Ο σχηματισμός της κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» στην Παλαιστίνη την προηγούμενη βδομάδα (όταν έκλεινε η ύλη του προηγούμενου φύλλου μας), μετά από μήνες διαπραγματεύσεων και αναβολών, αποτελεί ένα πολιτικό γεγονός με ιδιαίτερη βαρύτητα για την παλαιστινιακή κοινωνία. Για πρώτη φορά στην ιστορία της Παλαιστίνης σχηματίζεται κυβέρνηση από τις δύο μεγάλες αντίπαλες παρατάξεις (Χαμάς και Φατάχ), λίγο καιρό μετά τις ένοπλες συγκρούσεις που ξέσπασαν ανάμεσά τους ,που είχαν σαν αποτέλεσμα πάνω από 100 νεκρούς και από τις δυο πλευρές.
♦ Αντιπροσωπευτική μεν…
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ενδέκατη κυβέρνηση στην ιστορία της Παλαιστίνης είναι προϊόν συμβιβασμού μεταξύ της Χαμάς και της Φατάχ, που όμως αντιπροσωπεύει όλες τις πολιτικές δυνάμεις του παλαιστινιακού κοινοβουλίου που προέκυψε απ’ τις περσινές εκλογές, εκτός απ’ το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης που αρνήθηκε να συμμετάσχει, λόγω διαφωνίας στο πολιτικό της πρόγραμμα. Αυτός ο συμβιβασμός αποτυπώνεται και στην ίδια τη σύσταση της κυβέρνησης. Με τον ίδιο Πρόεδρο και Πρωθυπουργό (Αμπάς και Χανίγια, από Φατάχ και Χαμάς αντίστοιχα), 11 υπουργεία στη Χαμάς, 6 στη Φατάχ, από ένα στο Δημοκρατικό Μέτωπο, το Κόμμα του Παλαιστινιακού Λαού (πρώην ΚΚ), το κόμμα του «Τρίτου Δρόμου» και το κόμμα της «Ανεξάρτητης Παλαιστίνης», καθώς και τρία σε ανεξάρτητους (μεταξύ των οποίων τα καίρια υπουργεία των Εξωτερικών και των Εσωτερικών), κανείς δε μπορεί να κατηγορήσει τη νέα Παλαιστινιακή κυβέρνηση ότι δεν αντικαθρεφτίζει πιστά το αποτέλεσμα των εκλογών του περασμένου χρόνου, που διεξήχθησαν σε απόλυτα δημοκρατικό κλίμα, όπως επιβεβαίωσαν και οι διεθνείς παρατηρητές (μεταξύ των οποίων μέχρι και ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Τζίμι Κάρτερ).
Απ’ αυτή την άποψη, αποτελεί μέγιστη πρόκληση η μη αναγνώρισή της όχι μόνο απ’ τους Σιωνιστές αλλά και από τη λεγόμενη «Διεθνή Κοινότητα», που αρνείται να την αναγνωρίσει, εκτός από τη Νορβηγία, που αποκατέστησε πλήρως τις σχέσεις της, και την Ιταλία, που διά στόματος του υπουργού Εξωτερικών Μάσιμο Ντ’ Αλέμα δήλωσε ότι θα ήταν μέγα λάθος να της κλείσουν την πόρτα στα μούτρα. Αυτό όμως θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο αυτή η κυβέρνηση θα υποχωρήσει στις απαιτήσεις του Κουαρτέτου (ΗΠΑ, ΕΕ, Ρωσία, ΟΗΕ), σύμφωνα με το οποίο η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να αποκηρύξει τη βία, να αναγνωρίσει το Ισραήλ και όλες τις προηγούμενες συμφωνίες. Εδώ είναι που αρχίζουν τα δύσκολα.
