Αγαπητά μου παιδιά
Χωρίς σχόλια, μπαίνουμε σήμερα στην ανάγνωση ενός πολύκροτου έργου πουστην εποχή του ήταν απαγορευμένο (σήμερα έχουν απαγορευτεί – εμμέσως πλην σαν φως ηλίου φαεινότερον – και οι εποχές).
«Η ημιπαρθένος Μαρί Κλαιρ ντε Βιρζινί, μαρκησία του Σαμονί, άφησε έναν βαθύ αναστεναγμό για να καλύψει τον ήχο της ευγενικής πορδής της. Το τεστ παρθενίας, απαραίτητη προϋπόθεση για την επικύρωση του τίτλου ευγενείας της από τον καρδινάλιο Κεραυνό και το χριστεπώνυμο πλην σατανώνυμο πλήρωμα της βρωμαιοκαθοδικής εκκλησίας, την οδηγούσε στο να γεύεται τις χαρές του έρωτα με όλους τους τρόπους πλην του παραδοσιακού τοιούτου, κάτι που την καθιστούσε μία εκ των ημιπαρθένων της «Αποστροφής» του Καρυωτάκη. Ωρες τώρα περίμενε την Roufiannette, την ταπεινή υπηρέτριά της, που την είχε στείλει να προμηθευτεί λίγο νευρικό σύστημα. Πλησίαζαν οι αποκριές και φέτος είχε αποφασίσει να ντυθεί mat jardinière, σε συνέχεια του rois που είχε ντυθεί πέρυσι. Τριγύριζε αναστατωμένη, με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της, από το δωμάτιο του πιάνου στο δωμάτιο του μπιλιάρδου και τανάπαλιν. Δεν μπορούσε να ησυχάσει από την ώρα που διάβασε τα νέα στην εφημερίδα “Les masquerades”, της οποίας ήταν συνδρομή3. Ποιος ήταν πάλι αυτός ο χωλός ευπατρίδης, ο Tres Gateaux, που την αναστάτωνε γλυκά με τις λεξίκαυλες δηλώσεις του; Ω! (με ω μέγα).
Ξανακοίταξε την φωτογραφία στην πρώτη σελίδα. Οχι, δεν ήταν κακοτυπωμένη, αυτός ήταν κακομούτσουνος, με τη σουβλερή κατατομή της δωρικής του προελεύσεως και την αιχμηρή απόληξή της σε μια μύτη που συνιστούσε παράνομη οπλοκατοχή. Δεν πέρασε δα πολύς καιρός από τότε που οι μετακινούμενοι από δέντρο σε δέντρο πρόγονοί του τον παράτησαν στο νότο της γηραιάς ηπείρου ως ανάθημα – ανάθεμα! – στο ναό του Πεομιλούντος Ερμού, στο ιερό άλσος της Ολυμπίας, μετά από γενική δυσφορία να συνεχίσουν την μακρά πορεία ως τον Καιάδα για χάρη του. Κι εκείνος, ω εκείνος, κατέβηκε τότε οριστικά από τα δέντρα και προσεταιρίσθηκε (προς + εταίρα) την εξουσία, χωροθετώντας την κίνηση των ανθρώπων – εχθρών του είδους του εν οδοίς τε και ρύμαις.
Τι λαμπρός ευπατρίδης! Τι ηρωική μορφή του μαινόμενου εκατονταετούς κυνωνικού πολέμου! Τον φανταζόταν να κατατρώγει τας βιβλιοθήκας ως πειναλέος αρουραίος της γνώσεως και να ωθεί την διάνοιά του εις ύψη δυσθεώρητα. Να φτάνει στα ΗΠΑτα στάδια της γνώσεως. Και τώρα… Τώρα μυριάδες δύσμοιρες διμοιρίες από ακίνητα στρατιωτάκια γύρω του, παρ’ όλα αυτά άνθρωποι, ω ναι άνθρωποι που φέρουν όπλο κι έχουν νευρικό σύστημα, όπως όλα τα ζώα. Και στη μέση Εκείνος να νομοθετεί, να κατακεραυνώνει τους οπτοπλινθορίπτες άλλοτε με κορόνες κι άλλοτε με κοτρόνες.
Ρίγος κατέκλυσε την ραχιτική ράχη της ημιπαρθένου Μαρί Κλαιρ ντε Βιρζινί του Σαμονί κι ο διάβολος χόρευε στα σκέλη της, φθάνοντας ως βαθιά στις μαύρες τρύπες του διαστήματος, στο χάος του διαστήματος ανάμεσα στα πόδια της. Αρχιζε ως φαγούρα εξ ακάρεων κι έτσι κατέληγε. Μια φούντωση, μια φλόγα που είχε μέσα στην καρδιά, κατέβαινε τρεις πιθαμές χαμηλότερα και την κατέκλυζε σαν άκουγε το απόσταγμα της αρχαιότητας να εκσπερματίζεται δια στόματος του αγνού αυτού πατριώτη. Σπόροι μεταλλαγμένοι που θα φύονταν στα τσιμενταρισμένα άστεα με τους τσιμενταρισμένους νόες. Ούτος ήτο ο καλός σπορεύς κι ας μην φορούσε ποτέ κράνος, την ώρα που οι αθώοι, ακίνητοι υφιστάμενοί του επέδραμαν να κοστολογήσουν την μη χρήση του από το πόπολο. Κι ας έπτυε αγενώς ο ευγενής επί του κυνωνικού προσώπου κι ας ακύρωνε κεκτημένα δεκαετιών ως αναχρονιστικά και μη έχοντα θέση εις την νέα εποχή. Η μαρκησία μπορούσε να του τα συγχωρήσει όλα, αρκεί να βρισκόταν κοντά του, να την ανάγκαζε δια της θεσμοθετημένης βίας να πάψει τις ευγενικές πορδές της, σαν κι αυτή που για πολλοστή φορά θρασεία κι ασυγκράτητος τράνταξε το δωμάτιο του πιάνου. “Ω, Tres Gateaux”, αναστέναξε ξανά αγγίζοντας τη φωτογραφία κι αφήνοντας το αποτύπωμά της στο φρέσκο μελάνι, “ω εσείς σοφέ ιππότη, πιθανή μετεμψύχωση του Φαλλοκρούστη και του
Ξεφτιλόστρατου, ω εσείς!”…».
Mariette Jeanaque de la Coutsique
“Les misérables sont ici”