Η έλευση της νέας χρονιάς δεν συνοδεύτηκε από ελπίδες για κάτι καλό στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Ο δεύτερος γύρος του πρωταθλήματος ξεκίνησε μέσα σε μιζέρια και απαξίωση και η αγωνιστική εικόνα των ομάδων πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Η Σούπερ Λίγκα, που ανέλαβε να βγάλει το άθλημα από το τέλμα και την απαξίωση, όχι μόνο δεν κατάφερε να πετύχει τους στόχους της, αλλά αντίθετα συνέβαλε στη μεγαλύτερη απαξίωσή του.
Ορισμένοι από τους έγκριτους συναδέλφους μου στον αθλητικό Τύπο προσπαθούν να μας πείσουν ότι το ελληνικό πρωτάθλημα παραμένει ενδιαφέρον, παρά τη σαφέστατη υποβάθμιση της ποιότητάς του, εξαιτίας της ρευστής κατάστασης που επικρατεί στο βαθμολογικό πίνακα. Αν εξαιρέσουμε την πρώτη θέση, την οποία η συντριπτική πλειοψηφία των φιλάθλων, ανεξάρτητα από την οπαδική τους προτίμηση, θεωρεί καπαρωμένη από τον Ολυμπιακό, και την τελευταία που την έχει «κατακτήσει» ο Ιωνικός, για τις άλλες θέσεις θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι το τέλος της σεζόν για να δούμε τις ομάδες που θα τις κατακτήσουν. Για τη δεύτερη θέση θα μονομαχήσουν ΑΕΚ και Παναθηναϊκός, με τους κίτρινους να έχουν το προβάδισμα, αφού δείχνουν ομάδα, σε αντίθεση με τους πράσινους που ακόμη προσπαθούν να βρουν την αγωνιστική τους ταυτότητα.
Από την 4η μέχρι τη 15η (προτελευταία) θέση γίνεται του κουτρούλη ο γάμος. Μόνο εφτά βαθμοί είναι η απόσταση που χωρίζει την Ευρώπη από τον υποβιβασμό και αν σε αυτό προσθέσουμε το ότι σε κάθε αγωνιστική διαφοροποιείται η αγωνιστική εικόνα των ομάδων καταλαβαίνουμε ότι οποιαδήποτε πρόβλεψη για την τελική έκβαση είναι παρακινδυνευμένη. Δυστυχώς, όμως, για τους συναδέλφους που έχουν αναλάβει το δύσκολο έργο να ωραιοποιήσουν τη φρικτή εικόνα του ελληνικού ποδοσφαίρου, η αβεβαιότητα του βαθμολογικού πίνακα δεν είναι προϊόν ανταγωνιστικού ποδοσφαίρου, αλλά αντίθετα οφείλεται στην πολύ άσχημη εικόνα που παρουσιάζουν οι ομάδες. Δώδεκα από τις δεκαέξι ομάδες του πρωταθλήματος είναι πάρα πολύ κακές, ανίκανες να παίξουν στοιχειώδες ποδόσφαιρο και ο νικητής της αναμέτρησης είναι συνήθως η λιγότερη κακή ομάδα. «Στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος» λέει ο λαός, όμως αν συγκρίνουμε τις δώδεκα ομάδες, δύσκολα μπορούμε να βρούμε μονόφθαλμο.
Δυστυχώς για το ελληνικό ποδόσφαιρο, η δυνατότητα να παρακολουθούμε μέσα από τα δορυφορικά κανάλια απ΄ ευθείας αγώνες από τα καλά πρωταθλήματα της Ευρώπης, κάνει την εικόνα του ακόμη πιο αποκρουστική. Πραγματικό ενδιαφέρον για τα τεκταινόμενα στο ελληνικό ποδόσφαιρο έχουν πλέον μόνο όσοι ζουν από αυτό, οι πρόεδροι των ομάδων και μια μικρή μερίδα φανατικών οπαδών των ομάδων. Η μεγάλη πλειοψηφία των φιλάθλων παρακολουθεί απλά τα τεκταινόμενα στο πρωτάθλημα και τίποτε περισσότερο. Κρίνοντας μάλιστα και από τη διάθεση των καπιταλιστών που τζογάρουν φράγκα στο ποδόσφαιρο -κυρίως του Κόκκαλη, του Βαρδινογιάννη και δευτερευόντως του Νικολαΐδη- να μη δαπανήσουν φράγκα με σκοπό να φτιάξουν αξιοπρεπείς ομάδες καταλαβαίνουμε ότι τα πράγματα θα χειροτερεύουν συνεχώς.
