Ενα ερώτημα που έθεσε ο Δ. Κουφοντίνας στο μήνυμά του έβαλε «φωτιά» στη συγκέντρωση που έγινε την περασμένη Τρίτη στο Πολυτεχνείο, απ’ αφομή το τέλος της δίκης της 17Ν. Το ότι η συζήτηση που ακολούθησε περιστράφηκε κυρίως γύρω απ’ αυτό το ερώτημα αποδεικνύει ότι ήταν καίριο. Είπε ο φυλακισμένος αγωνιστής:
«Το πρώτο ερώτημα είναι: Ως πού είμαστε διατεθειμένοι να παλέψουμε για το σπάσιμο της σιωπής που επιβάλλει η κυριαρχία; Αμεσα συνδεδεμένο με το παραπάνω είναι και το ζήτημα της συζήτησης που δεν έγινε για το ένοπλο στην Ελλάδα και τη σχέση του με το κίνημα. Διάλογος που έχει να κάνει με την αυτογνωσία και τις προοπτικές του κινήματος. Ας μην ξεχνάμε, ότι κύκλοι κλείνουν, κύκλοι ανοίγουν. Πολιτικά σχέδια περνούν, αλλά τα ίδια ερωτήματα πάλι εμφανίζονται. Το δεύτερο ερώτημα είναι, λοιπόν: Είμαστε έτοιμοι ν’ ανοίξουμε αυτή τη συζήτηση;».
Από την πλευρά μας απαντήσαμε καταφατικά στο ερώτημα Κουφοντίνα: Οχι μόνο είμαστε έτοιμοι ν’ ανοίξουμε τη συζήτηση για το ένοπλο, αλλά θεωρούμε πως αυτή η συζήτηση θα καθορίσει τα όρια (ιδεολογικά, πολιτικά, οργανωτικά) του κινήματος αλληλεγγύης. Αλλωστε, όπως καλά γνωρίζουν οι αναγνώστες της «Κ», αυτή η συζήτηση από τη μεριά μας έχει ανοίξει. Ας επανέλθουμε, λοιπόν.
Είναι πολλοί αυτοί που θα συμφωνήσουν ότι το ένοπλο είναι κομμάτι του κινήματος. Δεν θα είχε, άλλωστε, νόημα να συζητάμε για αλληλεγγύη στους πολιτικούς κρατούμενους που αναλαμβάνουν πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή τους στο ένοπλο, αν δεν είχαμε αυτή την αντίληψη. Ομως, αυτή η παραδοχή δεν μας οδηγεί πουθενά. Γιατί συχνά είναι καθαρά υποκριτική, ενώ ακόμη πιο συχνά συνοδεύεται από κάθε άλλο παρά κολακευτικούς χαρακτηρισμούς για το ένοπλο, που αντιμετωπίζεται ως η «προβληματική» πλευρά του κινήματος, ως ένα «αναγκαίο κακό» που απλά είμαστε αναγκασμένοι να το ανεχτούμε.
Οπως είναι γνωστό, το πρόβλημα δεν περιορίζεται ειδικά στο ένοπλο, αλλά αφορά γενικότερα τη λαϊκή αντιβία και την επαναστατική βία ως οργανωμένη μορφή έκφρασής της. Πόσες φορές δεν μας έχει δοθεί η ευκαιρία να σημειώσουμε το (φαινομενικά) οξύμωρο να υμνείται η αντιβία όταν ξεσπά σε διάφορες γωνιές του πλανήτη και να λοιδορείται (συχνά δε και να συκοφαντείται) όταν ξεσπά στη χώρα μας. Το ίδιο ισχύει και για το ένοπλο. Από τη μια έχουμε όρκους πίστης στον Τσε και εκστατικά κείμενα για τα λατινοαμερικάνικα αντάρτικα, για τους Ζαπατίστας (αναφερόμαστε στην πρώτη περίοδό τους, που ο ένοπλος αγώνας αποτελούσε το βασικό στοιχείο της πολιτικής τους), για την αντίσταση στο Ιράκ, και από την άλλη έχουμε αποστασιοποίηση (στην καλύτερη περίπτωση) ή κατασυκοφάντηση (στη χειρότερη) των μορφών αντάρτικου πόλης που αναπτύσσονται στην Ελλάδα.
