Πρωτοφανείς διαστάσεις παίρνει το πογκρόμ που έχει εξαπολύσει η σουνιτική δυναστεία των Αλ – Χαλίφα από τα μέσα Μαρτίου για να πνίξει κάθε φωνή αντίστασης και διαμαρτυρίας και να επιβάλλει τη σιωπή του τρόμου στο σιιτικό κυρίως πληθυσμό, που αποτελεί το 70% του συνολικού πληθυσμού και συμμετείχε μαζικά στη λαϊκή εξέγερση που ξεκίνησε στις 14 Φεβρουαρίου, διεκδικώντας πολιτικές μεταρρυθμίσεις, κατάργηση των διακρίσεων σε βάρος των Σιιτών και μέτρα ενάντια στη φτώχεια και στην ανεργία.
Το καθεστώς Εθνικής Ασφάλειας που έχει επιβληθεί στο Μπαχρέιν από τις 16 Μαρτίου δίνει απεριόριστες εξουσίες στους μηχανισμούς και στις δυνάμεις καταστολής. Τους δίνει το δικαίωμα να απαγορεύουν όλες τις δημόσιες συγκεντρώσεις που θεωρούν επικίνδυνες για την εθνική ασφάλεια. Να κάνουν συλλήψεις, να απαγορεύουν την εξοδο από την χώρα και να αφαιρούν την ιθαγένεια όσων θεωρούν ότι αποτελούν απειλή για την εθνική ασφάλεια. Να απαγορεύουν τη λειτουργία ανθρωπιστικών οργανώσεων, συνδικάτων, κοινωνικών συλλόγων και πολιτικών φορέων που θεωρούν ότι με τις δραστηριότητές τους βλάπτουν την εθνική ασφάλεια. Να κατάσχουν κάθε έκδοση ή δημοσίευμα που θεωρούν ότι περιέχει πληροφορίες επικίνδυνες για την εθνική ασφάλεια ή αμφισβητεί το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό σύστημα του Μπαχρέιν. Να δικάζουν τους πολιτικούς κρατούμενους σε στρατιωτικά δικαστήρια με συνοπτικές διαδικασίες.
Τα 1.500 στρατεύματα της Σαουδικής Αραβίας και των Ενωμένων Αραβικών Εμιράτων που κλήθηκαν στα μέσα Μαρτίου για να υποστηρίζουν τη μοναρχία των Αλ – Χαλίφα στην καταστολή της λαϊκής εξέγερσης παραμένουν στη χώρα και θα παραμείνουν, σύμφωνα με δήλωση του υπουργού Εξωτερικών του Μπαχρέιν (18/4/11), μέχρι να κρίνει η κυβέρνηση ότι το Ιράν δεν αποτελεί απειλή. Σημειωτέον ότι η μοναρχία του Μπαχρέιν χαρακτηρίζει τη λαϊκή εξέγερση «ξένο σχέδιο» και «συνομωσία για την ανατροπή του καθεστώτος», που υποκινείται από το Ιράν, προκειμένου να δικαιολογήσει το πρωτοφανές όργιο βίας και τρομοκρατίας που έχει εξαπολύσει.
Οι συλλήψεις ακτιβιστών της αντιπολίτευσης, διαδηλωτών, γιατρών και όσων θεωρούνται διαφωνούντες με το καθεστώς συνεχίζονται. Σύμφωνα με το «Κέντρο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Μπαχρέιν», 1.041 άνθρωποι έχουν συλληφθεί σε σχέση με την εξέγερση, από τους οποίους 400 περίπου παραπέμπονται να δικαστούν από στρατιωτικά δικαστήρια. Σε έκθεσή της για την κατάσταση στο Μπαχρέιν, που δόθηκε στη δημοσιότητα στα τέλη Απριλίου, η Διεθνής Αμνηστεία, αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι ο τόπος κράτησης όλων σχεδόν των συλληφθέντων παραμένει άγνωστος, ότι η κυβέρνηση αρνείται να δώσει πληροφορίες στις οικογένειές τους ή στους δικηγόρους τους και απαγορεύει τις επισκέψεις ή οποιαδήποτε επαφή μαζί τους, γεγονός που προκαλεί μεγάλη ανησυχία για την ασφάλεια και την τύχη τους, ιδιαίτερα μετά το θάνατο από βασανιστήρια τεσσάρων κρατουμένων στα χέρια της αστυνομίας. Αναφέρει επίσης ότι οι συλλήψεις γίνονται τα χαράματα από ομάδες στρατιωτών και ασφαλιτών, που εισβάλουν στα σπίτια σπάζοντας τις πόρτες, βρίζοντας και προπηλακίζοντας τους συγγενείς των συλληφθέντων και κατάσχοντας προσωπικά αντικείμενα, υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα, ακόμη και χρήματα, χωρίς να δίνουν κανένα έγγραφο γι’ αυτά. Ανάμεσα στους συλληφθέντες βρίσκονται ηγετικά στελέχη των κομμάτων της αντιπολίτευσης, που κατηγορούνται για απόπειρα «ανατροπής του καθεστώτος», και 18 γυναίκες, γιατροί, νοσοκόμες και εκπαιδευτικοί.
