Περισσότεροι από 400.000 θεατές πλήρωσαν εισιτήριο για να δουν το φασιστικό δημιούργημα «300» στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες, μόνο την πρώτη εβδομάδα της προβολής της. Σημάδι πολιτιστικής, αλλά και πολιτικής παρακμής. Οχι τόσο από την πλευρά των θεατών, η πλειοψηφία των οποίων έσπευσε να δει το «αριστούργημα» σπρωγμένη από την εκκωφαντική διαφημιστική καμπάνια, όσο από την πλευρά των μιντιοκρατόρων, που ήταν αυτοί που δημιούργησαν την υστερία. Χωρίς το «γκρίζο» σπρώξιμο από τα ΜΜΕ, δεν υπήρχε περίπτωση να κόψει τόσα εισιτήρια ένα κινηματογραφικό κόμικ. Το λέμε αυτό με σιγουριά, γιατί μια προηγούμενη ταινία ανάλογης αισθητικής, το «V for Vendetta», της ίδιας εταιρίας, πήγε σχεδόν άπατο, επειδή το θέμα του δε βόλευε τη συστημική προπαγάνδα.
Είναι φασιστική αυτή η ταινία όχι γιατί διαστρεβλώνει την ιστορική πραγματικότητα (δεκάδες τέτοια παραμύθια έχουν γυριστεί από καταβολής Χόλιγουντ, χωρίς κατ’ ανάγκη να είναι φασιστικά), αλλά γιατί τη διαστρεβλώνει με τέτοιο τρόπο ώστε να παρουσιάσει τους Πέρσες ως ανθρωπόμορφα τέρατα, η επιθετικότητα και οι κατακτητικές διαθέσεις των οποίων σκόνταψαν μπροστά στους αρχαίους Ράμπο της άριας φυλής, που αντιπροσώπευαν ο Λεωνίδας και οι 300 μαχητές του.
Ακόμα και η αισθητική της ταινίας ξεπερνά τα χολιγουντιανά στάνταρ και δημιουργεί νέα, ταιριαστά στα ήθη της «νέας παγκόσμιας τάξης» και του πολέμου ενάντια στον «άξονα του κακού».
Ακόμα και η αισθητική της ταινίας ξεπερνά τα χολιγουντιανά στάνταρ και δημιουργεί νέα, ταιριαστά στα ήθη της «νέας παγκόσμιας τάξης» και του πολέμου ενάντια στον «άξονα του κακού».
Ο επαρχιώτικος ελληνικός εθνικισμός βρήκε την ευκαιρία να ικανοποιήσει τα κόμπλεξ του, σπρώχνοντας μαζικά τον κόσμο, ειδικά τους νέους, σ’ αυτό το αποκρουστικό δημιούργημα. Τα κόμπλεξ της «τρισχιλιετούς ιστορίας» και της «πολεμικής αρετής των Ελλήνων». Αυτά που τα ειρωνεύονται όταν αναφέρονται στις γιορτές της χούντας, αλλά θεωρούν ότι τους κολακεύουν όταν τα βλέπουν στο αμερικάνικο σινεμά (αντίθετα, το άλλο ανιστόρητο δημιούργημα, τον «Αλέξανδρο», το έθαψαν, διότι ο μακεδόνας στρατηλάτης και κατακτητής εικονιζόταν… ολίγον gay).
Το χειρότερο θεατρικό ανέβασμα των «Περσών» του Αισχύλου είναι πολιτιστικά ανυπέρβλητο μπροστά στα χολιγουντιανά ανοσιουργήματα. Γιατί εκεί βλέπεις το σεβασμό που επιδεικνύει ο μέγας τραγικός στον μηδικό πολιτισμό. Βλέπεις ότι αντιμετωπίζει τον Δαρείο και τον Ξέρξη ως σοφούς. Αντιλαμβάνεσαι ότι προειδοποιεί τους συμπατριώτες του Αθηναίους για τα δεινά που επιφέρει η αλαζονία της εξουσίας και η κατακτητική πολιτική, που είχαν ήδη διαφανεί στην Αθηναϊκή Δημοκρατία. Για να μη μιλήσουμε για την καλλιτεχνική αξία αυτού του ανυπέρβλητου έργου της παγκόσμιας δραματουργίας.
Κι όμως, η «γκρίζα» προπαγάνδα των ΜΜΕ δε στέλνει κόσμο να δει τους «Πέρσες» του Αισχύλου, στέλνει κόσμο να δει τους «300» των άγνωστων σε μας καρτουνιστών του Χόλιγουντ. Για να «μολυνθεί» αισθητικά από το μικρόβιο της φτήνιας και πολιτικά από το μικρόβιο του εθνικισμού, δίπολο τόσο αγαπητό στο φασισμό. Κι όταν κάποιος προσπαθεί να σοβαρέψει τη συζήτηση, η απάντηση είναι: «έλα, μωρέ, ένα κινηματογραφικό παραμύθι είναι».
Η τέχνη είναι δύναμη. Ακόμα και η παρακμιακή τέχνη. Γι’ αυτό, άλλωστε, επενδύονται τόσα λεφτά σ’ αυτή. Απέναντι σ’ αυτές τις μορφές της τέχνης το μέτωπό μας πρέπει να είναι μόνιμα ανοιχτό. Χωρίς συμβιβασμούς, χωρίς υποχωρήσεις.
Π.Γ.