Με την έναρξη της συνεδρίασης ζήτησε να κάνει μια δήλωση ο Κ. Αγαπίου. Ανέφερε ότι η υπηρεσία TELETEXT της ΕΡΤ, μεταξύ των άλλων ειδήσεων, μεταδίδει κείμενο με τίτλο «ΕΛΑ: Ενοχοι για 8 εκρήξεις», το οποίο αναφέρει ότι ο εισαγγελέας Ανδρειωτέλλης ζήτησε να κριθούν ένοχοι οι 5 εκ των 6 κατηγορούμενων, τους οποίους αναφέρει ονομαστικά, για 8 εκρήξεις, να απαλλαγούν για άλλες 2, λόγω παραγραφής, και να απαλλαγεί ο Γ. Σερίφης.
Πώς και πότε η υπηρεσία αυτή γνωρίζει το περιεχόμενο της εισαγγελικής πρότασης; ρώτησε ο Αγαπίου, για να σπεύσει ο πρόεδρος να παρατηρήσει ότι δεν είναι η πρώτη φορά που τα ΜΜΕ σπεύδουν και γράφουν ανακρίβειες. Αν δεν είναι ακριβής η είδηση –συνέχισε ο Αγαπίου- τότε λειτουργεί το γνωστό κέντρο, πάντα στην ίδια κατεύθυνση. Προεξοφλείται και η η απόφαση του δικαστηρίου, κατέληξε. Δεν είναι κάποιος δημοσιογράφος, κάποια εφημερίδα. Πρόκειται για την επίσημη υπηρεσία πληροφόρησης της ΕΡΤ.
Αργότερα, ο Αγαπίου κατέθεσε δελτίο του «Αθηναϊκού Πρακτορείου», το οποίο αποτέλεσε την πηγή της ΕΡΤ. Το «βαθύ κράτος» βρίσκεται πίσω απ’ αυτό, είπε.
Ο εισαγγελέας, «ζεματισμένος», ζήτησε πρώτα να επιβεβαιωθεί το γεγονός και αν είναι ακριβή τα όσα είπε ο Αγαπίου, να σταλεί απόσπασμα των πρακτικών στον εισαγγελέα ποινικής δίωξης για να διακριβωθεί η τυχόν τέλεση αξιόποινης πράξης.
Συνεχίζοντας την αγόρευσή του, εδέησε για πρώτη φορά να αναφέρει πως για τον Μ. Κασίμη δεν έχει προκύψει κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο, ούτε άμεσα ούτε έμμεσα. Γιατί κατάλαβε πως η παπαριά κάποιου δημοσιογράφου προέκυψε από τη δική του στάση, που δεν διαχώρισε ευθύς εξαρχής τον Κασίμη. Αυτός ξέρει γιατί δεν έκανε από την πρώτη στιγμή αυτό που αναγκάστηκε να κάνει μετά τη δήλωση Αγαπίου.
Συνεχίζοντας ο εισαγγελέας επανήλθε στην αξιοπιστία της Κυριακίδου και της Τόγκα, διαστρεβλώνοντας ευθέως αυτά που προέκυψαν από την κατ’ αντιπαράσταση εξέταση. Η Τόγκα –είπε- αναγνώρισε την Κυριακίδου, η Κυριακίδου δεν αναγνώρισε την Τόγκα! Μιλάμε για πλήρη διαστροφή της πραγματικότητας.
Ο εισαγγελέας επανήλθε στα αποτυπώματα απαντώντας με καθυστέρηση 24 ωρών στην εύλογη απορία του Αρη Κωνσταντάκη, τι ήταν αυτά που διάβαζε την προηγούμενη μέρα. Αναφέρθηκε, λοιπόν, σε δυο βιβλία, ενός Αγγλου και ενός Γερμανού, τα οποία έψαξε και βρήκε!! (δεν τα έφερε να τα δείξει, πάντως). Δεν τα σπουδαιολόγησε, πάντως, διότι –όπως είπε- αναφέρονται σε προγενέστερο χρόνο (παραγραφή). Απλώς, θέλησε να υπερασπιστεί την Ασφάλεια που, αν ήθελε, θα κατασκεύαζε πρόσφατα αποτυπώματα (μεγαλοφυής συλλογισμός!).