Για πολλά χρόνια το πρόβλημα της στάσης έναντι του ελληνικού αντάρτικου πόλεων κρυβόταν «κάτω από το χαλί». Σ’ αυτό διευκόλυνε και το γεγονός ότι οι επιθέσεις που οργάνωσε το κράτος ενάντια σε αγωνιστές καταγγέλθηκαν ως σκευωρίες και κατά συνέπεια η υπεράσπιση των διωκόμενων δεν χρειάστηκε να πάρει τη μορφή υπεράσπισης και του ένοπλου. Περιορίστηκε στην πολιτική καταγγελία των σκευωρών και στη διεκδίκηση της αθώωσης των διωκόμενων με πολιτικά και νομικά μέσα. Από το καλοκαίρι του 2002, όμως, το ζήτημα τέθηκε διαφορετικά. Κι ακόμα πιο καθαρά τέθηκε μετά την εμφάνιση στις Αρχές του Δ. Κουφοντίνα και την ανάληψη πολιτικής ευθύνης από τον Χρ. Τσιγαρίδα, αμέσως μετά τη σύλληψή του. Πλέον, το κίνημα δεν είχε να υπερασπιστεί ανθρώπους που υπερασπίζονταν την αθωότητά τους, αλλά ανθρώπους που υπερασπίζονταν την πολιτική επιλογή του ένοπλου.
Το σκηνικό των τρομοδικών βοήθησε και πάλι να κρυφτεί το πρόβλημα «κάτω από το χαλί». Δίκες είχαμε, άνθρωποι φώναζαν πως ήταν θύματα σκευωρίας, τα αστικοδημοκρατικά δικαιώματα κατακουρελιάστηκαν, το κέντρο βάρους μετατοπίστηκε προς αυτή την κατεύθυνση, αφήνοντας την υπεράσπιση της ένοπλης επιλογής στο ημίφως ή και εντελώς στο σκοτάδι. Τώρα, όμως, που φτάσαμε στο τέλος της δίκης της 17Ν και έχουμε ως αποτέλεσμα πολιτικούς κρατούμενους μακράς πνοής, το πρόβλημα δε μπορεί να κρυφτεί άλλο «κάτω από το χαλί». Οσο και να προσπαθείς εσύ να το σπρώξεις, αυτό θα φεύγει και θα σκαρφαλώνει «στο τραπέζι». Και είναι αυτό το πρόβλημα που προκαλεί τριγμούς (και σοβαρούς μάλιστα) στο κίνημα αλληλεγγύης. Τριγμούς που έχουν να κάνουν με τον ίδιο τον προσανατολισμό αυτού του κινήματος και προοιωνίζονται ήδη τη διάσπασή του σε δυο κομμάτια, ένα συντηρητικό και ένα ριζοσπαστικό.
Σημείωνε η «Κ» στο προηγούμενο φύλλο της, πως το κίνημα αλληλεγγύης δε μπορεί να βαδίσει από εδώ και πέρα με όχημα τη νομική διαδικασία και τις πολιτικές παραμέτρους που την αφορούν, αλλά πρέπει να θέσει ως στόχο του την πολιτική λύση και να τη διεκδικήσει επανακοινωνικοποιώντας το λανθάνον κεφάλαιο που με τη δράση τους δημιούργησαν οι οργανώσεις του ένοπλου. Μια δράση στο πλευρό των καταπιεζόμενων τάξεων και στρωμάτων της κοινωνίας μας, με χαρακτήρα αντικαπιταλιστικό και αντιιμπεριαλιστικό. Αυτό ακριβώς είναι που δημιουργεί τις δυσκολίες σε ένα κομμάτι του κινήματος αλληλεγγύης και το έχει ήδη σπρώξει στην αποστασιοποίηση (ακόμη και η λέξη αλληλεγγύη ενοχλεί πλέον). Υπάρχει διάθεση για υπεράσπιση των δικαιωμάτων των πολιτικών κρατούμενων (αυτών που αναγνωρίζει ο αστικός νόμος), όμως η πολιτική λύση είναι κάτι που παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες. Πέραν δε τούτου, εκλαμβάνεται και ως μια λύση ήττας, με τη μορφή επιείκειας του συστήματος (και τα ανάλογα ανταλλάγματα, σε ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο, από τους επαναστάτες πολιτικούς κρατούμενους).