Τη χαριστική βολή σε αυτό που λέγεται ποδόσφαιρο έρχεται να δώσει η δράση μιας μικρής μερίδας οπαδών των μεγάλων ομάδων του πάλαι ποτέ ΠΟΚ, που λειτουργούν σαν συμμορίες. Το περασμένο Σαββατοκύριακο οι ειδήσεις δεν προέρχονταν από τους αγωνιστικούς χώρους, αλλά από το Χαϊδάρι, την Ηλιούπολη, τη Λαμία, την Ομόνοια, τη Λεωφόρο Καβάλας και την οδό Πειραιώς, περιοχές όπου είχαμε σοβαρά επεισόδια ανάμεσα σε συμμορίες οπαδών του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού. Σπασμένα γραφεία συνδέσμων, κατεστραμμένα αυτοκίνητα, μολότοφ, πετροπόλεμος, σιδερολοστοί, συνθέτουν ένα σκηνικό βίας, που ευτυχώς μέχρι σήμερα δεν έχει συνοδευτεί (κατά την προσωπική μου γνώμη καθαρά από τύχη) από ανθρώπινες απώλειες.
Ο φασισμός σε όλο του το μεγαλείο. Δεν αναφέρομαι στη δράση συγκεκριμένων φασιστικών ομάδων που δρουν μέσα στις γραμμές των οργανωμένων οπαδών, αλλά στη λογική που αποπνέει η συγκεκριμένη κατάσταση. Κάποιοι χαρακτηρίζουν βλακεία τις συγκεκριμένες ενέργειες και προσπαθούν να «αναλύσουν» το γιατί οι νεολαίοι θέτουν σε κίνδυνο ακόμη και τη σωματική τους ακεραιότητα για να τιμήσουν «τα χρώματα και τις παραδόσεις» της ομάδας τους, όμως δεν νομίζω ότι πρέπει να ξεμπερδέψουμε τόσο εύκολα με το φαινόμενο αυτό. Η λογική ότι πρέπει να τσακίσουμε καθετί το διαφορετικό, οτιδήποτε δεν ταιριάζει με το δικό μας «πιστεύω», είναι στην ουσία της φασιστική και αυτός είναι ο λόγος που το τελευταίο διάστημα όλο και πιο συχνά βλέπουμε στο γήπεδο πανό (κυρίως των οπαδών του Παναθηναϊκού) με φασιστικά ή ρατσιστικά σύμβολα, αφού οι πατενταρισμένοι φασίστες βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για να χύσουν το δηλητήριό τους και να εκκολάψουν το αυγό του φιδιού.
Γνωρίζοντας αρκετούς νεολαίους που δραστηριοποιούνται σε συνδέσμους οπαδών, έχω από πρώτο χέρι συγκεκριμένη άποψη για τον τρόπο που σκέπτονται και λειτουργούν. Οι περισσότεροι από αυτούς δουλεύουν (σε δουλειές του ποδαριού, που απλά τους εξασφαλίζουν τα στοιχειώδη για να επιβιώσουν) και εκτός από το σύνδεσμο δεν έχουν ιδεολογική ή οργανωτική σχέση με φασιστικές ομάδες. Ο σύνδεσμος είναι όμως η μοναδική διέξοδος γι’ αυτούς και η ομάδα το σημείο αναφοράς τους. Τα «ντου» και τα «πεσίματα» σε άλλους συνδέσμους αποτελούν γι’ αυτούς αντίδραση στη μιζέρια της καθημερινότητας και κοινωνική καταξίωση. Η δράση τους, όμως, έχει γίνει πλέον ανεξέλεγκτη και αν συνεχίσουν έτσι είναι πολύ πιθανό να έχουμε και ανθρώπινες απώλειες.