Αμέσως μετά ασχολήθηκε ειδικά με την Αθανασάκη. Ποια ήταν τα πρόσθετα ενοχοποιητικά στοιχεία για την Αθανασάκη; Το ότι στο σπίτι της βρέθηκε ένας άδειος κάλυκας, δυο βολίδες (μια επίχρυση και μια επάργυρη), ένα πληροφοριακό δελτίο του ΕΛΑ, το βιβλίο των Μανόλη Πιμπλή και Σούλας Λαζαρίδου «Πώς δουλεύει η Ασφάλεια» και (κρατηθείτε) 4 κατσαβίδια. Τόσο δεξιοτέχνης ήταν και είχε τέσσερα κατσαβίδια μια γυναίκα; αναφώνησε ο εισαγγελέας και… μας έριξε όλους τέζα.
Πράγματα που μπορούν να βρεθούν σε εκατοντάδες σπίτια, θεωρούνται ενοχοποιητικά ειδικά για την Αθανασάκη.
Φυσικά, ο δαιμόνιος Κλουζό δεν έθεσε στον εαυτό του το απλό ερώτημα: Αν η Αθανασάκη ήταν μέλος του ΕΛΑ, γιατί να κρατάει ενοχοποιητικά στοιχεία στο σπίτι της, σχεδόν μια δεκαετία μετά τη διάλυση του ΕΛΑ; Αυτά, όμως, είναι ερωτήματα που τα υπαγορεύει η κοινή λογική, η οποία πετιέται στα σκουπίδια όταν πρέπει να παραχθεί «αντιτρομοκρατικό» έργο.
Και η κατακλείδα: Δεν μπορούν να κηρυχθούν ένοχοι κατά το κατηγορητήριο, διότι κανείς δεν κατέθεσε ότι τους είδε σε κάποια ενέργεια, ούτε η Κυριακίδου. Γι’ αυτό να μετατραπεί το κατηγορητήριο και να κηρυχθούν ένοχοι απλής συνέργειας σε έκρηξη κατ’ εξακολούθηση. Ο μεν Κανάς λόγω υλικής και ψυχικής συνδρομής (κατασκεύαζε τους εκρηκτικούς μηχανισμούς ως ηλεκτρολόγος και νοίκιαζε τα κρησφύγετα), οι δε Τσιγαρίδας, Αγαπίου και Αθανασάκη λόγω ψυχικής συνδρομής. Ο μεν Τσιγαρίδας γιατί ανέλαβε την πολιτική ευθύνη, οι δε Αγαπίου και Αθανασάκη επειδή τους είδαν στην Πολέμωνος.
Ο αναπληρωτής εισαγγελέας Νίκας, ο οποίος δεν είχε ακουστεί καθόλου στη διάρκεια της δίκης (ερωτήσεις υπέβαλε μόνο σε κάποιους μάρτυρες στην υπόθεση Σερίφη), είπε πως σε σχέση με την παραγραφή αναφέρεται στην αγόρευση του συναδέλφου του.
Ξεκίνησε από τον Μ. Κασίμη, για τον οποίο ζήτησε να κηρυχθεί αθώος, διότι δεν προέκυψε τίποτα.
Για τον Γ. Σερίφη είπε πως το μόνο στοιχείο είναι ο Κορωναίος, που έπεσε σε αντιφάσεις. Ο κατηγορούμενος και οι μάρτυρές του αμφισβήτησαν την κατηγορία, γι’ αυτό πρότεινε την απαλλαγή του, αναφερόμενος ιδιαίτερα στις καταθέσεις των αξιωματικών της Αντιτρομοκρατικής που διέψευσαν τον Κορωναίο. Οι αστυνομικοί αυτοί σεβάστηκαν πράγματι τον όρκο τους, σημείωσε.
Για τον Τσιγαρίδα είπε πως πρόκειται για έναν ευφυή άνθρωπο, επιστήμονα, που ανέλαβε την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή του στον ΕΛΑ. Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ήταν δογματικός καθοδηγητής της οργάνωσης, που ενίσχυε τις αποφάσεις και τη δράση των μελών της.
Για τον Αγαπίου αναφέρθηκε στις καταθέσεις Σιώζου και Πομώνη, χαρακτηρίζοντας τη Σιώζου φυσιογνωμίστρια που συγκράτησε τα χαρακτηριστικά του στην Πάτμου.
