Πολύ δύσκολες μέρες περνούν οι βρετανικές δυνάμεις που έχουν αναπτυχθεί στην επαρχία Χέλμαντ, ισχυρό προπύργιο των Ταλιμπάν, καθώς αντιμετωπίζουν μια «εκτεταμένη και καλά οργανωμένη εξέγερση», όπως αποκάλυψαν ανώτεροι βρετανοί αξιωματικοί στην εφημερίδα «The Sunday Telegraph» (2/7/06). Οι ίδιοι επισήμαναν ότι τα βρετανικά στρατεύματα «εμπλέκονται σε συνεχείς αιματηρές μάχες με τις δυνάμεις των Ταλιμπάν και της Αλ – Κάιντα», ότι επιχειρούν στο «μάξιμουμ της απόδοσής τους, σε δύσκολες συνθήκες και σε θερμοκρασίες μέχρι και 50 βαθμούς» και ότι η μαχητική τους ικανότητα θα αρχίσει γρήγορα να δοκιμάζεται, αν δεν τους δοθεί χρόνος να ξεκουραστούν και να συνέλθουν από την ψυχολογική και φυσική καταπόνηση των μαχών. Παράλληλα βέβαια αυξάνονται και οι απώλειες στις γραμμές τους. Μέσα σε τρεις βδομάδες από την ανάπτυξη 3.300 βρετανικών δυνάμεων στην επαρχία Χέλμαντ, στα πλαίσια της νατοϊκής αποστολής, έχουν σκοτωθεί πέντε στρατιώτες, οι δύο απ’ αυτούς, που ανήκαν στις επίλεκτες δυνάμεις SAS, την περασμένη Κυριακή, σε επίθεση με ρουκέτα στη βάση τους.
Στο ίδιο ζήτημα, στις σοβαρές δυσκολίες δηλαδή που αντιμετωπίζουν τα βρετανικά στρατεύματα στο Αφγανιστάν, επανέρχεται η «The telegraph» και στο επόμενο φύλλο της (3/7/06), στο οποίο, μεταξύ άλλων, επισημαίνονται τα εξής.
Οι βρετανοί διοικητές στο Αφγανιστάν παραδέχονται ότι οι Ταλιμπάν είναι καλά οργανωμένοι και εξοπλισμένοι και έχουν τη δυνατότητα να αποτελέσουν σοβαρή πρόκληση στις βρετανικές προσπάθειες να τεθεί υπό έλεγχο η επαρχία Χέλμαντ.
Υπολογίζεται ότι περίπου 1.000 μαχητές Ταλιμπάν έχουν ως βάση τους την επαρχία Χέλμαντ, όμως χιλιάδες άλλοι εκπαιδεύονται στα μαντράσας, τα ριζοσπαστικά ισλαμικά σχολεία, που λειτουργούν στα σύνορα του Πακιστάν, όπου είναι εύκολη υπόθεση η στρατολόγηση ανάμεσα στα 2.5 εκατομμύρια των αφγανών προσφύγων.
Οι βρετανοί αξιωματικοί φοβούνται ότι χωρίς κατεπείγουσες ενισχύσεις θα δυσκολευτούν να ελέγξουν μια επαρχία, η έκταση της οποίας είναι τετραπλάσια της Ουαλίας.
Οι διοικητές είναι βέβαιοι ότι μπορούν να νικήσουν τους Ταλιμπάν, όμως η κύρια ανησυχία τους είναι ότι οι Ταλιμπάν μπορούν αν ανασυντάσσονται, να επιστρέφουν στις πόλεις και να ανακτούν τον έλεγχο μόλις τα βρετανικά στρατεύματα αποσυρθούν στη βάση τους. «Είναι ανάγκη να μπορέσουμε να εγκαταστήσουμε μόνιμη στρατιωτική παρουσία σε όλες τις πόλεις κλειδιά και για να το κάνουμε χρειαζόμαστε περισσότερα στρατεύματα», δήλωσε ανώτερος βρετανός αξιωματικός.
Την ευθύνη της ασφάλειας στις κυριότερες πόλεις της επαρχίας Χέλμαντ υποτίθεται ότι επρόκειτο να αναλάβουν μονάδες του αφγανικού στρατού. Ομως μόνο 500 Αφγανοί έχουν στρατολογηθεί μέχρι στιγμής γι’ αυτό το σκοπό, οι οποίοι βρίσκονται ακόμη στο στάδιο της εκπαίδευσης και απαιτείται πολύς χρόνος ακόμη για να προετοιμαστούν να αντιμετωπίσουν τους καλά οργανωμένους και εξαιρετικά εμπειροπόλεμους Ταλιμπάν.
