Σε μια συνοικία της Μυτιλήνης, τη Λαγκάδα, είχε ένα καφενεδάκι ένας γέρος Ακροναυπλιώτης κομμουνιστής. Παναγιώτη, θαρρώ τον έλεγαν. Μια τρύπα ήταν. Δυο-τρία μαρμάρινα τραπεζάκια είχε και καμιά δεκαριά ψάθινες καρέκλες. Υπήρχε κι ένα σαράβαλο ηλεκτρόφωνο AMI εκεί μέσα. Απ’ αυτά που έπρεπε να τα ταΐσεις μια δραχμή για να παίξει δίσκο. Ολο χαλούσε αυτό, συνέχεια παρακαλούσε το καβουρδιστήρι του, όπως το έλεγε ο γεροσύντροφος, να μουρμουρίσει. Πάνω ακριβώς απ’ αυτό είχε ένα κάδρο που ‘χε φτιάξει ο ίδιος τα χρόνια που ήταν εξόριστος. Πρέπει να ήταν από θαλλασαδαρμένο ξύλο που επάνω του είχε γράψει με βοτσαλάκια «Σαν βγάλι ο ήλιους κέρατα/ τσι του φεγγάρι γένια/ θα υπουγράψου δήλωση/ να βγήτι απού την έννοια».
Ηταν πολύ περήφανος γι’ αυτό του το δημιούργημα. Αν και απέφευγε να μιλάει για τα πέτρινα χρόνια που πέρασε, όταν έβλεπε το κάδρο του χαμογελούσε και μου ‘λεγε: «Καλά που πήγα εξορία, ρε Γιουργέλ ,τσι βρέστσι ου Γληνός τσι μ’ έμαθε δυο κουλιβογράμματα. Ντιπ στραβός θα ειμ’ αλλιώς».
Από τότε έχει κυλίσει πολύ νερό στ’ αυλάκι. Ξεθωριασμένη εικόνα στο μυαλό μου η φάτσα του, σπάνια λαχαίνει να θυμηθώ καμιά ιστορία απ’ αυτές που συνήθιζε να μας λέει. Προχτές, όμως, εντελώς απρόσμενα τον τράκαρα στη σκέψη μου. Πίνοντας, τον απογευματινό καφέ μου, με υπόκρουση κάποια γαβγατζίδικα άσματα, είπα να τσατάρω λίγο στο Ιντερνέτ. Για όσους/ες δεν ξέρουν αυτό το σπορ, να πω ότι είναι μια δυνατότητα του διαδικτύου να μιλάς γραπτά σε πραγματικό χρόνο με συνομιλητές σου που συχνάζουν στον κυβερνοχώρο. Μια μικρογραφία της κοινωνίας μας, στο πιο προβληματικό είναι και το chat. Μπορείς να συναντήσεις κάθε καρυδιάς καρύδι κι αν ξέρεις να σπικάρεις καλά το ποίημα, ρίχνεις χρωματιστές πινελιές όταν έχεις βαρεμάρα. Είναι κάτι που το συνηθίζω χρόνια τώρα κι αν θα ‘θελα να αναφέρω τις εμπειρίες μου από εκεί δεν θα μου έφταναν δεκάδες βιβλία να τις περιγράψω.
Εκανα το φραμπαλά μου, λοιπόν, με συνοδεία καφεΐνης, νικοτίνης και Γονίδη, όταν μου ήρθε ένα πριβέ μήνυμα που έγραφε: «Είσαι ο Γιώργης απ’ τη Μυτιλήνη που ήσουνα Κνίτης;». Ναι, της απαντάω, εσύ ποια είσαι; Γνωριζόμαστε; «Ερχόσουν στο καφενείο που είχε ο πατέρας μου, στη Λαγκάδα», μου λέει, «με θυμάσαι;». Σβούριξα το μυαλό μου και τράκαρα ένα μικροκαμωμένο κοριτσάκι που είχε ο σύντροφος καφετζής.
Για να μην τα πολυλογώ, την άρχισα στο λακιρντί και την εξομολόγησα. Εχω ειδικότητα σ’ αυτό. Χρόνια στο κουρμπέτι. Μαύρη κι άραχνη μου παρουσίασε τη ζωή της. Χωρισμένη, μητέρα δυο παιδιών και άνεργη. Συνδυασμός που ματώνει. Αρχικά πήρε μέρος σε κάποιους διαγωνισμούς μήπως βολευτεί στο δημόσιο. Εφαγε πόρτα. Μετά δούλεψε κάποια χρόνια σαν λογίστρια, μέχρι που την απέλυσαν. Τώρα βολοδέρνει στην ανασφάλεια και στις απαιτήσεις που έχουν τα παιδιά της. Ουσιαστικά δεν μου είπε κάτι καινούργιο. Ο καπιταλισμός έχει οδηγήσει χιλιάδες προλετάριους σ’ αυτή τη θέση. Τη στιγμή που οι γραβατωμένοι λήσταρχοι λεηλατούν τα ασφαλιστικά ταμεία, ξεζουμίζουν με κάθε τρόπο την εργατική τάξη, ο αγώνας του εργαζόμενου λαού για την επιβίωσή του μπαίνει συνέχεια σε πιο κακοτράχηλα μονοπάτια.
Τι κάνουν για να το αντιμετωπίσουν αυτό οι εθνονταβατζήδες μας; Απλά, αυγατίζουν την περιουσία τους. Αν δει κανείς το «πόθεν έσχες» τους, θα βγάλει τα συμπεράσματά τους. Και στην τελική, όταν αποφασίσουν να εγκαταλείψουν το κωλοχανείο της βουλής, παίρνουν «την πολιτική ευθύνη που τους αναλογεί» και καθάρισαν. Χαρακτηριστική είναι μια τοποθέτηση του βουλευτή Σταύρου Μπένου. Αντιγράφω από τα πρακτικά συνεδρίασης της Βουλής, 31/5. «Να ζητήσω, στο μέρος της πολιτικής ευθύνης που μου αναλογεί, κύριε Πρόεδρε, ταπεινά συγνώμη από τη νεολαία της πατρίδας μας, έναντι της οποίας κυρίως οι δύο παρατάξεις της εξουσίας έχουν κάνει δυστυχώς ανομολόγητα πράγματα. Και σήμερα και στη συζήτηση αυτή ζούμε μία αναμέτρηση πάνω στις χειρότερες πλευρές του κακού εαυτού μας τα δύο κόμματα εξουσίας. Αν είχαν την άνεση να μας παρακολουθήσουν οι νέοι της πατρίδας μας σήμερα, θα μας μούντζωναν, κύριε Πρόεδρε, θα βάθαινε ακόμα περισσότερο η αναξιοπιστία απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Αναμέτρηση για το ποια τερτίπια βρήκε ο ένας, ποια βρήκε ο άλλος, πόσους διόρισε ο ένας από το παράθυρο, σε πόσο μεγάλο βαθμό αξιοποιήθηκε η κερκόπορτα των συμβάσεων έργου κλπ..».
Γιώργης Γιαννακέλλης