Ας αφήσουμε εντελώς έξω από την προβληματική μας τις αστυνομικές πτυχές της «υπόθεσης Αλεξ». Οχι μόνο γιατί έτσι κι αλλιώς αποτελούν τη δευτερεύουσα πλευρά, αλλά και γιατί τίποτα δεν είναι καθαρό ακόμα. Η ίδια η Αστυνομία ενεργεί υπό την ασφυκτική πίεση των ΜΜΕ, που έχουν εγκατασταθεί στη Βέροια και κάνουν το δικό τους παιχνίδι, με αποτέλεσμα η μια γκάφα να διαδέχεται την άλλη και η όποια έρευνα να γίνεται με συνεχείς διαρροές. Βλέπετε, έχουν τόσο λερωμένη τη φωλιά τους οι μπάτσοι (η ανικανότητα είναι η μικρότερη κατηγορία που μπορεί να τους προσάψει κανείς), που δεν έχουν τα κότσια να απαιτήσουν την απομάκρυνση των τηλεοπτικών συνεργείων από το χώρο ενέργειάς τους. Για να μη πούμε, βέβαια, για τη «λεζάντα» που περιμένουν να κάνουν οι επικεφαλής, όταν θα φτάσουν σε κάποιο σίγουρο αποτέλεσμα (ήδη ξεσκονίζουν τις μεγάλες στολές και γυαλίζουν τ’ αστέρια και τα παράσημα). Ας μείνουμε, λοιπόν, σ’ αυτό που θεωρείται δεδομένο και που έχει τροφοδοτήσει όλη τη φιλολογία, με προεκτάσεις κοινωνιολογικού χαρακτήρα.
Θεωρείται, λοιπόν, δεδομένο ότι ο μικρός σκοτώθηκε από μια παρέα συνομιλήκων του, οι οποίοι στη συνέχεια εξαφάνισαν το πτώμα, ενδεχομένως με τη βοήθεια κάποιου μεγάλου. Κι αρχίζει το γαϊτανάκι της χυδαίας κοινωνιολογίας, που κινείται στο γνωστό δίπολο «μαστίγιο και καρότο». Από τη μια εκείνοι που ζητούν αστυνομικού τύπου μέτρα για τις «συμμορίες ανηλίκων». Μέτρα που θα ξεκινούν από το σχολείο και θα επεκτείνονται στους δρόμους και τις πλατείες. Από την άλλη εκείνοι που αντιτείνουν ότι πρόκειται για παιδιά που βιώνουν δύσκολα παιδικά χρόνια, σε διαλυμένο οικογενειακό περιβάλλον, και προτείνουν μέτρα κοινωνικής πρόνοιας: συμβουλευτικούς θεσμούς, κοινωνικούς λειτουργούς στις γειτονιές και παιδοψυχολόγους στα σχολεία, βοήθεια στο σπίτι κ.λπ. κ.λπ.
Με την πρώτη κατηγορία τα πράγματα δεν είναι καθόλου δύσκολα. Ο χωροφύλακας βγάζει το πηλίκιο και πιάνει την πένα του δημοσιογράφου και το ματσούκι του τηλεσχολιαστή. Δεν έχουν κανένα πρόβλημα να φτιάξουν ακόμα και μια ψεύτικη πραγματικότητα, βαφτίζοντας συμμορίες ακόμα και τις γνωστές παιδικές παρέες και έγκλημα τη μικροπαραβατικότητα (ακόμα και το κλέψιμο μιας τσίχλας από το περίπτερο). Στο δικό τους μυαλό υπάρχει μόνο ο νόμος και η τάξη. Η πειθαρχία στο ζυγό του καπιταλισμού και η μετατροπή της κοινωνίας σε μια απέραντη φυλακή, στην οποία θα τιμωρείται ακόμα και η διαφορετικότητα. Οφείλουμε, όμως, να τους αναγνωρίσουμε ότι είναι ειλικρινείς. Δεν κρύβουν τις απόψεις τους.
Οφείλουμε ακόμα να αναγνωρίσουμε ότι η φαιά προπαγάνδα τους είναι αποτελεσματική. Απόδειξη τρανή η εικόνα των «νοικοκυραίων» της Βέροιας, που πηγαινοφέρνουν συνοδεία τα παιδιά τους στα σχολεία, λες και η πόλη τους έχει γεμίσει με ζόμπι που ρουφούν το αίμα μικρών παιδιών. «Φοβούνται», λένε. Τι φοβούνται; Και οι ίδιοι δεν ξέρουν, απλώς «φοβούνται». (Σε παλιότερο σημείωμα της στήλης μας είχε δοθεί η ευκαιρία να μιλήσουμε για το φόβο ως παράγοντα κοινωνικής παράλυσης, που χαρακτηρίζει τις ατομοκεντρικές κοινωνίες και αποτελεί στρατηγική επιλογή του καπιταλισμού).
