Η ώρα της Ειρήνης Αθανασάκη να τοποθετηθεί. Αν και την πνίγει η αδικία, ήταν και πάλι ήρεμη, αξιοπρεπής, συγκροτημένη, όπως είναι από την αρχή της σύλληψής της. Μια ζωντανή αντίθεση με την Κυριακίδου. Από τη μια ο κόσμος της προσωπικής και πολιτικής αξιοπρέπειας, από την άλλη ο κόσμος της ρουφιανιάς, της κατάπτωσης, της παρακμής.
Για μένα αυτή η δίκη άρχισε από τη μέρα της σύλληψής μου, είναι τα πρώτα της λόγια. Περίμενα να δω ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που να δίνουν ένα στίγμα, μια ένδειξη για τους λόγους που βρίσκομαι σχεδόν τρία χρόνια στη φυλακή. Αυτή η αρχική μου απορία δεν άλλαξε. Δεν υπάρχει τίποτα που να με συνδέει με το κατηγορητήριο. Γι’ αυτό δεν έχω καμιά εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη πια.
Δεν υπάρχει καμιά λογική σ’ αυτά που ακούω σε βάρος μου. Δεν μπορώ να αντικρούσω κάποιον που λέει πως το ότι πήγα στη Μύκονο είναι ενοχοποιητικό στοιχείο. Δεν μπορώ να αντικρούσω καμιά Κυριακίδου. Σήμερα τα λέει αυτή, αύριο μπορεί να τα λέει κάποιος άλλος. Δεν είδα καμιά προσπάθεια να συνδεθούν τα υπαρκτά γεγονότα με τους κατηγορούμενους. Αν το δικαστήριο ερευνούσε την αλήθεια, τότε θα έπρεπε να είχε τελειώσει από τη στιγμή που η Κυριακίδου είπε ότι δεν γνωρίζει τον Αμοιρίδη. Ο ίδιος ο Αμοιρίδης κατέθεσε ότι η Κυριακίδου του είπε πως τον γνώριζε. Εκεί έπρεπε να τελειώσει.
Πώς στηρίχτηκε ένα κατηγορητήριο δυο χιλιάδων σελίδων στο πρόσωπό μου, όταν πουθενά δεν αναφέρομαι; Ενας μάρτυρας μίλησε για μια γυναίκα και είπε πως αυτή δεν ήμουν εγώ. Χτες ο κ. εισαγγελέας προσπαθούσε να πιαστεί από μια φράση του κ. Τσιγαρίδα, ο οποίος όμως ξεκαθάρισε: Εγώ δεν μιλάω για την Αθανασάκη, δεν τη γνωρίζω την Αθανασάκη, εγώ μιλάω γενικά για γυναίκες.
Οταν λέω ότι δεν έχω πια εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη, δεν μιλώ προσωπικά για κανένα. Μιλώ για ένα θεσμό. Δεν έχω δει να γίνεται ποτέ μια αυτοκριτική, να αναγνωρίζεται ένα λάθος. Χρειάζεται μεγάλη ψυχική ανδρεία για να σταθεί ένας άνθρωπος απέναντι από ένα θεσμό τον οποίο υπηρετεί. Ισως και να μη θέλει.
Δεν έχω τίποτα να σας πω. Θέλω να πω πολλά και τίποτα. Ισως να θέλετε να με ρωτήσετε εσείς. Τι να πω, να προσπαθήσω να αποδείξω πώς στήθηκε η σκευωρία; Αυτό δεν με ενδιαφέρει, δεν είναι δική μου δουλειά. Αυτή η υπόθεση δεν αφορά μόνο τους κατηγορούμενους. Τι να σας πω, ότι αυτή η δίκη είναι ένα αίσχος του δικαιακού μας πολιτισμού; Η ουσία αυτής της δίκης δεν είναι η ποινική της υπόσταση. Φοβάμαι ότι δεν έχω κάτι άλλο να σας πω.
Η πρώτη ερώτηση του προέδρου είναι αν υπήρξε ποτέ μέλος του ΕΛΑ. Η απάντηση είναι σαφής: Αν πω ναι, αυτοκατηγορούμαι, αν πω όχι, είμαι κατηγορούμενη. Εχω αρνηθεί το κατηγορητήριο από την πρώτη στιγμή. Ο πρόεδρος αναφέρεται στην Κυριακίδου και στα όσα αυτή έχει πει. Η Αθανασάκη απαντά ότι δεν είχε καμιά σχέση με την Πολέμωνος και ο πρόεδρος επανέρχεται με την Τόγκα, αναφέροντας ότι αυτή επιβεβαιώνει την Κυριακίδου, ως προς τη σχέση της Αθανασάκη με το διαμέρισμα. Η Αθανασάκη αναρωτιέται γιατί της γίνονται αυτές οι ερωτήσεις και αναφέρεται στις αντιφάσεις των Κυριακίδου και Τόγκα. Τι να πω εγώ –λέει- όταν έχει προηγηθεί η ακροαματική διαδικασία, εκτός αν έχετε διαμορφώσει μια άποψη.