Αναφέρθηκε ακόμη στην κατάθεση Γιαννακούρη που απεφάνθη εμπεριστατωμένα -κατά την άποψη του εισαγγελέα- ότι τα αποτυπώματα στις προκηρύξεις ανήκουν στους Αγαπίου και Αθανασάκη. Αυτό αποδεικνύει ότι είχαν ευθεία και άμεση συμμετοχή στην οργάνωση και ήρθαν σε επαφή με τις προκηρύξεις. Για την Αθανασάκη –συμπλήρωσε- κατηγορηματική ήταν και η Τόγκα (εκεί τα μπέρδεψε λίγο με το ποια ήταν η Μυρτώ και ποια η Σκουτουδάκη, αλλά του το είπαν και το διόρθωσε). Αναφέρθηκε ακόμα στην κατάθεση της Κυριακίδου και στα όσα είπε για την Αθανασάκη. Προκύπτει, λοιπόν, και για την Αθανασάκη ευθεία συμμετοχή της στον ΕΛΑ.
Για τον Κανά αναφέρθηκε στην Κυριακίδου, η οποία έχει λόγους εκδίκησης, όμως οι καταθέσεις της δεν είναι οι μοναδικές, αλλά ενισχύονται από τις καταθέσεις Σιώζου-Πομώνη, από την ενοικίαση διαμερισμάτων με ψεύτικα ονόματα, στην Πάτμου, στην Αμορίου και στην Πολέμωνος μαζί με την Κυριακίδου.
Κατέληξε κι αυτός στην ίδια πρόταση. Να μετατραπεί η κατηγορία και να κηρυχθούν ένοχοι όλοι για απλή συνέργεια σε εκρήξεις κατ’ εξακολούθηση, οι μεν Τσιγαρίδας, Αγαπίου και Αθανασάκη για ψυχική συνέργεια, ο δε Κανάς για υλική και ψυχική συνδρομή. Εκλεισε, λέγοντας ότι έτσι έκρινε και ουδείς ούτε κατ’ ελάχιστο δεν παρενέβη. Πρότεινε ακόμα να αναγνωριστεί στους κατηγορούμενους το ελαφρυντικό ότι συμπεριφέρθηκαν καλά για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενόψει του ότι ο ΕΛΑ σταμάτησε τη δράση του τέλη 1995 με αρχές 1996.
Ο Χρ. Τσιγαρίδας ζήτησε το λόγο για να κάνει μια σύντομη δήλωση. Κατανοώ το θέμα που έθεσε ο κ. Αγαπίου με το TELETEXT –είπε- όμως την εισαγγελική πρόταση εγώ την είχα προαναγγείλει από την αρχή της δίκης. Είχα πει ότι αυτή η δίκη γίνεται για να επιβεβαιώσει, να νοικοκυρέψει την απόφαση του προηγούμενη δικαστηρίου. Για να καταδικαστούμε και πάλι με βάση την αρχή της συλλογικής ευθύνης και να πάμε στο εφετείο με δυο πανομοιότυπες πρωτόδικες αποφάσεις. Η άποψη ότι αυτή η δίκη έγινε για τον κ. Σερίφη και μεις ήρθαμε περίπου ως τσόντα, αποδείχτηκε λαθεμένη και εγώ το έχω επισημάνει από την αρχή. Αν κάποιοι επιμένουν ακόμα σ’ αυτή την άποψη, αυτό γίνεται για τους δικούς τους λόγους, που δεν αφορούν το δικαστήριό σας. Περιμένω τώρα και την απόφαση του δικαστηρίου σας, την οποία επίσης έχω προαναγγείλει πριν την έναρξη της δίκης.