Για μας πιο επικίνδυνοι είναι οι φορείς των άλλων απόψεων, των κοινωνικά ευαίσθητων. Οχι γιατί είναι οι περισσότεροι (μετρήστε μόνο πόσοι από δαύτους έχουν εμφανιστεί στα κανάλια και έχουν αρθρογραφήσει στις εφημερίδες την τελευταία βδομάδα) αλλά γιατί αποτελούν το αναγκαίο συμπλήρωμα των πρώτων. Οι τρομαγμένοι «νοικοκυραίοι», που κλεισμένοι στον οικογενειακό πυρήνα «φοβούνται» για τα παιδιά τους (αγνοώντας ότι αυτός ο «φόβος» δημιουργεί μικρά ασπόνδυλα τέρατα και όχι ελευθερογνώμονες ανθρώπους), ακούγοντας τα φουσκωμένα λόγια των κοινωνιολογούντων φοβούνται ακόμα πιο πολύ και στρέφονται προς τους οπαδούς της αστυνομικής αντίληψης, οι οποίοι τους προτείνουν μια λύση που τους φαίνεται πρακτικά εφαρμόσιμη. Το ίδιο δεν έγινε και με τα πρώτα μεγάλα κύματα του ρατσισμού απέναντι στους μετανάστες; Ετσι, ένας έρπων φασισμός μολύνει το κοινωνικό σώμα και κατακτά συνεχώς νέες θέσεις, σε συνδυασμό με το «βαθύ κάθισμα» του εργατικού κινήματος και την κυριαρχία του ατομοκεντρισμού.
Δεν θα έπρεπε, όμως, να ενισχυθούν οι απόψεις εκείνων που προτείνουν μέτρα κοινωνικής πρόνοιας για τα κακοπαθημένα παιδιά που γυρίζουν στους δρόμους; Οχι, κατηγορηματικά όχι. Οχι, γιατί όλοι αυτοί αποφεύγουν κάθε αναφορά στα πραγματικά αίτια αυτών των φαινομένων και λειτουργούν σαν αμορτισέρ που αποσβαίνει τους κραδασμούς του συστήματος. Εκείνο που προτείνουν είναι η δημιουργία μιας βιτρίνας, η οποία θα αποτελεί το συμπλήρωμα της κατασταλτικής πολιτικής του αστικού κράτους, η οποία και υπάρχει και θα ενισχυθεί, γιατί το κράτος δε φοβάται τόσο τη νεανική μικροπαραβατικότητα όσο τη γέννηση μέσα απ’ αυτή τη μικροπαραβατικότητα φαινομένων τύπου γαλλικών προαστίων.
Ποιος υποδεικνύεται ως ένοχος για το φαινόμενο των εγκαταλελειμμένων παιδιών; Η διαλυμένη οικογένεια. Και ποιος φταίει για τη διάλυση της οικογένειας; Και από πότε η οικογένεια, ενός θεσμός που έρχεται από το παρελθόν, από την εποχή της φεουδαρχίας, αναγορεύεται σε βασικό κύτταρο της κοινωνικής συγκρότησης; Για όλα αυτά είτε δεν μιλούν καθόλου είτε μιλούν όσο για να κουκουλώσουν την ουσία. Και βέβαια, ουδείς μιλά για την πλήρη αποδιάρθρωση των παραγωγικών σχέσεων, για τα κύματα της φτώχειας, για τις δυο και τρεις δουλειές που εξαναγκάζονται να εργάζονται οι «κεφαλές» της οικογένειας, με αποτέλεσμα τα παιδιά να βιώνουν την εγκατάλειψη και να αναζητούν ταυτότητα στην παρέα που τόσο εύκολα βαφτίζεται συμμορία. Μιλούν για τη ζημιά που κάνει η τηλεόραση με τις σκηνές βίας. Δε μιλούν, όμως, για τη βία του πολέμου, για τη βία της ανεργίας, για τη βία της κοινωνικής ανισότητας, για τη φυσική και τη συμβολική βία που βιώνει το παιδί σε κάθε του βήμα. Είναι δυνατόν να μη βιώσει ως βία, ένα παιδί από μια φτωχή εργατική οικογένεια, το γεγονός ότι γύρω του βλέπει χλιδή και πλούτο και το ίδιο δε μπορεί να ικανοποιήσει ούτε τις στοιχειώδεις ανάγκες του;
Ποιος απ’ αυτούς τους κοινωνιολόγους της δεκάρας αναρωτήθηκε αν η παιδική και νεανική παραβατικότητα δεν αποτελεί και μια πρωτόλεια και ανεπεξέργαστη πράξη αντίστασης στις τεράστιες ανισότητες του καπιταλισμού;
Ολα τα μέτρα που προτείνονται αποτελούν ασπιρίνες σε καρδιοπαθή στο τελευταίο στάδιο. Ο καπιταλισμός παράγει συνεχώς σε όλο και πιο διευρυμένη κλίμακα ανισότητες, φτώχεια, ηθική και πνευματική κατάπτωση, διαφθορά, εξαθλίωση. Αυτή είναι η αιτία για τη διάλυση της οικογένειας (που τόση σημασία είχε σε μια κοινωνία σαν την ελληνική) και για την όποια παιδική και νεανική παραβατικότητα, όπως και φαινόμενα τοξικοεξάρτησης, που έχουν πάρει τη μορφή επιδημίας. Οι διάφορες «δομές» έρχονται να κουκουλώσουν αυτή την πραγματικότητα, να την τυλίξουν μ’ ένα γυαλιστερό σελοφάν κοινωνικής ευαισθησίας.
Τι αντιπροτείνουμε εμείς; Την ευαισθησία του επαναστατικού αγώνα. Τη συγκρότηση μιας νέας συλλογικότητας, που δε θα προσφέρει ψεύτικες «ταυτότητες», αλλά θα επιτρέπει στο άτομο να αναδεικνύει όλα τα χαρίσματά του, υπηρετώντας κοινούς ευγενείς σκοπούς.
Πέτρος Γιώτης