Ο πρόεδρος επανέρχεται χαρακτηρίζοντας σαφή τη μαρτυρία της Τόγκα, γεγονός που προκαλεί τη διαμαρτυρία του Α. Κωνσταντάκη. Ο πρόεδρος το «μαζεύει», λέγοντας ότι η έκφρασή του υποδηλώνει ότι κατετέθη με τρόπο κατηγορηματικό και όχι ότι τη θεωρεί αληθή. Η Αθανασάκη απαντά ότι το θέμα την αφορά και δεν την αφορά. Με αφορά γιατί έχει διαλυθεί η προσωπική μου ζωή και δεν με αφορά γιατί δεν μπορώ να παλεύω με φαντάσματα. Μακάρι να υπήρχε ένας μάρτυρας που να λέει για μένα σαφή πράγματα. Να μπορώ να υπερασπίσω τον εαυτό μου.
Για την Αθανασάκη η Τόγκα είναι μια μάρτυρας που θέλει να βοηθήσει, λόγω και της ειδικής σχέσης που έχει με την Αστυνομία, Οταν της λένε ότι ένα μικρό ψέμα μπορεί να βοηθήσει, κάμπτονται και οι τελευταίες συνειδησιακές αναστολές της. Μέσα στο κλίμα της εποχής θεωρεί καθήκον της να βοηθήσει, λέγοντας ένα κατά τη γνώμη της μικρό ψέμα. Γι’ αυτό και εδώ στο δικαστήριο έδειξε κάποιο δισταγμό. Η Κυριακίδου είναι κάτι άλλο. Είναι σίγουρα κατασκευασμένη, αλλά είναι και κάτι άλλο. Είναι αυτοκατασκευασμένη, μια σατανική γυναίκα και ταυτόχρονα τυφλή. Μπορεί να κάνει τα πάντα. Ηρθε εδώ και σας είπε ότι τον Αμοιρίδη δεν τον ξέρει. Εχει όλη την άνεση να το κάνει, γιατί κάποιος της δίνει την εγγύηση ότι μπορεί να το κάνει ατιμώρητα.
Ο πρόεδρος της ζητά να πει για τα αποτυπώματά της που φέρονται να βρέθηκαν σε μια προκήρυξη η οποία είχε σταλεί στην «Απογευματινή». Απαντά, ότι το 1977 αποκλείεται να έχει πιάσει έντυπο μαζί με τον Αγαπίου, γιατί τον γνώρισε το 1986. Το 1990 μπορεί. Από εκεί και πέρα δεν μπορεί να δώσει καμιά εξήγηση. Στη ζωή της έχει πιάσει χιλιάδες προκηρύξεις, αλλά για το συγκεκριμένο δεν ξέρει ούτε τι είναι, ούτε πότε, ούτε που βρέθηκε.
Ο πρόεδρος της ζητά να περιγράψει τη γνωριμία της με τον Αγαπίου. Απαντά ότι γνωρίστηκαν όπως γνωρίζονται όλοι οι άνθρωποι. Σε μια φιλική συντροφιά. Σε κάποια κρυφά υπόγεια, παρεμβαίνει δηκτικά ο Αγαπίου.
Ο εισαγγελέας (προσπαθεί να) δημιουργήσει ένταση από την αρχή. Γιατί η Κυριακίδου έβαλε στην Πολέμωνος τους συγκεκριμένους τρεις και όχι άλλους. Γιατί δεν έβαλε και τον Κασίμη ή τον Σερίοφη;!! Κάνει, δηλαδή, πως δεν καταλαβαίνει. Παίρνει την απάντηση και επανέρχεται με την Τόγκα: τί συμφέρον έχει αυτή να υπηρετήσει την Αστυνομία; Η Αθανασάκη απαντά όπως θα απαντούσε κάθε λογικός άνθρωπος: δεν είναι δουλειά δική της να δίνει απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα. Ο Α. Κωνσταντάκης παρεμβαίνει και θυμίζει το επεισόδιο στην προηγούμενη δίκη, όταν η Τόγκα κατέθεσε πως η γυναίκα που είχε δει ήταν παχύτερη και με άλλα μαλλιά και η πρόεδρος Μπρίλλη γύρισε και είπε στην Αθανασάκη «τότε είσασταν διαφορετική», με αποτέλεσμα να της υποβάλλει η υπεράσπιση αίτηση εξαίρεσης.