♦ … εικονική δε
Η σφοδρή κριτική που άσκησε εκ μέρους της Αλ-Κάιντα ο Αϊμάν Αλ-Ζαουάχρι την προηγούμενη βδομάδα, ο οποίος κατηγόρησε τη Χαμάς για εγκατάλειψη του παλαιστινιακού αγώνα και υποταγή, θορύβησε τους ηγέτες της Χαμάς, που έσπευσαν να καταγγείλουν με τη σειρά τους το ηγετικό στέλεχος της Αλ-Κάιντα για απαράδεκτη υπερβολή που συνάδει με τη «σκληρή γραμμή» της οργάνωσής του. Ο Ζαουάχρι κατήγγειλε τη συμφωνία της Μέκκα για σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας, διερωτώμενος: «Για ποια κυβέρνηση μπορούμε να μιλάμε, αυτή που δεν έχει καν το δικαίωμα να μπαίνει και να βγαίνει στα Παλαιστινιακά εδάφη χωρίς την ισραηλινή άδεια;».
Οποια άποψη κι αν έχει κανείς για την Αλ-Κάιντα, δε μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο Ζαουάχρι σ’ αυτό το σημείο έχει δίκιο. Γιατί η «κυβέρνηση εθνικής ενότητας» δεν αποτελεί στην πραγματικότητα κυβέρνηση (νοείται κυβέρνηση χωρίς κράτος και μάλιστα σε χώρα υπό κατοχή;), προβληματισμός που στο όχι τόσο μακρινό παρελθόν είχε αναπτυχθεί ακόμα και μέσα στη Χαμάς και είχε αποτυπωθεί στις στήλες του ειδησεογραφικού της πρακτορείου («Κέντρο Παλαιστινιακής Ενημέρωσης», άρθρο «Αποτυχία της Παλαιστινιακής διπλωματίας το 2006», 2/1/2007). Πού ακούστηκε κυβέρνηση να μη μπορεί να μαζέψει τους φόρους και τους δασμούς των προϊόντων που εισάγει, τους οποίους ακόμα παρακρατά το Ισραήλ για πάνω από 10 μήνες; Πού ακούστηκε κυβέρνηση να διοικεί μια χώρα που στο εσωτερικό της είναι διάσπαρτοι εποικισμοί ενός άλλου κράτους (στην προκειμένη περίπτωση του Ισραήλ), οι οποίοι φυλάσσονται από ξένο στρατό, κατά παράβαση όλων των ψηφισμάτων του ΟΗΕ για πάνω από μισό αιώνα;
♦ Παράταση του αδιεξόδου
Αυτά είναι γνωστά σε όλους, αλλά η Χαμάς εδώ και καιρό έχει επιλέξει το δρόμο της διπλωματίας, που μέχρι τώρα δεν την έχει οδηγήσει πουθενά. Και μάλιστα, το δρόμο της διπλωματίας με ανθρώπους που επανειλημμένα έχουν εκφράσει την αντίθεσή τους σε κάθε αντίσταση και χαίρουν άκρας εκτίμησης από την Ουάσιγκτον και το Τελ Αβίβ, όπως ο πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής Μαχμούντ Αμπάς. Είναι γεγονός ότι η Χαμάς δεν αναγνωρίζει το Ισραήλ (και καλά κάνει, αυτό έλειπε να το αναγνωρίσει, τη στιγμή που οι Σιωνιστές παραβιάζουν κάθε έννοια ακόμα και αυτού του άδικου «διεθνούς δικαίου»). Είναι επίσης γεγονός ότι η Χαμάς αρνείται να αποκηρύξει τη βία και την αντίσταση, γιατί γνωρίζει ότι αν το κάνει θα πεθάνει πολιτικά, αφού χωρίς βία δεν υπάρχει αντίσταση (εκτός κι αν πιστεύει κανείς ότι οι ισραηλινοί «ράμπο» θα πειστούν να υποχωρήσουν με…. τριαντάφυλλα).
Γνωρίζει όμως εξίσου καλά, ότι η νέα κυβέρνηση, προκειμένου να μην είναι ένα αντίγραφο της προηγούμενης, δεδομένου δυστυχώς ότι εξαρτάται απόλυτα από τη στάση της «Διεθνούς Κοινότητας» και την οικονομική βοήθεια απ’ έξω, θα πρέπει να κάνει γενναίες υποχωρήσεις για να αναγνωριστεί. Η Χαμάς έχει ήδη κάνει αρκετές υποχωρήσεις. Πρώτα απ’ όλα, αποδέχτηκε την οριοθέτηση του νέου παλαιστινιακού κράτους μόνο στα σύνορα πριν το 1967 (Δυτική Οχθη και Λωρίδα της Γάζας), πράγμα που στο παρελθόν ούτε να το συζητήσει δεν ήθελε, ενώ προχώρησε σε μονομερή εκεχειρία, χωρίς όμως ισραηλινή ανταπόκριση, και τώρα ζητά μακρόπνοη ανακωχή για μερικές δεκάδες χρόνια. Ισως αυτά να ήταν επιβεβλημένα από τις περιστάσεις και τον αποδεκατισμό των στελεχών της, ταυτόχρονα με τη διεθνή απομόνωση του παλαιστινιακού κινήματος.