Ο Κ. Αγαπίου δήλωσε πως περίμενε με ενδιαφέρον την αγόρευση του αναπληρωτή εισαγγελέα. Από αυτή αποδείχτηκε πως η ακροαματική διαδικασία ουδόλως τον ενδιέφερε, πλην των επιμέρους περιπτώσεων των καταθέσεων των αστυνομικών Δάβαλου και Αρναουτίδη, στους οποίους έκανε ιδιαίτερη αναφορά, γιατί εκείνο που ενδιαφέρει είναι να τονιστεί η αξιοπιστία των μηχανισμών που στήνουν αυτές τις υποθέσεις. Γι’ αυτό και προστέθηκε αυτή η υπόθεση. Για να τονιστεί η αξιοπιστία των μηχανισμών. Φάνηκε καθαρά ότι δεν λαμβάνονται καθόλου υπόψη τα δεδομένα. Υπάρχει μόνο η σκοπιμότητα του βουλεύματος να οδηγήσει σε υποκλοπή απόφασης από το πρώτο δικαστήριο και στην επιβολή μιας δρομολόγησης που γίνεται με μεθοδικό τρόπο εδώ και δυόμισι χρόνια. Σας είπα –κατέληξε- ότι η απόφασή σας είναι απλή, είτε είναι απαλλακτική είτε είναι καταδικαστική.
Ο Γ. Σερίφης δήλωσε ότι ο ίδιος ποτέ δεν μίλησε για τσόντα. Επειδή, όμως, αυτό αντιστρέφεται, ότι χρησιμοποίησαν τον ίδιο σαν τσόντα, ζήτησε από το δικαστήριο και από εκείνους που τον παρέπεμψαν να του πουν αν ο ίδιος έκανε καμιά αίτηση για να τον φέρουν κατηγορούμενο ώστε να επιβεβαιωθεί η κατηγορία σε βάρος των συγκατηγορουμένων του.
Ο Κανάς δήλωσε ότι φωνάζει γιατί τον πνίγει η αγανάκτηση από την άδικη καταδίκη και φυλάκισή του. Από πού βγαίνει –είπε- ότι τα δύο και όχι τρία σπίτια που είχα εγώ ήταν γιάφκες; Ενα στοιχεία δεν έχει έρθει. Της Κυριακίδου της έκανε φροντιστήριο ο Αμοιρίδης, η Αντιτρομοκρατική. Δυόμισι χρόνια της έκαναν φροντιστήριο για το τι θα πει. Θα προσφύγω στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο –κατέληξε- και θα δικαιωθώ. Η ελληνική Δικαιοσύνη θα καταδικαστεί.
Υστερα από ένα σύντομο διάλειμμα αποφασίστηκε η δίκη να συνεχιστεί την Παρασκευή με τον Ε. Βλαντή, διορισμένο συνήγορο του Αγαπίου.
Κακός μαθητής
Εξαιρετικά κακός αντιγραφέας (και μαθητής) αποδείχτηκε ο τακτικός εισαγγελέας στη δίκη της 17Ν. Ο Λ. Ανδρειωτέλλης, θέλοντας να απαντήσει στις καταγγελίες των κατηγορούμενων ότι τα αποτυπώματά τους που φέρονται σε κάποιες προκηρύξεις μπορεί να είναι βαλτά και ειδικά στην εμπεριστατωμένη παρέμβαση του Χρ. Τσιγαρίδα, ο οποίος μπροστά στο δικαστήριο έδειξε πώς ο ίδιος σκέφτηκε έναν απλό τρόπο μεταφοράς αποτυπωμάτων, γεγονός που είχε εντυπωσιάσει τους δικαστές, έψεξε καταρχάς τον Τσιγαρίδα γιατί έκανε αυτή την παρουσίαση μετά την κατάθεση του ειδικού της Ασφάλειας Γιαννακούρη.
Πρώτο «φάουλ» του εισαγγελέα και μάλιστα χοντρό. Διότι ο Τσιγαρίδας δεν γνώριζε τι θα καταθέσει ο Γιαννακούρης, αφού θέμα αποτυπωμάτων δεν είχε τεθεί στην προηγούμενη δίκη. Τον άκουσε, σημείωσε τις τρεις διαφορετικές απαντήσεις-εκδοχές που έδωσε (δύο στο δικαστήριο και μια σε «πηγαδάκι» στο διάλειμμα) και έσπευσε να φτιάξει μια σφραγίδα με την οποία έδειξε, στηριγμένος στα όσα είχε περιγράψει ο Γιαννακούρης για τις μεθόδους ανίχνευσης, ότι ένα αποτύπωμα μπορεί κάλλιστα να μεταφερθεί. Αυτό, βεβαίως, έγινε στην επόμενη συνεδρίαση.