Συνεχίζονται η κατάληψη από το στρατό του νοσοκομείου Σαλμανίγια, του μεγαλύτερου και πιο σύγχρονου νοσοκομείου της χώρας, οι επιδρομές σε άλλα νοσοκομεία και ιατρικά κέντρα για τη σύλληψη τραυματισμένων διαδηλωτών καθώς και οι μαζικές συλλήψεις γιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού, που περιέθαλψαν τραυματισμένους διαδηλωτές. Στις 30 Απριλίου, η κυβέρνηση του Μπαχρέιν ανακοίνωσε ότι 23 γιατροί και 23 νοσοκόμες και παραϊατρικό προσωπικό παραπέμπονται να δικαστούν σε στρατιωτικά δικαστήρια για παράβαση καθήκοντος και διάπραξη «φρικιαστικών εγκλημάτων» (υποστήριξαν τα παράνομα αιτήματα των συνομωτών και τις εκκλήσεις για ανατροπή του καθεστώτος, χρησιμοποίησαν τις εγκαταστάσεις του νοσοκομείου για να κρύψουν ανθρώπους που καταζητούνταν και να αποθηκευτούν βαριά όπλα, χρησιμοποίησαν ασθενοφόρα για να μεταφέρουν όπλα και διαδηλωτές και πραγματοποίησαν μη αναγκαίες χειρουργικές επεμβάσεις σε τραυματίες για να δραματοποιήσουν την κατάστασή τους και να συγκινήσουν την κοινή γνώμη).
Με τις κατηγορίες αυτές, οι κατηγορούμενοι γιατροί και νοσηλευτές πιθανότατα θα έχουν την τύχη των 7 διαδηλωτών που καταδικάστηκαν στις 27 Απριλίου από στρατιωτικό δικαστήριο, με την κατηγορία του φόνου εκ προμελέτης δύο αστυνομικών πέφτοντας πάνω τους με αυτοκίνητο, καθώς στρατός και αστυνομία επιχειρούσαν να διαλύσουν μεγάλη αντικυβερνητική διαδήλωση. Στους 4 από τους κατηγορούμενους επιβλήθηκε η θανατική ποινή και στους 3 ισόβια κάθειρξη. Είναι η τρίτη φορά μέσα σε 30 χρόνια που επιβάλλεται η θανατική ποινή σε πολίτες του Μπαχρέιν. Είναι προφανές ότι μ’ αυτόν τον τρόπο η απόλυτη μοναρχία του Μπαχρέιν θέλει να στείλει ένα ακόμη τρομοκρατικό μήνυμα σ’ όσους τολμήσουν να την αμφισβητήσουν και να διεκδικήσουν στοιχειώδεις αστικοδημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες πιθανόν θα επιτρέψουν να ενισχυθεί ο πολιτικός ρόλος των σιιτικών πολιτικών δυνάμεων, να διαταραχτεί η πολιτική ισορροπία στην περιοχή του Κόλπου και να ενισχυθεί η θέση του Ιράν.
Το πιο εξοργιστικό είναι ότι το πρωτοφανές όργιο βίας και τρομοκρατίας που έχει εξαπολύσει η μοναρχία των Αλ Χαλίφα και η κατάφωρη καταπάτηση των πιο στοιχειώδικων ανθρώπινων και πολιτικών δικαιωμάτων καλύπτεται από ένα πέπλο σιωπής, την ίδια στιγμή που η Ουάσιγκτον, το Παρίσι, το Λονδίνο και οι λοιποί δυτικοί «ανθρωπιστές» έχουν αναλάβει την «προστασία των αμάχων» στη Λιβύη και κόπτονται για την «εγκαθίδρυση δημοκρατικού καθεστώτος» στη χώρα.