Ομως από μόνα τους δεν αρκούσαν για να γίνει «αποδεκτή» από τους διεθνείς τυράννους. Γιατί σε αντίθεση με την ηγεσία, η βάση της Χαμάς (και πρώτα απ’ όλα τα ένοπλα στελέχη της) δεν φάνηκε να θέλει να εγκαταλείψει την ένοπλη αντίσταση. Ετσι, η «διεθνής κοινότητα» μέσω του περίφημου Κουαρτέτου (ΗΠΑ, ΕΕ. Ρωσία και ΟΗΕ) απαίτησε δύο ακόμα μεγάλες υποχωρήσεις. Την αποκήρυξη της βίας και την αναγνώριση των «ειρηνευτικών συμφωνιών» που είχε υπογράψει ο Αραφάτ. Των συμφωνιών (με πρώτες αυτές του Οσλο, το 1993) που οδήγησαν στο σχηματισμό ενός παλαιστινιακού «κράτους» με μπόλικη διαφθορά, στην ανάπτυξη μιας παλαιστινιακής αστικής τάξης και στην εξέγερση της νέας Ιντιφάντα το Σεπτέμβρη του 2000. Και σ’ αυτό το σημείο η Χαμάς έκανε τελικά πίσω. Αυτό αποτυπώθηκε ξεκάθαρα στο πολιτικό πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης, που το βρήκαμε μεταφρασμένο απ’ το «Jerusalem Media and Communication Centre» (ανεξάρτητο κέντρο ενημέρωσης από Παλαιστίνιους δημοσιογράφους, που ιδρύθηκε το 1998) στο site: www.jmcc.org/politics/pna/nationalgovprog.htm.
Στο πρόγραμμα αναφέρεται επί λέξη ότι «η κυβέρνηση θα σεβαστεί τα διεθνή ψηφίσματα και τις συμφωνίες που υπογράφηκαν απ’ την ΟΑΠ», βασιζόμενη όμως στα εθνικά δίκαια του Παλαιστινιακού λαού (αυτό δεν έλεγε και ο Αραφάτ;). Αναθέτει δε στον Πρόεδρο (Αμπάς) και την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) τις διεθνείς διαπραγματεύσεις, τα αποτελέσματα των οποίων θα πρέπει όμως να επικυρωθούν απ’ το κοινοβούλιο ή από το λαό μέσω δημοψηφίσματος.
Η απαίτηση της Χαμάς για ριζική αλλαγή της ΟΑΠ (στην οποία δε συμμετέχει) δεν υπάρχει στο πολιτικό πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης. Αυτό σημαίνει ότι ο Αμπάς και η Φατάχ (που ελέγχει την ΟΑΠ) θα διεξάγουν τις «ειρηνευτικές συνομιλίες» και μια ωραία πρωία θα έρθει ο Αμπάς και θα τους πει ότι «αυτό μπορούμε να πετύχουμε, επικυρώστε το ή πάμε για δημοψήφισμα ή εκλογές», χρησιμοποιώντας όλους τους εκβιασμούς που θέτει η «διεθνής κοινότητα». Αυτό σημαίνει ότι το αδιέξοδο που υπήρχε μέχρι σήμερα δεν αίρεται, αλλά παρατείνεται και οι εκδηλώσεις της κρίσης του μετατίθενται στο μέλλον.
