Η μέρα ξεκίνησε με το θέμα των πρακτικών, το οποίο έθεσε ο Χρήστος Τσιγαρίδας. Είπε πως δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχουν πρακτικά στη διάθεση των κατηγορούμενων, των συνηγόρων και των δημοσιογράφων και να μπορεί ο καθένας να λέει και να γράφει ό,τι θέλει, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα αντίκρουσης των ανακριβειών. Για παράδειγμα –είπε- χθες κάποιος τηλεοπτικός σταθμός ανέφερε ότι ο Τσιγαρίδας ανέλαβε και την ευθύνη για κάποιες ενέργειες του ΕΛΑ, ενώ βεβαίως τέτοιο θέμα δεν υπήρξε. Ζήτησε να αποφασίσει το δικαστήριο την απομαγνητοφώνηση των πρακτικών σε καθημερινή βάση. Αν δεν γίνει αυτό, ζήτησε να δίνονται τα πρακτικά τουλάχιστον σε μορφή ηλεκτρονική, για να μπορούν να κάνουν χρήση όσοι θέλουν. Γιατί, βέβαια, μαγνητοφώνηση και βιντεοσκόπηση της δίκης γίνεται.
Την πρόταση αυτή υποστήριξε και ο Κ. Αγαπίου ο οποίος αναφέρθηκε επίσης στο θέμα της βιντεοσκόπησης της δίκης, που γίνεται ερήμην των κατηγορουμένων, ερήμην ίσως και του ίδιου του δικαστήριου. Επιχειρηματολογία υπέρ του αιτήματος (και όχι παράκλησης) ανέπτυξαν και συνήγοροι υπεράσπισης, διευκρινίζοντας ότι δεν συνδέουν το αίτημα με τη δημοσιότητα της δίκης, αλλά με την τήρηση των πρακτικών, η οποία είναι στη δικαιοδοσία του δικαστήριου. Εσείς να πάρετε απόφαση -είπε χαρακτηριστικά ο Ν. Δαμασκόπουλος- και από εκεί και πέρα ας βρει το υπουργείο Δικαιοσύνης τον τρόπο να πληρωθεί η εταιρία που κάνει την απομαγνητοφώνηση.
Η πρόεδρος κ. Μπρίλλη έδειξε να έχει πρόβλημα κατανόησης του ζητήματος που τέθηκε. Είπε πως επικοινώνησε η ίδια με την εταιρία που κρατούσε τα πρακτικά στην προηγούμενη δίκη και πως της είπαν πως οι ίδιοι είναι έτοιμοι να κάνουν την ίδια δουλειά, αλλά είναι θέμα πληρωμής τους. Διαβεβαίωσε ότι η δίκη δεν βιντεοσκοπείται (αυτό βέβαια ούτε η ίδια το πιστεύει, αλλά τι να πει;) και επιφυλάχτηκε επί του αιτήματος για την απομαγνητοφώνηση των πρακτικών. Αργότερα, ανακοίνωσε απόφαση για δυνατότητα μαγνητοφώνησης της δίκης μόνο από τους συνηγόρους και έδωσε εντολή να απαγορευτεί η κατοχή κασετόφωνου από οποιονδήποτε άλλο! Οταν ξεσηκώθηκαν οι δημοσιογράφοι, άλλαξε την απόφαση και μας επέτρεψε τα κασετόφωνα! Και στο τέλος είπε να περιμένουμε μήπως συνεννοηθεί ο Δικηγορικός Σύλλογος με το υπουργείο Τύπου για να γίνεται και σ’ αυτή τη δίκη η απομαγνητοφώνηση των πρακτικών όπως στην προηγούμενη.
Στη συνέχεια, άρχισε η ανάπτυξη των ενστάσεων από τη μεριά των κατηγορούμενων, με πρώτη την ένσταση για κακή σύνθεση του δικαστήριου.