Αντίθετα, η ριζοσπαστική τάση του κινήματος αλληλεγγύης επιλέγει τον καθαρό ορίζοντα. Πολιτική λύση με κοινωνικούς όρους, για να το πούμε σχηματικά. Αυτό σημαίνει πως το ένοπλο θεωρείται κομμάτι του κινήματος. Στο παρελθόν, στο παρόν και το μέλλον. Γιατί -όπως λέει και ο Δ. Κουφοντίνας- κύκλοι ανοίγουν και κύκλοι κλείνουν. Οσο υπάρχει εκμετάλλευση και καταπίεση, όσο η βαρβαρότητα είναι το εργαλείο με το οποίο διεξάγει την ταξική πάλη η αστική τάξη, η βία θα συνοδεύει τους κοινωνικούς αγώνες και το ένοπλο θα κάνει την εμφάνισή του δίπλα στις άλλες μορφές των κινημάτων, πότε σε απόσταση και πότε σε ώσμωση μ’ αυτά, με όλες τις αντιφάσεις που συνοδεύουν τα κινήματα, ειδικά στις περιόδους που δεν είναι και οι καλύτερές τους. Δε μπορεί, λοιπόν, να υπάρξει αλληλεγγύη σ’ αυτούς τους πολιτικούς κρατούμενους χωρίς αναφορά στο ένοπλο ως στοιχείο του κινήματος της επαναστατικής ανατροπής.
Υπάρχει, όμως, και η κριτική στο ένοπλο. Ουδείς την αρνήθηκε. Για να είμαστε, όμως, δίκαιοι, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ταυτόχρονα και την ανάγκη κριτικής στο μη ένοπλο. Γι’ αυτό και είναι απαραίτητη η συζήτηση. Ας μας επιτραπεί, λοιπόν, ως πρώτο βήμα σ’ αυτή τη συζήτηση, που πλέον πρέπει να συνεχιστεί, να παραθέσουμε το μεγαλύτερο τμήμα ενός σημειώματος που είχε δημοσιευτεί στη στήλη πριν από δυόμισι χρόνια («Κ» Νο 354, 6.11.2004), απ’ αφορμή μια από τις πρώτες ενέργειες του «Επαναστατικού Αγώνα», το οποίο δεν έχει χάσει τίποτα από την επικαιρότητά του.
♦ Να ανοίξει η συζήτηση
Από τις στήλες της «Κ» έχει επισημανθεί και με άλλη ευκαιρία πως, ειδικά μετά τα γεγονότα της τελευταίας διετίας, είναι απαραίτητο να ξεκινήσει μια μεγάλη συζήτηση μέσα στο επαναστατικό κίνημα, με τη συμμετοχή και των συντρόφων που έχουν αναλάβει πολιτική ευθύνη για συμμετοχή σε οργανώσεις του ένοπλου. Μια συζήτηση όχι για να καταδικαστεί η μια ή η άλλη κατεύθυνση, αλλά για να βγουν συμπεράσματα χρήσιμα για την επαναστατική ανασυγκρότηση του κοινωνικού κινήματος, που δεν περνάει και τις καλύτερες μέρες του. Ας μας επιτραπεί, λοιπόν, να καταθέσουμε έναν προβληματισμό γι’ αυτή τη συζήτηση.
Ενα από τα βαρίδια που εμπόδισαν αυτή τη συζήτηση να πάρει ουσιαστικό χαρακτήρα από το 1974 μέχρι σήμερα είναι ένας φετιχισμός ως προς τα μέσα και τις μορφές πάλης. Ενας φετιχισμός που δεν αφορούσε μόνο τις οργανώσεις του ένοπλου, αλλά και τις οργανώσεις που ακολουθούσαν διαφορετική τακτική. Οταν η συζήτηση πολώνεται γύρω από το ένοπλο ή μη ένοπλο, ξεφεύγει από την ουσία της, που είναι η τακτική, και μεταφέρεται στα μέσα πάλης, που αποτελούν στοιχείο της τακτικής, δεν είναι όμως η τακτική.
Ας θυμηθούμε μερικές παλιές καλές αλήθειες.