Είναι φανερό ότι ο εισαγγελέας δεν έχει στοιχεία, δεν έχει αποδείξεις και καταφεύγει σε δικολαβισμούς αστυνομικού τύπου. Στα πιο μαύρα χρόνια της κρατικής καταστολής, κουβαλούσαν κατηγορούμενους καθ’ υπόδειξη των μπάτσων και το ερώτημα που τους έθεταν ήταν: «έχουν τίποτα προσωπικό τα όργανα και είπαν για σας;». Υποτίθεται πως ένα δικαστήριο ψάχνει την αλήθεια, ότι αμφισβητεί ακόμα και την Αστυνομία και δεν θεωρεί πως ότι του στέλνει η Αστυνομία είναι αληθινό. Αυτά, όμως, είναι ψιλά γράμματα για τους εισαγγελείς των έκτακτων τρομοδικείων. Ο κ. Ανδρειωτέλλης είναι πεπεισμένος ότι και η Κυριακίδου και η Τόγκα είναι ειλικρινείς μάρτυρες. Λες και τόσο καιρό βρισκόταν κάπου αλλού και αντλεί ενημέρωση μόνο από τις προανακριτικές καταθέσεις που μαγείρεψε ο συνάδελφός του Ι. Διώτης.
Η Αθανασάκη, συγκρατώντας την ψυχραιμία της, απαντά ότι δεν την ενδιαφέρει τι είπαν η Κυριακίδου και η Τόγκα, αφού δεν τις γνώρισε ποτέ στη ζωή της.
Η εφέτης Μ. Χυτήρογλου επαναφέρει το κλίμα στην ηρεμία ζητώντας από την Αθανασάκη να περιγράψει τη ζωή της. Αυτό και κάνει. Μιλά για τις σπουδές της στην Ανωτέρα Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων στη Ρόδο, για την πρακτική της στο «Σέρατον» στις Βρυξέλλες από το 1974 μέχρι το 1976, για την επιστροφή της το 1977 στην Ελλάδα όπου έπιασε δουλειά στο Πόρτο Χέλι κ.λπ. μέχρι που το 2000 πήγε στη Μύκονο. Η εφέτης ρωτά (ευγενικά και διακριτικά) για τη σχέση της με τον Αγαπίου και της ζητά να αναφερθεί στις δυο φωτογραφίες της που υπάρχουν στη δικογραφία. Η Αθανασάκη απαντά με σαφήνεια και εξηγεί ότι άλλες φωτογραφίες δεν έχει, γιατί κατασχέθηκαν όλες. Η εφέτης παρατηρεί καίρια ότι η αναγνώρισή της από την Τόγκα χρονικά είναι πιο κοντά χρονικά στη φωτογραφία που δεν ταιριάζει στην περιγραφή και ζητά άλλες φωτογραφίες της ίδιας περιόδου, αλλά η Αθανασάκη δεν έχει καμία, γιατί όλες της τις έχουν κατασχέσει. Σημειώνει, όμως, ότι η φωτογραφία είναι σίγουρα μετά το 1974, γιατί φορά σκουλαρίκια και φουλάρι που είχε φέρει από το Νεπάλ στο οποίο πήγε το 1994.
Γιατί επιλέχτηκε το πρόσωπό σας για να παρουσιαστεί ως η γυναίκα του ΕΛΑ, είναι η επόμενη ερώτηση της κ. Χυτήρογλου. Πιστεύω ότι από ένα σημείο και μετά δεν τους ενδιέφερε πια το πρόσωπο, απαντά η Αθανασάκη. Αν είχε γίνει η επιλογή ενός άλλου προσώπου –επιμένει η εφέτης- που είχε άλλα πολιτικά χαρακτηριστικά, ας πούμε ότι δεν ήταν αριστερή, θα γινόταν το ίδιο πιστευτό; Η Αθανασάκη απαντά αρνητικά, σημειώνοντας πως εκτιμά ότι από ένα σημείο και μετά ούτε αυτό τους ενδιέφερε. Η εφέτης ζητά κάποιες πρόσθετες διευκρινίσεις για το περιστατικό με τον Περάκη και η Αθανασάκη τις παρέχει. Η δικαστής αναφέρεται επίσης στα όσα κατέθεσαν οι μάρτυρες της Αθανασάκη για την ένταξη και την αποχώρησή της από την ΚΝΕ και ζητά από την Αθανασάκη –αν θέλει- να το επιβεβαιώσει. Η Αθανασάκη απαντά ότι δεν θα ήθελε να αναφερθεί σε αυτό.