Ο Τσιγαρίδας δεν αρνήθηκε ποτέ να τα πει αυτά και παρουσία του Γιαννακούρη. Το δικαστήριο απέρριψε σιωπηρά το σχετικό αίτημα του εισαγγελέα. Τα ξέχασε άραγε αυτά ο κ. Ανδρειωτέλλης; Δεν νομίζουμε. Απλά, έφτιαξε μια κάλπικη μομφή κατά Τσιγαρίδα, προσδοκώντας ότι θα δημιουργήσει εντυπώσεις και θα ενισχύσει τη στάση του.
Στη συνέχεια άρχισε να διαβάζει ένα κείμενο που αναφερόταν στην ανίχνευση αποτυπωμάτων, στη δυνατότητα μεταφοράς κ.λπ. Διάβαζε κάτι που εμφανώς δεν το καταλάβαινε. Ηταν φανερό αυτό από τον τρόπο ανάγνωσης. Οι τεχνικοί όροι τού ήταν εντελώς ξένοι. Αν κανείς είχε τη δυνατότητα να τον διακόψει και να κάνει διάλογο μαζί του, ρωτώντας τον συγκεκριμένα πράγματα γι’ αυτά που διάβαζε, είμαστε σίγουροι ότι θα αδυνατούσε παντελώς να απαντήσει. Κάποιος του είχε ετοιμάσει ένα κείμενο το οποίο διάβαζε εν είδει μανιφέστου χωρίς αντίλογο. Μάλιστα, το κείμενο αυτό περιλάμβανε πράγματα που συγκρούονται με όσα είχε υποστηρίξει ο Γιαννακούρης όταν κατέθετε.
Ο συνήγορος Α. Κωνσταντάκης παρενέβη και ρώτησε τον εισαγγελέα τι είναι αυτό που διαβάζει. Αυτός έκανε πως δεν κατάλαβε. Δεν απάντησε και καλύφθηκε πίσω από το «παρακαλώ μην διακόπτετε» του προέδρου. Ηρθε, όμως, την άλλη μέρα και χωρίς να του το ζητήσει κανένας, αναφέρθηκε στην παρέμβαση-ερώτηση Κωνσταντάκη, για να πει ότι έψαξε και βρήκε δυο βιβλία, ένα κάποιου Αγγλου και ένα κάποιου Γερμανού, δίνοντας μάλιστα και τους τίτλους τους. Εκείνο που προλάβαμε να συγκρατήσουμε είναι πως το ένα βιβλίο αναφερόταν στη μέθοδο ανίχνευσης με ν-υδρίνη. Είναι η μέθοδος ανίχνευσης που χρησιμοποιούν από το 2002 στα εργαστήρια της Ασφάλειας, όπως είχε καταθέσει ο Γιαννακούρης.
Είναι ηλίου φαινότερον ότι ο Μ. Ανδρειωτέλλης ήρθε σε επαφή με τον Γιαννακούρη και αυτός τον εφοδίασε με το κείμενο που διάβασε. Ο ίδιος ο εισαγγελέας δεν είχε ιδέα. Γι’ αυτό και στο ερώτημα του συνήγορου απάντησε με καθυστέρηση 24 ωρών. Είμαστε, βέβαιοι, ότι και πάλι δεν καταλάβαινε τι ήταν αυτά που διάβαζε και σε τι σύγκρουση έρχονταν με όσα αντιφατικά είχε υποστηρίξει ο Γιαννακούρης. Ο εισαγγελέας επεδίωξε απλά τη δημιουργία εντυπώσεων.
Το ερώτημα είναι άλλο. Πόσο δικονομικά σωστό είναι να συνεργάζονται οι εισαγγελείς της έδρας με μάρτυρες κατηγορίας και δη αστυνομικούς και να αντλούν απ’ αυτούς στοιχεία για να στηρίξουν σημεία της κατηγορίας που έγιναν ετοιμόρροπα, αν όχι κατέρρευσαν; Θα μας πείτε ότι τέτοια ερωτήματα στις μέρες μας, όταν αναφερόμαστε σε πολιτικές δίκες, έχουν καθαρά ρητορική σημασία. Θα συμφωνήσουμε, όμως δεν μπορούμε και να μη σημειώνουμε τα όσα συμβαίνουν. Αν μη τι άλλο, δυστυχώς είμαστε απελπιστικά μόνοι στην προσπάθεια να καλύψουμε το έλλειμμα ενημέρωσης που υπάρχει.