Η εργατική τάξη είναι η πρωτοπόρα τάξη της καπιταλιστικής κοινωνίας, όχι επειδή αυτό επαγγέλθηκε κάποιος προφήτης, αλλά επειδή είναι μια τάξη που συνδέεται άμεσα με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και που για να απελευθερώσει τον εαυτό της πρέπει να απελευθερώσει ολόκληρη την κοινωνία, τσακίζοντας τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και το αστικό κράτος.
Η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας της τάξης και όχι κάποιας φωτισμένης πρωτοπορίας. Καμιά φωτισμένη πρωτοπορία δεν μπορεί να απελευθερώσει την εργατική τάξη και ολόκληρη την κοινωνία ερήμην τους ή απλά με τη σιωπηρή στήριξή τους.
Καθήκον των επαναστατικών πρωτοποριών, λοιπόν, είναι να «μπάσουν» τις επαναστατικές ιδέες μέσα στο αυθόρμητο εργατικό και ευρύτερα το κοινωνικό κίνημα. Να βοηθήσουν να αναπτυχθεί η ταξική συνείδηση και να συγκροτηθεί ένα κίνημα ικανό όχι μόνο να αντιστέκεται στους καθημερινούς σφετερισμούς του κεφάλαιου και του κράτους του, αλλά να αντεπιτεθεί και να νικήσει.
Υπάρχει, βέβαια, και μια άλλη αντίληψη που υποστηρίζει ότι η κοινωνική απελευθέρωση είναι πρωτίστως μια προσωπική υπόθεση, με την έννοια ότι το άτομο είναι εκείνο που αλλάζει αντιλήψεις (μέσα από ποιες διαδικασίες άραγε;) και πως καθήκον των επαναστατικών πρωτοποριών δεν είναι να αλλάξουν τα δεδομένα και τους συσχετισμούς σε κοινωνικό επίπεδο, αλλά να δράσουν ως πρωτοπορίες, αδιαφορώντας για την εθελόδουλη κοινωνική μάζα. Αυτή η αντίληψη, ένα μίγμα στιρνερισμού και νιτσεϊσμού, δεν απέχει πολύ από τη μεταφυσική. Γιατί αρνείται μια βασική επιστημονική αλήθεια: ότι ο άνθρωπος είναι δημιουργός των κοινωνικών συνθηκών και ταυτόχρονα δημιούργημά τους.
Οφείλουμε να πούμε ότι οι οργανώσεις που έκαναν ένοπλη πάλη στη μεταπολιτευτική Ελλάδα ουδέποτε διακήρυξαν μια τέτοια ελιτίστικη αντίληψη, όσο κι αν η δράση τους ενδεχομένως από κάποιους προσλαμβανόταν ως τέτοια. Είναι άλλο πράγμα, όμως, να πεις ότι πρακτικά αυτές οι οργανώσεις δεν πετύχαιναν την ανύψωση του επιπέδου της ταξικής συνείδησης και άλλο να τους φορτώσεις αυτή την «αρχοντική», ελιτίστικη αντίληψη. Σε τελευταία ανάλυση, και οι οργανώσεις του ένοπλου θα μπορούσαν να βάλουν τα ίδια ερωτήματα προς τις οργανώσεις που δεν συμπεριέλαβαν το ένοπλο στην τακτική τους: ποια ήταν η άνοδος της ταξικής συνείδησης ως αποτέλεσμα της δικής σας δράσης;
Ετσι, όμως, η συζήτηση θα πάρει έναν καθαρά μηχανιστικό χαρακτήρα, καθώς η κάθε πλευρά θα αναζητά κατά κάποιο τρόπο τη δικαίωση, μέσα από μια μηχανιστική σχέση μέσων πάλης – επιπέδου ταξικής συνείδησης. Θα αναπαραχθεί, δηλαδή, ο ίδιος φετιχισμός των μέσων πάλης και η περιχαράκωση γύρω απ’ αυτά, αντί για την αναζήτηση της σωστής επαναστατικής τακτικής σήμερα. Γιατί, τελικά, αυτό πρέπει να είναι το «διά ταύτα» της συζήτησης. Τί κάνουμε σήμερα και όχι ποιος είχε δίκιο χτες.