Το παλαιστινιακό κίνημα φέρεται να μην έχει ξεκάθαρους στόχους, αλλά αυτοί κρύβονται στην ερμηνεία των «εθνικών δικαίων», που ο καθένας τα εξηγεί διαφορετικά. Απ’ αυτή την άποψη, εντύπωση προκαλεί ακόμα κι η μη αναφορά στην Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του νέου παλαιστινιακού κράτους (κάτι που υπήρχε στην συμφωνία Χαμάς-Φατάχ τον Οκτώβρη του 2006, που αθέτησε στη συνέχεια ο Αμπάς με τα γνωστά αποτελέσματα). Από την άλλη, όμως, το πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης περιέχει όλες τις σημαντικές διεκδικήσεις της παλαιστινιακής αντίστασης, από την απελευθέρωση όλων των κρατουμένων μέχρι την καταστροφή του τείχους του αίσχους και την επιστροφή των προσφύγων, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα στην αντίσταση χωρίς να αποκηρύσσει τη βία. Γι’ αυτό δε μπορούμε να μιλάμε ακόμα για «ιστορικό συμβιβασμό» της Χαμάς, αλλά για ένα συμβιβασμό που παρατείνει τα αδιέξοδα, αλλά μπορεί να οδηγήσει τη Χαμάς σε πολύ επικίνδυνα μονοπάτια.
♦ Εταίρος η «διεθνής κοινότητα»;
Εκείνο που προκαλεί εντύπωση είναι ότι η νέα κυβέρνηση δεν έχει πειστεί ακόμα για τις προθέσεις της «διεθνούς κοινότητας». Γι’ αυτό και στο πολιτικό της πρόγραμμα αναφέρεται ότι «η κυβέρνηση θα εργαστεί με τη διεθνή κοινότητα για το τέλος της κατοχής και την αποκατάσταση των νόμιμων δικαιωμάτων του Παλαιστινιακού λαού έτσι ώστε να χτιστεί μια στέρεη βάση για την ειρήνη, την ασφάλεια και την ανάπτυξη της περιοχής». Οταν μισός και πάνω αιώνας δεν είναι αρκετός για να δείξει τις προθέσεις της «διεθνούς κοινότητας» (δηλαδή αυτών που την κυβερνούν), τότε τι να προσθέσουμε εμείς; Για να μη μιλήσουμε για το χοντρό γλείψιμο στην Ευρωπαϊκή Ενωση που «υπεράσπισε το δικαίωμα του λαού μας για ελευθερία και ανεξαρτησία» (πώς άραγε, με το να εντάξει τη Χαμάς στις «τρομοκρατικές οργανώσεις»;) και την έκκληση στις ΗΠΑ να αναθεωρήσουν την άδικη πολιτική τους απέναντι στον παλαιστινιακό λαό.
♦ Η «ασφάλεια»
Αφήσαμε τελευταίο το ζήτημα της «ασφάλειας» και των δυνάμεων ασφαλείας, για τον έλεγχο των οποίων έγινε πολύς ντόρος στο παρελθόν. Ενα από τα ζητήματα-αγκάθια της προηγούμενης κυβέρνησης (της Χαμάς) ήταν ο έλεγχος των δυνάμεων ασφαλείας. Ο αγώνας για τον έλεγχό τους οδήγησε στη δημιουργία δυο παράλληλων σωμάτων, το ένα από τα οποία ελεγχόταν από τη Φατάχ (και τον Αμπάς προσωπικά) και το δεύτερο από το υπουργείο Εσωτερικών (που ανήκε στη Χαμάς) και τα οποία ήρθαν σε ανοιχτή σύγκρουση. Η νέα κυβέρνηση «λύνει» αυτό το πρόβλημα διακηρύσσοντας ότι «η οικοδόμηση των δυνάμεων ασφαλείας θα γίνει σε επαγγελματική βάση και το καθήκον της είναι να καλύπτει τις ανάγκες τους, να μειώσει τις παρτιζάνικες επιδράσεις και να τις οδηγήσει μακριά από πολιτικές πολώσεις και συγκρούσεις».
Δε γνωρίζουμε πώς θα το καταφέρει αυτό, γιατί κάτι τέτοιο προϋποθέτει τη διάλυση του ένοπλου τμήματος της Χαμάς, ή την επιστροφή του στην… αντιπολίτευση. Αν οι δυνάμεις ασφαλείας τεθούν σε επαγγελματική βάση, τότε είτε οι μαχητές της Χαμάς θα πρέπει να ενταχθούν σ’ αυτές είτε να έρθουν σε σύγκρουση μ’ αυτές, αν τολμήσουν να παραβιάσουν την «εκεχειρία» που η νέα κυβέρνηση δεσμεύεται να κάνει τα πάντα για να την επεκτείνει όσο γίνεται.