Ενσταση κακής σύνθεσης
Η ένσταση για κακή σύνθεση του δικαστήριου αναφέρεται στον τρόπο επιλογής των δικαστών για τις συγκεκριμένες δίκες. Πρόκειται για ρύθμιση που έκανε ο Πετσάλνικος με το νόμο 3090 του 2002, λίγο πριν ξεκινήσει η «δίκη της 17Ν». Ηταν ένας νόμος ad hoc για τις συγκεκριμένες περιπτώσεις δικών, για να μπορούν να ελέγχουν καλύτερα τις συνθέσεις των δικαστηρίων. Ετσι, η κλήρωση των δικαστών, των αναπληρωτών τους και των τακτικού και αναπληρωματικού εισαγγελέα δεν γίνεται από το σύνολο των υπηρετούντων στο Εφετείο της Αθήνας, αλλά από ένα υποσύνολο που δεν ξεπερνά το 10% του συνόλου. Μ’ αυτό τον τρόπο παραβιάζεται η αρχή του «φυσικού δικαστή» και έχουμε στην πραγματικότητα προεπιλογή-ορισμό των δικαστών.
Την ένσταση υπέβαλε η υπεράσπιση Τσιγαρίδα και η υπεράσπιση Κασσίμη. Συντάχθηκε η υπεράσπιση Αθανασάκη, ενώ η υπεράσπιση Αγαπίου δήλωσε ότι ο εντολέας της δεν θέλει να υποβληθεί καμιά ένσταση γιατί θεωρεί ότι η διαδικασία δεν τον αφορά. Η υπεράσπιση Κανά δεν συντάχθηκε με την ένσταση δηλώνοντας ότι θα υποβάλει μόνο ένσταση αναρμοδιότητας του δικαστήριου.
Οση ώρα οι συνήγοροι ανέπτυσσαν τις απόψεις τους και σφυροκοπούσαν τη σχετική διάταξη, που δίνει το χαρακτήρα του ειδικού ακόμα και στον τρόπο επιλογής των δικαστών για τις συγκεκριμένες δίκες, η πρόεδρος κ. Μπρίλη, εμφανώς αμήχανη, προσπαθούσε να δικαιολογήσει τον τρόπο επιλογής, με το επιχείρημα ότι ορισμένοι δικαστές έχουν προβλήματα υγείας και δεν μπορούν να φέρουν σε πέρας δίκες μεγάλης διάρκειας και γι’ αυτό επιλέχτηκε αυτός ο τρόπος επιλογής. Ομως, αν αυτός ήταν ο λόγος, θα μπορούσαν κάλλιστα να αυτοεξαιρεθούν οι συγκεκριμένοι δικαστές και όχι να ορίζεται εκ των προτέρων ένας μικρός κλειστός αριθμός, χωρίς μάλιστα να ανακοινώνονται κριτήρια επιλογής.
Το δικαστήριο όπως αναμενόταν, απέρριψε την ένσταση. Η είδηση δεν βρίσκεται σ’ αυτό αλλά στο ότι δεν έδωσε ούτε μια συνοπτική αιτιολογία. Αυτό μας δίνει μια γεύση και για την τελική απόφαση που θα είναι επίσης χωρίς καμιά αιτιολογία.
Ενσταση για τη δημοσιότητα της δίκης
Στη συνέχεια αναπτύχθηκε ένσταση για την απαγόρευση της ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης της δίκης. Ως γνωστόν, αυτή η απαγόρευση θεσπίστηκε με το νόμο 3090/2002 του Πετσάλνικου και έχει καθαρά φωτογραφικό χαρακτήρα για τις συγκεκριμένες δίκες. Ο σκοπός είναι προφανής: με την απαγόρευση της τηλεοπτικής μετάδοσης οι απόψεις των κατηγορούμενων μένουν ερμητικά κλεισμένες στους τοίχους ενός δικαστήριου που συνεδριάζει στην άκρη της πόλης, ενώ τα ρεπορτάζ των εφημερίδων δε μπορούν να σβήσουν την εικόνα που δημιουργήθηκε για τους κατηγορούμενους την περίοδο της τρομολαγνείας, όταν διαπομπεύτηκαν σύμφωνα με σχέδιο που εκπονήθηκε από την «αντιτρομοκρατία» και υλοποιήθηκε από τους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ και μερικά πρόθυμα παπαγαλάκια τους. Ειδικά για τη συγκεκριμένη δίκη, το θάψιμο είναι πλήρες.