Κατά την ταπεινή μας άποψη, η συζήτηση πρέπει να ξεκινήσει από το θεμελιώδες ζήτημα της σχέσης αυθόρμητου-συνειδητού. Να διερευνηθεί κατ’ αρχάς η κοινωνική πραγματικότητα, έτσι όπως διαμορφώνεται σήμερα. Το επίπεδο της ταξικής συνείδησης και οι παράγοντες που το επηρεάζουν. Αυτό είναι απαραίτητο για να οδηγηθούμε στην τακτική εκείνη η οποία μπορεί στις σημερινές συνθήκες να συντείνει στην άνοδο της ταξικής συνείδησης. Και τότε πλέον θα πρέπει να συζητήσουμε για τα μέσα πάλης. Αν η συζήτηση ξεκινήσει από τα μέσα πάλης, τότε θα είναι μια συζήτηση κυριολεκτικά στον αέρα. Θα είναι σαν να προσπαθούμε να βάλουμε το κάρο μπροστά από τα άλογα.
Ας δούμε, λοιπόν, εν συντομία, έτσι για να βοηθήσουμε το άνοιγμα της συζήτησης, το στίγμα της εποχής που διανύουμε.
Κατά τη δική μας αντίληψη, η σημερινή περίοδος είναι μια περίοδος «ατομικότητας». Μια περίοδος, δηλαδή, που, μολονότι η κρίση του καπιταλισμού έχει βαθύνει και οι εργαζόμενες μάζες δέχονται ιδιαίτερα σκληρή επίθεση, η έννοια της συλλογικής αντίστασης έχει χτυπηθεί και τη θέση της έχει πάρει η αναζήτηση της ατομικής λύσης. Αναζήτηση ατομικής λύσης ακόμα και από εκείνους που δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα, ακόμα και σε περιπτώσεις που κάθε τέτοια προσπάθεια είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη σε αποτυχία. Την ιδεολογία του ατομισμού, που είναι η πεμπτουσία της αστικής ιδεολογίας, τη βλέπουμε παντού. Ακόμα και στα τραγουδάκια του συρμού, ακόμα και στις απλές κουβέντες των ραδιοφωνικών παραγωγών, που κλείνουν τις εκπομπές τους ευχόμενοι στους ακροατές τους «να περνάτε καλά και να προσέχετε τον εαυτό σας». Το κοινωνικό σώμα έχει κατακερματιστεί και ο άνθρωπος, ο άνθρωπος της δουλειάς, ο νέος, όλοι αυτοί που στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν στήριζαν τα μεγάλα κινήματα της αμφισβήτησης, της αντίστασης, της ανατροπής, αυτοί που φλέγονταν από τα απελευθερωτικά οράματα και μετέτρεπαν τα προτάγματά τους σε «καθημερινότητα», εμφανίζονται κοινωνικά αυτιστικοί, απαθείς, αδιάφοροι. Αυτή είναι η κυρίαρχη κοινωνική συμπεριφορά, που δεν αλλάζει, μολονότι παρεμβάλλονται κάποια ξεσπάσματα, όπως έγινε με το ασφαλιστικό επί υπουργίας Γιαννίτση ή στις παραμονές της αμερικανοβρετανικής επίθεσης στο Ιράκ.
Η πολιτική, ως έννοια και ως ασχολία, βρίσκεται στο τελευταίο σκαλί της κοινωνικής κλίμακας αξιών. Δεν χρειαζόμαστε τις δημοσκοπήσεις γι’ αυτό, το βλέπουμε γύρω μας όσοι ερχόμαστε σε επαφή με κόσμο και ειδικά εκείνοι που δραστηριοποιούνται σε «μαζικούς χώρους». Οχι μόνο η αστική πολιτική, αλλά η πολιτική γενικά, συμπεριλαμβανόμενης και της επαναστατικής πολιτικής, η οποία στην καλύτερη περίπτωση θεωρείται χαμένη υπόθεση, χαμένος χρόνος, προσωπική ταλαιπωρία. Η χαρά της συμμετοχής σε συλλογικές δράσεις και συλλογικούς αγώνες είναι άγνωστη στις νεότερες γενιές, που μεγάλωσαν στις συνθήκες της κρίσης του κινήματος.