Ο πονηρός Αμπάς, βλέποντας τη διάθεση της Χαμάς για υποχωρήσεις, τόλμησε να προσλάβει ακόμα και αυτόν τον διαβόητο αμερικανόδουλο πολιτικό της Φατάχ, τον Μοχάμεντ Νταχλάν, ως «σύμβουλο εθνικής ασφαλείας». Τον άνθρωπο δηλαδή που είχε πρωτοστατήσει στο παρελθόν στις διώξεις ενάντια στη Χαμάς και στις πρόσφατες εμφυλιοπολεμικές συγκρούσεις και έκανε τις πιο εμπρηστικές δηλώσεις ενάντια στη Χαμάς! Απ’ αυτό και μόνο μπορούμε να καταλάβουμε τι έχει να γίνει το επόμενο διάστημα. Το περίεργο είναι ότι, αν και στελέχη της Χαμάς αντέδρασαν έντονα, επικρίνοντας τον Αμπάς γι’ αυτή την ενέργεια και καλώντας τον Νταχλάν είτε να παραιτηθεί από βουλευτής είτε να εγκαταλείψει το νέο του πόστο, δεν ήταν ίδια και η στάση του εξόριστου ηγέτη της Χαμάς, Χαλέντ Μεσάλ, ο οποίος σε συνέντευξή του στο «Αλ Τζαζίρα» (19/3/07) δήλωσε ότι ήταν λάθος και πρόωρη η δημόσια αντίδραση των στελεχών της Χαμάς που επέκριναν το διορισμό του Νταχλάν (θα έπρεπε να γίνει μόνο στο εσωτερικό της οργάνωσης κι όχι δημόσια)! Αν δε διαψευστεί αυτή η δήλωση, τότε τα πράγματα είναι μάλλον χειρότερα απ’ όσο δείχνουν.
♦ Τα όρια του συμβιβασμού
Οσους συμβιβασμούς κι αν κάνει η ηγεσία της Χαμάς, περιμένοντας ότι θα αρθεί το οικονομικό εμπάργκο (πράγμα πολύ… χλωμό για την ώρα), τα όρια που θέτει η ίδια η ζωή είναι περιορισμένα. Γιατί πέρα από το πολιτικό πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης, που αποτελεί ένα αντιφατικό κείμενο που κρατά τις ισορροπίες μεταξύ Χαμάς και Φατάχ, υπάρχει και η πραγματικότητα έτσι όπως φάνηκε με την τελευταία επίθεση των μαχητών της Χαμάς στο συνοριακό πέρασμα Κάρνι της Λωρίδας της Γάζας, στη διάρκεια της οποίας σκότωσαν έναν ισραηλινό ηλεκτρολόγο τη στιγμή που έκανε επισκευή ενός στύλου, ενώ πέταξαν βόμβες σε ισραηλινή περίπολο.
Η ενέργεια αυτή όχι μόνο δεν καταδικάστηκε από τη Χαμάς (μόνο ένας συνεργάτης του Χανίγια έσπευσε να κάνει έκκληση για «ηρεμία»), αλλά ο εκπρόσωπος της Χαμάς στη Γάζα δήλωσε ότι η αντίσταση είναι στρατηγική επιλογή, καλύπτοντας τον εκπρόσωπο του ένοπλου τμήματος της οργάνωσης, Αμπού Ομπάιντα, που δήλωσε ότι δεν δεσμεύεται από την εκεχειρία όσο οι Σιωνιστές συνεχίζουν το δολοφονικό τους όργιο.
Η ίδια η ζωή επομένως θέτει το όριο που οι ηγέτες της Χαμάς δε μπορούν να περάσουν, αν δε θέλουν να αυτοκτονήσουν πολιτικά και να γίνουν… θυρωροί του Αμπάς. Γι’ αυτό και εκτιμούμε ότι η νέα κυβέρνηση δεν ανοίγει κανένα νέο δρόμο, αλλά παρατείνει το αδιέξοδο πριν από την επόμενη σύγκρουση.