Οι συνήγοροι υπεράσπισης Σ. Καμπάνης, Σ. Φυτράκης, Τ. Χριστοδουλοπούλου, Ν. Δαμασκόπουλος, Α. Κωνσταντάκης, Κ. Ιατροπούλου, Δ. Μπελαντής ανέπτυξαν την ένστασή τους με επιχειρήματα πολιτικά και νομικά, αποδεικνύοντας ότι παραβιάζεται ευθέως το Σύνταγμα, προκειμένου να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένες πολιτικές σκοπιμότητες.
«Οιωνεί προσωρινό δεδικασμένο»
Πριν ακόμα κατατεθούν και συζητηθούν οι ενστάσεις της υπεράσπισης, η πρόεδρος του δικαστηρίου έβγαλε την ετυμηγορία της, κάνοντας λόγο για «οιωνεί προσωρινό δεδικασμένο» των αποφάσεων που πήρε το έκτακτο στρατοδικείο Νο1 στη «δίκη της 17Ν».
Είχε κατατεθεί ένα αίτημα από πλευράς υπεράσπισης, που έλεγε ότι οι συνήγοροι της πολιτικής αγωγής δεν δικαιούνται να παίρνουν το λόγο και να υποβάλουν ερωτήσεις για θέματα που αφορούν την κατηγορία της «ένταξης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση», γιατί για το συγκεκριμένο αδίκημα δεν υπάρχει παράσταση πολιτικής αγωγής. Εκεί λοιπόν η κ. Μπρίλλη αποφάνθηκε ότι το θέμα αντιμετωπίστηκε στην πρώτη δίκη, τις αποφάσεις της οποίας η ίδια θεωρεί ως «οιωνεί προσωρινό δεδικασμένο». Με άλλα λόγια, όσες ενστάσεις και αν υποβληθούν, θα πάνε στο καλάθι των σκουπιδιών. Απλά, θα χαθούν μερικές μέρες δίκης, για να φανεί πως όλα γίνονται άψογα, ανεξάρτητα και δίκαια.
Ακόμα πιο προκλητικός ο τακτικός εισαγγελέας Πατσής ζήτησε να μη μπορούν να παίρνουν το λόγο οι συνήγοροι υπεράσπισης σε αιτήματα και ενστάσεις που έχουν υποβάλει οι συνάδελφοί τους άλλου κατηγορούμενου! Δηλαδή, η πολιτική αγωγή να παίρνει το λόγο και να υποβάλει ερωτήσεις για μια κατηγορία για την οποία δεν παρίσταται, αλλά η υπεράσπιση να μη τοποθετείται πάνω σε όλα τα ζητήματα που ανοίγουν. Φυσικά, η πρόταση αυτή του εισαγγελέα ήταν ευθέως παράνομη και η πρόεδρος την παρέκαμψε κομψά, όμως οι προθέσεις φάνηκαν καθαρά. Θέλουν μια δίκη-εξπρές, με προαποφασισμένο αποτέλεσμα, όπως ακριβώς απαιτούν εκείνοι που οργάνωσαν τις συλλήψεις και την προκλητική (και ανατριχιαστική) δικογραφία.
Η ανάσα του φασισμού
Ευθεία επίθεση στο βούλευμα και στην κατασταλτική λογική που το διέπει έκανε ο συνήγορος υπεράσπισης της Ειρήνης Αθανασάκη, Αρης Κωνσταντάκης. Και για του λόγου το αληθές διάβασε ένα απόσπασμα από τη σελίδα 232β του βουλεύματος, που αναφέρει επί λέξει τα εξής:
«Βέβαια το δικαίωμα των πολιτών σε ασφάλεια προσβάλλεται βάναυσα με τις αξιόποινες πράξεις που τελούνται από εγκληματικές οργανώσεις και ότι δεν μπορεί να παρασχεθεί αποτελεσματικότερη προστασία στους πολίτες παρά μόνο μέσα από λελογισμένο περιορισμό των ατομικών ελευθεριών τους, προβλέφτηκαν αυξημένες και συγκεκριμένες δικαστικές εγγυήσεις».
