Ολο το ανφάν γκατέ των θιασωτών των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων των Πανεπιστημίων παρελαύνει από την Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής προκειμένου να στηριχθεί η προσπάθεια επιβολής του Επιχειρηματικού Πανεπιστήμιου και στη χώρα μας, κομμάτι της οποίας αποτελεί και το νομοσχέδιο για το νόμο πλαίσιο.
Τούτη τη φορά προσκεκλημένη ήταν η Γενική Γραμματέας της Ευρωπαϊκής Ενωσης Πανεπιστημίων Λέσλι Γουίλσον.
Ευθύς εξαρχής η κυρία Γουίλσον, κομίζοντας τα διαπιστευτήριά της, έδωσε και το χαρακτήρα της παρουσίας της. «Ιδρυθήκαμε το 2001 -είπε- διότι τα ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια αισθάνθηκαν ότι ήταν σημαντικό γι’ αυτά να συμμετέχουν και να αποκτήσουν μια φωνή δική τους στην εξέλιξη της διαδικασίας της Μπολόνια για την ανώτατη εκπαίδευση». Και συνέχισε: «Η Ευρωπαϊκή Ενωση Πανεπιστημίων…ως εταίρος στη διαδικασία αυτή εξαρχής καλωσόρισε τις διαφορετικές μεταρρυθμίσεις της διαδικασίας της Μπολόνια και βεβαίως πάντοτε ήταν πρόθυμη για μία συνεργασία με τα μέλη της και για την ενθάρρυνση των Πανεπιστημίων στο να εφαρμόσουν τις διάφορες μεταρρυθμίσεις που εγκρίνονταν».
Κοντολογίς, η Γενική Γραμματέας της Ενωσης, μας είπε ότι αυτή -η Ενωση- αποτελεί τον Δούρειο Ιππο στο χώρο των Πανεπιστημίων, προκειμένου αυτά να ενστερνιστούν τη διαδικασία της Μπολόνια.
Ως προερχόμενη από τον πανεπιστημιακό χώρο, βεβαίως, η Λέσλι Γουίλσον, δε μπορούσε παρά να ζητήσει την αύξηση της χρηματοδότησης της ανώτατης Παιδείας (θέμα, άλλωστε παραδεκτό απ’ όλο το φάσμα της πολιτικής εκπροσώπησης και των πανεπιστημιακών). Συνέδεσε όμως τη χρηματοδότηση αυτή με την ικανότητα των Πανεπιστημίων να «αποδείξουν την αποδοτικότητα και την αποτελεσματικότητά τους». Στο πλαίσιο αυτό μίλησε για «ένα σύστημα αποδόσεων ευθυνών», το οποίο, όπως διαφάνηκε από την τοποθέτησή της, αποτελείται από το σύστημα «διασφάλισης της ποιότητας» των Πανεπιστημίων (αξιολόγηση δηλαδή) και από τα συμβόλαια συμπεφωνημένων μεταξύ κράτους και ΑΕΙ.
Καλύτερο «κράχτη» της διαδικασίας της Μπολόνια δε θα μπορούσε να βρει το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, αν λάβει κανείς υπόψη ότι η κυρία αυτή δεν εκπροσωπεί τυπικά κυβερνήσεις, κεφαλαιοκράτες και επιχειρήσεις, αλλά Πανεπιστήμια.
Διθυράμβους απήγγειλε γι’ αυτή κάνοντας το μαύρο άσπρο: « Η διαδικασία της Μπολόνια θέλει να προετοιμάσει καλύτερα τους φοιτητές για την αγορά εργασίας. Θέλει να τους παρέχει περισσότερες δεξιότητες και προσόντα, θέλει να τους κάνει καλύτερους μελλοντικούς πολίτες» είπε.
Και πώς θα το κάνει αυτό; Μα με την εισαγωγή «των δομών των τριών κύκλων σπουδών», όπως ανέλυσε στη συνέχεια. Προφανώς η κ.Γουίλσον με τα παραπάνω δεν εννοεί καλύτερους επιστήμονες και κοινωνικά ευαισθητοποιημένους ανθρώπους. Οι «περισσότερες δεξιότητες και προσόντα» που επικαλείται, είναι οι δεξιότητες που απαιτούν οι τρέχουσες ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς εργασίας, οι γνώσεις μιας χρήσης και «οι καλύτεροι πολίτες», οι υποταγμένοι εργαζόμενοι στις αυξανόμενες ορέξεις του κεφαλαίου και των επιχειρήσεων.
Αλλωστε, σε όλη την ομιλία της περίοπτη θέση κατείχε η στενή σύνδεση της πανεπιστημιακής Παιδείας με την καπιταλιστική παραγωγή και την αγορά.
Μάλιστα διαπίστωσε ότι στην Ευρώπη, το θέμα αυτό είναι «πολύ σύνθετο» (προφανώς εννοούσε ότι δεν γίνεται εύκολα αποδεκτό) «διότι δεν υπάρχει τόσο έντονη παράδοση συνεργασίας μεταξύ Πανεπιστημίων και επιχειρηματικού κόσμου». Παρόλα αυτά, με καμάρι ανέφερε πως τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης Πανεπιστημίων «αναπτύσσουν συνεργασίες με εκπροσώπους μικρών, μεγάλων επιχειρήσεων και μεταφοράς τεχνογνωσίας».