Ο εφέτης Λ. Ντούλης ρωτά τι την ανάγκασε να επιλέξει να τη φωνάζουν Μυρτώ και όχι Ειρήνη που είναι ένα πολύ ωραίο όνομα. Η Αθανασάκη κάνει μια πολύ όμορφη αναφορά στο όνομα Ειρήνη, με ποιητικό τρόπο, και απαντά ότι ποτέ δεν το αποποιήθηκε. Ομως, στην οικογένειά της και οι δυο γιαγιάδες είχαν το ίδιο όνομα και μια σειρά πρόσωπα είχαν το ίδιο όνομα. Η ίδια ποτέ δεν το αποποιήθηκε, απλά είχε και το παρατσούκλι Μυρτώ, που αρχικά ήταν Μυρτιά και προερχόταν από το γνωστό τραγούδι του Θεοδωράκη. Ο εφέτης τη ρωτά που εργαζόταν το 1983 και η Αθανασάκη απαντά. Ρωτά αν μεταξύ 1983 και 1986 αντιλήφθηκε να την παρακολουθούν και απαντά αρνητικά. Τη θορύβησαν –λέει- μόνο δυο άσχετα τηλεφωνήματα, αλλά πέραν αυτών τίποτα δεν της έδωσε λαβή να ανησυχήσει. Ούτε όταν γνωρίστηκε με τον Αγαπίου αντιλήφθηκε τίποτα. Ούτε ο Αγαπίου αναφερόταν ποτέ σε αίσθηση απειλής σε βάρος του. Ηξερε μόνο ότι κατά περιόδους παρακολουθούταν. Ο εφέτης ρώτησε αν ο Αγαπίου τότε είχε μούσι και η Αθανασάκη απάντησε πως πότε ήταν απλά ατημέλητα αξύριστος, πότε είχε μούσι άτακτο, πότε περιποιημένο και πότε το ξύριζε.
Ο κ. Ντούλης ζήτησε –αν θέλει- να αναφερθεί στη δήλωσή της στο Πενταμελές Εφετείο Αναστολών, ότι το βάρος της φυλακής για έναν αθώο είναι αβάστακτο και αν το είπε κατ’ αντιδιαστολή με έναν ένοχο. Η Αθανασάκη απαντά συγκροτημένα ότι η έννοια της αθωότητας είναι μια φιλοσοφική έννοια. Ένα δικαστήριο δεν κρίνει ποτέ την αθωότητα αλλά μόνο την ενοχή. Μιλά για τις συνθήκες της φυλακής και ξεκαθαρίζει πως δεν εννοούσε τίποτα για κανένα από τους συγκατηγορούμενούς της. Απαντώντας σε άλλες ερωτήσεις, δηλώνει πως δεν γνώριζε τον Κανά, ούτε τον Τσιγαρίδα, μολονότι τον τελευταίο θα μπορούσε να τον είχε γνωρίσει, λόγω Καλύμνου, αλλά απλά δεν έτυχε. Απαντά ακόμη ότι «Αντιπληροφόρηση» πήρε για πρώτη φορά στο Πολυτεχνείο, μαζί με άλλα έντυπα, ενώ άλλες φορές υπήρχαν πολλά τεύχη στα γραφεία της ΚΝΕ στο Περιστέρι.
Απαντώντας σε ερωτήσεις του αναπληρωτή εφέτη κ. Πελεκάνου, η Αθανασάκη είπε πως ακόμα και σήμερα η μισή φυλακή την αποκαλεί Μυρτώ. Οτι επέστρεψε από τις Βρυξέλλες στην Ελλάδα, γιατί δεν της άρεσε καθόλου το κλίμα. Μιλά τρεις γλώσσες και θα μπορούσε να δουλέψει οπουδήποτε, αλλά δεν της αρέσει το εξωτερικό. Οτι στις Βρυξέλλες απέφευγε να κάνει παρέα με Ελληνες, γιατί δεν θα μάθαινε ποτέ καλά τα γαλλικά. Γίνεται ένα μπέρδεμα με την κατάθεση Ταραβήρα (διαχειριστή στην Πολέμωνος) και ξεκαθαρίζεται ότι στον ανακριτή είχε πει πως η φωτογραφία του θυμίζει αμυδρά κάτι, αλλά στο δικαστήριο διευκρίνισε ότι εννοούσε μια γυναίκα που κατοικούσε στο δεύτερο όροφο.
Η συνεδρίαση διακόπηκε για τη Δευτέρα, οπότε θα συνεχιστεί με τον Κ. Αγαπίου.