Επιπλέον, οι ενέργειές τους έχουν δώσει τη δυνατότητα σε ορισμένους να απαιτούν κατασταλτικά μέτρα εναντίον τους. Τις τελευταίες μέρες, με αφορμή τις μάχες ανάμεσα στους οπαδούς του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού, έχουν πληθύνει στις αθλητικές εφημερίδες οι «αναλύσεις» ορισμένων κονδυλοφόρων, που καταλήγουν σε ερώτημα προς τους μπάτσους: ανοχή ή ανικανότητα; Οι οργανωμένοι οπαδοί κινδυνεύουν να γίνουν οι πρώτοι στους οποίους θα εφαρμοστεί το δόγμα της μηδενικής ανοχής και θα χρησιμοποιηθούν για να προετοιμαστεί η κοινή γνώμη για την καταστολή οποιασδήποτε κοινωνικής ομάδας αμφισβητήσει δυναμικά τη μιζέρια της καθημερινότητας και το απάνθρωπο πρόσωπο του καπιταλισμού.
Εχουμε γράψει αρκετές φορές στη στήλη, ότι οι νεολαίοι που επανδρώνουν τους συνδέσμους των οργανωμένων οπαδών είναι παιδιά της εργατικής τάξης, της δικής μας τάξης και συνεπώς το καθήκον όλων όσων οραματιζόμαστε να ζήσουμε σε ένα δικαιότερο κοινωνικά κόσμο είναι να προσπαθήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις να πείσουμε τους νεολαίους της δικής μας τάξης, ότι το μέλλον τους και τα οράματά τους δεν πρέπει να ταυτίζονται με το «μεγαλείο» της ομάδας που υποστηρίζουν, για τον απλούστατο λόγο, ότι αυτό το «μεγαλείο» είναι απλά και μόνο το συμφέρον του καπιταλιστή που έχει την ιδιοκτησία της. Το καθήκον αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι πρέπει να υπερασπιζόμαστε κάθε ενέργειά τους ή ότι πρέπει να τους χαϊδεύουμε τ’ αυτιά. Η σκληρή κριτική για τις ενέργειες είναι αναγκαία, θα πρέπει να συνοδεύεται όμως και από μια ξεκάθαρη θέση απέναντι στο καπιταλιστικό σύστημα που ευθύνεται για τη μιζέρια και την καθημερινή καταπίεση της νεολαίας και σ’ όλους αυτούς τους καραγκιόζηδες που το υπερασπίζονται.
Κος Πάπιας
ΥΓ: Ρεσιτάλ έδωσε στη συνέντευξη Τύπου, στην οποία παρουσίασε τον Λεμονή, ο Κόκκαλης. Το αφεντικό των ερυθρόλευκων έβαλε νέους στόχους για την ομάδα του. Μίλησε για κατάκτηση του κυπέλλου ΟΥΕΦΑ, αντί για συμμετοχή σε τελικό του Champions League, εξέφρασε την εμπιστοσύνη του στον Τάκη Λεμονή, εκφράζοντας την ευχή ότι σε λίγα χρόνια θα έχει καταξιωθεί ανάμεσα στους ευρωπαίους προπονητές (βέβαια, το συμβόλαιο του Λεμονή έχει διάρκεια έξι μήνες και μετά βλέποντας και κάνοντας), εξήγγειλε μεταγραφές τύπου Ριβάλντο, μίλησε γενικά και αόριστα για οργάνωση και παραγωγή ταλέντων από τις ακαδημίες και κατέληξε με την κυριαρχία των ερυθρόλευκων στο ελληνικό πρωτάθλημα. Τα παραπάνω ήρθαν και έδεσαν με την άσχημη εμφάνιση κόντρα στον Πανιώνιο στο Καραϊσκάκη (οι οπαδοί γιουχάρισαν την ομάδα, παρότι κέρδισε, για τη θλιβερή εμφάνισή της), και την ήττα από τον ΠΑΣ Γιάννενα με 2-0 για το κύπελλο και δεν αποκλείεται οι ερυθρόλευκοι οπαδοί να αρχίσουν σύντομα να νοσταλγούν τον Σόλιντ. Οι δηλώσεις του Κόκκαλη ξενέρωσαν τον κόσμο του Ολυμπιακού, που δεν βολεύεται πλέον με το νταμπλ στην χώρας μας, και ταυτόχρονα κατέδειξαν την κατάντια και τα όρια του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ο Κόκκαλης πάνω απ’ όλα είναι καπιταλιστής και συνεπώς δεν είναι διατεθειμένος να επενδύσει ούτε ένα ευρώ σε ένα απαξιωμένο προϊόν. Νομίζω ότι είναι η καλύτερη απόδειξη ότι δεν υπάρχει ελπίδα και ότι πρέπει να συμβιβαστούμε με τη μίζερη εικόνα του ελληνικού ποδοσφαίρου.