε και να μας ζητάτε την άδεια για τυχόν εμπλοκή της βάσης σε πολεμικές επιχειρήσεις».
Κατά τα άλλα, το «πρέσινγκ» της Ράις πρέπει να ήταν πολύ άγριο, αν κρίνουμε από το ύφος της Ντόρας και από το ότι είχε γραπτές απαντήσεις (συμβουλευόταν σημειώματα) για όλες τις ερωτήσεις, έτσι που να μη λαθέψει ούτε κατά λέξη στις γενικόλογες διπλωματικού τύπου απαντήσεις που έδινε δημόσια. Το τελευταίο καταφύγιο σ’ αυτές τις διπλωματικές απαντήσεις ήταν ότι η κυβέρνηση θα συναποφασίσει με τους εταίρους της στην ΕΕ. Γνωρίζει, όμως, πολύ καλά η κυβέρνηση, ότι η ΕΕ σ’ αυτά τα ζητήματα δεν έχει κοινή εξωτερική πολιτική. Επομένως, όταν ο κόμπος φτάσει στο χτένι, ο Καραμανλής και η Ντόρα θα αναγκαστούν να αποφασίσουν και τότε θα συνταχθούν με τη θέληση των Αμερικάνων. Σε off the record συζητήσεις τους με δημοσιογράφους, κυβερνητικά στελέχη δε διστάζουν να πουν ότι η κυβέρνηση είναι αναγκασμένη «να πάει με τον δυνατό». Τα ίδια μήπως δεν έκανε και ο Σημίτης στους τρεις τελευταίους ιμπεριαλιστικούς πολέμους; Ποιος από το ΠΑΣΟΚ μπορεί να κατηγορήσει τον Καραμανλή;
Και κάτι τελευταίο, που μοιάζει περισσότερο με καλαμπούρι. Η Ράις επανέλαβε στην Αθήνα τα περί «στρατηγικού εταίρου» των ΗΠΑ. Ομως το ίδιο ακριβώς είπε και στην Αγκυρα, γι’ αυτό και η κυβέρνηση ορθώς επέλεξε να μην το πολυρίξει στα πανηγύρια. Φαίνεται πως ο όρος «στρατηγικός εταίρος» είναι σαν τα γυαλιστερά μπρούτζινα μετάλλια που μοίραζαν οι αποικιοκράτες στους αφελείς φυλάρχους της Αφρικής.