Ας παραβλέψουμε την κακοποίηση της ελληνικής γλώσσας και ας σταθούμε στην ουσία, που βρίσκεται στον «λελογισμένο περιορισμό των ατομικών ελευθεριών», προκειμένου να εξασφαλιστεί η «ασφάλεια». Μέχρι πριν μερικά χρόνια, η αστική δημοκρατία καμάρωνε για τις ατομικές ελευθερίες που περιλάμβανε στα συνταγματικά και νομικά της πλαίσια. Μπορεί να περιορίζονταν αυτές οι ελευθερίες, μπορεί να ήταν εν τοις πράγματι ανύπαρκτες, σε διακηρυκτικό επίπεδο όμως ήταν παρούσες και γίνονταν σημαίες στα χέρια των οπαδών του αστικού φιλελευθερισμού. Πλέον, όμως, βρισκόμαστε στην εποχή του δόγματος Μπους. Βρισκόμαστε στην εποχή του δόγματος Κακαουνάκη. Γι’ αυτό και κάποιοι περιδεείς και πάντα πρόθυμοι να υπηρετήσουν την εξουσία δικαστές αισθάνονται ότι έχουν πια το ελεύθερο να μας τυλίγουν με την καυτή ανάσα του φασισμού.
Υποκριτές
Την απαγόρευση της τηλεοπτικής κάλυψης, που αποφασίστηκε ad hoc λίγο πριν ξεκινήσει η «δίκη της 17Ν», υπερασπιζόταν σε ημερίδα που οργανώθηκε στο Κολλέγιο Αθηνών ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης και πνευματικός πατέρας του τρομονόμου Μ. Σταθόπουλος (άνθρωπος που ως πανεπιστημιακός το μόνο για το οποίο φρόντιζε ήταν να τα έχει καλά με όλες τις εξουσίες). Καλώς δε μπήκε η κάμερα στη δικαστική αίθουσα, έλεγε κορδωμένος ο κ. Σταθόπουλος, διότι υπήρχε ο κίνδυνος η πληροφορία να γίνει εμπόρευμα και θέαμα και να επηρεαστούν οι παράγοντες της δίκης.
Πληρωμένη απάντηση του έδωσε ο καθηγητής Βασίλης Καρύδης, που υπήρξε και συνήγορος υπεράσπισης του Δ. Κουφοντίνα: «Αφού προηγουμένως μέσα στην αγορά έγινε η περιφορά των κομματιών τους, μετά μας έπιασε ευαισθησία μήπως με την τηλεοπτική κάλυψη προσβληθούν παράγοντες της δίκης. Τουλάχιστον για την ισότητα των όπλων οι κατηγορούμενοι θα έπρεπε να είχαν τη δυνατότητα να πουν και να δείξουν ποιοι είναι». Για τον κ. Καρύδη ήταν καθαρή πολιτική σκοπιμότητα ο εξοβελισμός της τηλεόρασης από τη δίκη.
Οσο για το επιχείρημα του κ. Σταθόπουλου περί μη επηρεασμού των παραγόντων της δίκης, θα θέλαμε να του πούμε τα εξής: Στο δημιούργημά του, τον τρομονόμο, στέρησε από τους κατηγορούμενους για «τρομοκρατία» το φυσικό τους δικαστή, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο στο οποίο πλειοψηφούν λαϊκοί δικαστές, με το επιχείρημα ότι οι λαϊκοί δικαστές επηρεάζονται και φοβούνται, ενώ οι επαγγελματίες δικαστές είναι ατρόμητοι και ανεπηρέαστοι. Οταν πρόκειται για την τηλεοπτική μετάδοση, ανακαλύπτει κίνδυνου επηρεασμού. Ας μην υποτιμά τόσο τη νοημοσύνη μας.