Την εικόνα συμπληρώνει ένα άλλο άρθρο της ίδιας εφημερίδας (The Telegraph, 2/7/060), με τίτλο τη δήλωση ενός 28χρονου ισλαμιστή μαχητή – στρατολόγου στην υπηρεσία του πασίγνωστου παλαίμαχου διοικητή των Ταλιμπάν Μουλά Νταντουλά: «Για κάθε Ταλιμπάν που εσείς σκοτώνετε, μπορώ να βρω περισσότερους από 20 που είναι πρόθυμοι να πάρουν τη θέση του στη μάχη».
Οι εξελίξεις αυτές δείχνουν ότι η βρετανική κυβέρνηση είχε υποτιμήσει τη δύναμη των Ταλιμπάν, τις δυσκολίες και τους κινδύνους που περίμεναν τη βρετανική αποστολή στο νότιο Αφγανιστάν, γεγονός που μέσα σε ελάχιστο χρόνο αναγκάζει το βρετανό διοικητή των νατοϊκών δυνάμεων στο Αφγανιστάν, στρατηγό Ντέιβιντ Ρίτσαρντ, να ζητά κατεπειγόντως ενισχύσεις σε άντρες, αεροπλάνα και ελικόπτερα.
Στο μεταξύ, πυκνώνουν οι επιθέσεις και μέσα στην Καμπούλ. Μόνο μέσα σε δύο μέρες έγιναν τέσσερις επιθέσεις με εκρηκτικά. Στις 4 Ιουλίου από ισχυρή έκρηξη κοντά στο προεδρικό μέγαρο στο κέντρο της αφγανικής πρωτεύουσας τραυματίστηκαν πέντε άνθρωποι και έσπασαν τα τζάμια του υπουργείου Αμυνας και άλλων γειτονικών κτιρίων. Την ίδια μέρα τραυματίστηκαν δύο αστυνομικοί από βόμβα τοποθετημένη στο οδόστρωμα στο ανατολικό τμήμα της Καμπούλ.
Στις 5 Ιουλίου έγιναν δύο εκρήξεις, από τις οποίες σκοτώθηκε ένα και τραυματίστηκαν τουλάχιστον 40 άτομα. Η μία έγινε σε λεωφορείο που μετέφερε στρατιώτες του αφγανικού στρατού για να αναλάβουν υπηρεσία στο κέντρο της πόλης, από την οποία, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του υπουργείου Αμυνας τραυματίστηκαν 40 στρατιώτες. Η δεύτερη χτύπησε ένα λεωφορείο που μετέφερε 16 υπαλλήλους του υπουργείου Εμπορίου στα βόρεια της πρωτεύουσας. Και οι δύο προκλήθηκαν από εκρηκτικά φορτωμένα σε κάρο.
Στις 5 Ιουλίου έγιναν δύο εκρήξεις, από τις οποίες σκοτώθηκε ένα και τραυματίστηκαν τουλάχιστον 40 άτομα. Η μία έγινε σε λεωφορείο που μετέφερε στρατιώτες του αφγανικού στρατού για να αναλάβουν υπηρεσία στο κέντρο της πόλης, από την οποία, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του υπουργείου Αμυνας τραυματίστηκαν 40 στρατιώτες. Η δεύτερη χτύπησε ένα λεωφορείο που μετέφερε 16 υπαλλήλους του υπουργείου Εμπορίου στα βόρεια της πρωτεύουσας. Και οι δύο προκλήθηκαν από εκρηκτικά φορτωμένα σε κάρο.
Μια μέρα αργότερα, στις 6 Ιουλίου, έχασε τη ζωή του ο 6ος βρετανός στρατιώτης, ένας αλεξιπτωτιστής, η μονάδα του οποίου πολεμούσε για να διαλύσει την πολιορκία της βάσης τους από τους Ταλιμπάν στην κοιλάδα Σανγκίν της επαρχίας Χέλμαντ. Η μάχη κράτησε τέσσερις ώρες και ήταν τόσο σφοδρή που δεν επέτρεπε στα ελικόπτερα Chinook να φέρουν ενισχύσεις. Στρατιωτική πηγή, σύμφωνα με την εφημερίδα «Times» (6/7/06), από την οποία αντλήσαμε την είδηση, περιέγραψε όλη την περιοχή «κέντρο των Ταλιμπάν» και αποκάλυψε ότι όλες οι βρετανικές βάσεις δέχονται καθημερινά επιθέσεις.