Η Γενική Γραμματέας της Ενωσης έδωσε στη συνέχεια παραδείγματα του πώς εννοεί τη χρηματοδότηση της ανώτατης εκπαίδευσης και της έρευνας. Αναφέρθηκε στο σκληρό ανταγωνισμό μεταξύ των Ιδρυμάτων για «ερευνητικά συμβόλαια». Τα ΑΕΙ δηλαδή σφάζονται -για να επιβιώσουν ή για να βρεθούν σε μια καλύτερη θέση στη λίστα κατάταξης, η οποία γίνεται μετά την περίφημη αξιολόγησή τους- προκειμένου να υποβάλλουν προτάσεις για να λάβουν ερευνητικούς πόρους.
Βεβαίως η κ. Γουίλσον δεν μας είπε τι γίνονται αυτά τα ιδρύματα που εκ της φύσεώς τους (π.χ. Ιδρύματα θεωρητικών σπουδών ή σπουδών που δεν ανταποκρίνονται σε επιστήμες αιχμής) δεν έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν προτάσεις στις επιχειρήσεις ή το κράτος ή τι γίνεται με αυτά που οι προτάσεις τους δεν κρίνονται δελεαστικές.
Τα ευκόλως όμως εννοούμενα, φυσικά παραλείπονται, ειδικά αν προσφέρονται για μαύρες σκέψεις.
Απροκάλυπτα, η Λέσλι Γουίλσον, δήλωσε πως μιας και τελειώσαμε με «τα bachelor, τα διδακτορικά διπλώματα σε όλα αυτά τα επίπεδα» (τρεις κύκλοι σπουδών δηλαδή) «το μεγάλο ερώτημα είναι πώς θα βελτιώσουμε τους δεσμούς με τους διάφορους παράγοντες, πρωταγωνιστές, εταίρους, τις εταιρίες, τους εργοδότες διαφόρων ειδών, αλλά και το κράτος ως εργοδότη, τις μικρομεσαίες εταιρίες, τις μεγάλες εταιρίες, διαφορετικών ειδών εταίρους».
Και στη συνέχεια, κάνοντας πιο λιανά τη «βελτίωση των δεσμών» αναφέρθηκε στην εμπλοκή των εργοδοτών στην ανάπτυξη της διδακτικής ύλης, στη συζήτηση για τις διάφορες αρμοδιότητες των πτυχιούχων (τα επαγγελματικά δικαιώματα δηλαδή) κ.λπ.
Κοντολογίς, η Λέσλι Γουίλσον, περιέγραψε σε όλο του το μεγαλείο, το Πανεπιστήμιο που προσπαθούν να χτίσουν κεφάλαιο-κυβερνήσεις-πουλημένοι πανεπιστημιακοί στην ΕΕ. Ενα Πανεπιστήμιο αντίγραφο των επιχειρήσεων, που θα λειτουργεί με τα δικά τους ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, κυνηγώντας πόρους και φοιτητές-πελάτες, προσφέροντας ρηχές γνώσεις στενής, φθηνής κατάρτισης για τη μάζα (φυσικά αναφέρθηκε και στα Πανεπιστήμια της «αριστείας» που προφανώς απευθύνονται στην ελίτ).
Ενδιαφέρον είχαν στη συνεδρίαση αυτή της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων και οι ερωτήσεις των ελλήνων βουλευτών (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) προς τη Γενική Γραμματέα της Ενωσης, δηλωτικές και των προθέσεών τους ως προς τις νομοθετικές ρυθμίσεις που προωθούνται. Ολες μα όλες οι ερωτήσεις ζητούσαν περισσότερα στοιχεία για την κινητικότητα των φοιτητών (μέσω καθορισμού των σπουδών με πιστωτικές μονάδες), για τις μεθόδους επιλογής των πανεπιστημιακών συγγραμμάτων στην Ευρωπαϊκή Ενωση, για τον ανταγωνισμό των Πανεπιστημίων και τον διαχωρισμό τους σε αυτά «που ακολουθούν το academic excellence με υψηλούς ακαδημαϊκούς στόχους» για την ελίτ και σε «αυτά που θα περιορισθούν και θα επικεντρωθούν στη μεταφορά γνώσης στο τοπικό τους περιβάλλον» (ιδρύματα δηλαδή μεταλυκειακής κατάρτισης συνδεδεμένα με τις ανάγκες των τοπικών επιχειρήσεων), για τους τρόπους της ιδιωτικής χρηματοδότησης, για τη δυνατότητα «διασφάλισης της ποιότητας κατευθείαν από την αγορά και όχι από ακαδημαϊκούς θεσμούς, όπως στις ΗΠΑ, για τα συμπεφωνημένα μεταξύ κράτους-ΑΕΙ ως στοιχείο της αξιολόγησης κ.λπ.
Γιούλα Γκεσούλη