Η εικόνα αυτή δεν έχει αφήσει ανεπηρέαστες και τις μικρές συλλογικότητες αντικαπιταλιστικού πολιτικού προσανατολισμού και το μειοψηφικό κίνημα που επιμένει να οραματίζεται και να αγωνίζεται. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις διαπιστώνει κανείς ότι αυτό το κίνημα είναι περισσότερο άθροισμα ατομικοτήτων παρά μια διαλεκτικά προσδιορισμένη «ποιότητα» στο πλαίσιο της οποίας το «εγώ» περιορίζεται και υποτάσσεται στο «εμείς». Χαμηλή διαθεσιμότητα και ατομικές στάσεις εμποδίζουν αυτό το κίνημα να φέρει σε πέρας στοιχειώδη καθήκοντα. Ακόμα και οι ιδεολογικοπολιτικές αντιπαραθέσεις, που άλλοτε έδιναν στο κίνημα ζωντάνια, ακόμα και με τις υπερβολές και τις αγκυλώσεις τους, είναι μίζερες, δηλητηριασμένες από εγωισμούς, μικροαστικές ευθιξίες και παραγοντιλίκια. Το αποτέλεσμα είναι και αυτό το κίνημα να γίνεται αυτιστικό, να γυρίζει γύρω από τον αφαλό του, να αυτοϊκανοποιείται με το ελάχιστο (και συχνά ασήμαντο) και να αρνείται να βγει αποφασιστικό στο μεγάλο κοινωνικό επίπεδο, για να ζυμώσει έστω κάποιες ιδέες και να επιδιώξει να αλλάξει τους συσχετισμούς ή έστω να συντείνει στην αλλαγή τους. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα κίνημα που σέρνεται πίσω από το αυθόρμητο και καθορίζει τη δική του τακτική με βάση τα σκαμπανεβάσματα του κοινωνικού κινήματος.
Ποια τακτική, λοιπόν, είναι επιβεβλημένη σ’ αυτές τις συνθήκες;
Μια τακτική «συγκέντρωσης των δυνάμεων» θα ήταν εκτός τόπου και χρόνου. Θα ήταν μια βολουνταριστική τακτική χωρίς καμιά κοινωνική αντιστοίχιση, ακριβώς επειδή δεν υπάρχουν οι δυνάμεις που πρέπει να συγκεντρωθούν. Χρειάζεται, λοιπόν, μια τακτική δημιουργίας των «δυνάμεων», που πρακτικά σημαίνει μια τακτική που θα βάλει ως στόχο της να ξανακάνει την επαναστατική πολιτική ελκτική υπόθεση για τις πιο πρωτοπόρες δυνάμεις του κοινωνικού κινήματος. Μια τακτική που θα αναδεικνύει τις αρχές της συλλογικότητας, της συνευθύνης, της συναπόφασης, της κοινής πράξης.
Ας συζητήσουμε, λοιπόν, γι’ αυτή την τακτική. Πώς θα μπουν νέες δυνάμεις στο επαναστατικό απελευθερωτικό κίνημα; Μέσα από ποιους κοινωνικούς χώρους θα αντληθούν αυτές οι δυνάμεις; Πώς θα αρθεί το χάσμα ανάμεσα στο οργανωμένο επαναστατικό κίνημα και σε εκείνες τις κοινωνικές δυνάμεις που βρίσκονται στον «προθάλαμο» του κινήματος; Τελικά τι θέλουμε, μια οργανωμένη πρωτοπορία που θα δρα παραδειγματικά και θα δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα στον εαυτό της και την κοινωνία ή μια πρωτοπορία από την οποία δεν θα λείπει η παραδειγματική δράση (η οποία συχνά επιβάλλεται από τον ταξικό αντίπαλο), αλλά κύριος στόχος της θα είναι να κλείνει το χάσμα ανάμεσα στους «λίγους» και τους «πολλούς»;
Αν τοποθετήσουμε το ζήτημα έτσι, τότε μπορούμε με άλλο μπούσουλα να συζητήσουμε για τις μορφές πάλης. Επισημαίνω το αυτονόητο και μ’ αυτό κλείνω: ότι η ζύμωση είναι μορφή πάλης. Παντού και πάντοτε και ειδικά σε περιόδους σαν τη σημερινή, με προβλήματα σαν αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Πέτρος Γιώτης