«Μετά από 25 χρόνια χωρίς πόλεμο, το Ισραήλ βίωσε ένα πόλεμο διαφορετικού είδους. Ο πόλεμος επομένως έφερε ξανά στο επίκεντρο ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα που τμήματα της ισραηλινής κοινωνίας προτιμούσαν να αποφύγουν. Οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις δεν ήταν έτοιμες γι’ αυτόν τον πόλεμο. Μεταξύ των πολλών λόγων γι’ αυτό, μπορούμε να αναφέρουμε μερικούς: Ορισμένες από τις πολιτικές και στρατιωτικές ελίτ στο Ισραήλ έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το Ισραήλ είναι υπεράνω της εποχής των πολέμων. Είχε αρκετή στρατιωτική ισχύ και ανωτερότητα για να αποθαρρύνει άλλους από το να κηρύξουν τον πόλεμο εναντίον του. Αυτά θα ήταν επίσης αρκετά για να στείλουν μία οδυνηρή υπενθύμιση στον καθένα που θα εμφανιζόταν ασυγκράτητος. Εφόσον το Ισραήλ δεν σκόπευε να ξεκινήσει ένα πόλεμο, το συμπέρασμα ήταν ότι η κύρια πρόκληση που θα είχαν να αντιμετωπίσουν οι επίγειες δυνάμεις θα ήταν ασύμμετρες συγκρούσεις χαμηλής έντασης. Με βάση αυτές τις παραδοχές, οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις δε χρειάζονταν να είναι προετοιμασμένες για ένα “πραγματικό” πόλεμο».
Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται απ’ την προκαταρκτική έκθεση της επιτροπής Βίνογκραντ για τα συμπεράσματα από την έναρξη του ισραηλινολιβανικού πολέμου του περασμένου καλοκαιριού, που δημοσιεύτηκε την περασμένη Δευτέρα. Θα ακολουθήσει και δεύτερη έκθεση διότι η πρώτη επικεντρώνεται στις αποφάσεις που οδήγησαν σ’ αυτό τον πόλεμο και όχι τόσο στα λάθη που έγιναν κατά τη διεξαγωγή του.
Η έκθεση αυτή έπεσε σαν βόμβα πάνω στην ισραηλινή κυβέρνηση. Προκάλεσε τέτοια πολιτική κρίση που οδήγησε (μέχρι στιγμής) στην παραίτηση ενός υπουργού (του υπουργού άνευ χαρτοφυλακίου Εϊτάν Καμπέλ), και στην απαίτηση ακόμα και από την υπουργό Εξωτερικών Τζίπι Λίβνι να παραιτηθεί ο Ολμερτ (η ίδια εξέφρασε την προθυμία της να αναλάβει τα ηνία του κόμματος Καντίμα και της κυβέρνησης). Παρά το γεγονός ότι η επιτροπή Βίνογκραντ στήθηκε από τον ίδιο τον Ολμερτ λίγο μετά το τέλος του πολέμου (το Σεπτέμβρη του 2006), αυτό το πρώτο πόρισμά της χρησιμοποίησε ιδιαίτερα σκληρή γλώσσα εναντίον του, χρεώνοντάς του την κύρια ευθύνη για την κατάληξη του πολέμου στο Λίβανο. Φυσικά, από τα πυρά της επιτροπής δεν γλύτωσαν ούτε ο υπουργός Πολέμου Αμίρ Πέρετζ ούτε ο απερχόμενος αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού (παραιτήθηκε τον περασμένο Γενάρη) Νταν Χαλούτζ. Η επιτροπή Βίνογκραντ έκρινε ότι ο Ολμερτ αποφάσισε βιαστικά την έναρξη του πολέμου χωρίς να έχει στα χέρια του ολοκληρωμένο σχέδιο, ότι έθεσε στόχους πολύ φιλόδοξους και ακατόρθωτους κι ότι δεν έλαβε υπ’ όψη του τις επιφυλάξεις που του είχαν τεθεί πριν από την απόφαση για την έναρξη του πολέμου.
Ακόμα πιο σκληρή ήταν η γλώσσα που χρησιμοποίησε η επιτροπή για τον υπουργό Πολέμου, Αμίρ Πέρετζ (πρώην εργατοπατέρα για να μην ξεχνιόμαστε), για τον οποίο αναφέρει ότι δεν είχε γνώση ούτε εμπειρία των στρατιωτικών, κυβερνητικών και πολιτικών θεμάτων, παρέβλεψε τις επιφυλάξεις που εκφράζονταν στις διάφορες συναντήσεις, δεν εξέτασε τα επιχειρησιακά σχέδια του στρατού, ούτε τα ζήτησε καν για να αποφασίσει, και εν τέλει η θητεία του στο υπουργείο Πολέμου εμπόδισε το Ισραήλ να απαντήσει αποτελεσματικά στις προκλήσεις που έπρεπε να αντιμετωπίσει. Οσον αφορά τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού, η επιτροπή χαρακτήρισε τη στάση του παρορμητική, χρεώνοντάς του ότι δεν ενημέρωσε τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Πολέμου για την πολυπλοκότητα της επιχείρησης, αν και γνώριζε ότι κανένας τους δεν είχε επαρκή γνώση και εμπειρία σ’ αυτά τα θέματα.
Η επιτροπή Βίνογκραντ παραδέχτηκε την ικανότητα της Χεζμπολά να διατηρεί δυνάμεις της στα σύνορα και να υπαγορεύει τη στιγμή της κλιμάκωσης του πολέμου καθώς και τις στρατιωτικές της δυνατότητες να πλήξει το Ισραήλ με ρουκέτες χωρίς να μπορεί το τελευταίο να σταματήσει αυτές τις επιθέσεις. Το πιο σημαντικό συμπέρασμα όμως πιστεύουμε ότι βρίσκεται στο κείμενο που παραθέσαμε στην αρχή. Το Ισραήλ πίστευε ότι ήταν υπεράνω όλων βασισμένο στη στρατιωτική του υπεροπλία. Κι αυτό το πλήρωσε ακριβά.
Γιατί πέρα απ’ τη στρατιωτική υπεροπλία υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που παίζουν ρόλο σ’ ένα πόλεμο. Αυτό μπορεί να μην το ανέφερε ξεκάθαρα η επιτροπή Βίνογκραντ αλλά το δίδαξε η ίδια η ζωή σ’ όσους θέλουν να διδάσκονται απ’ αυτήν. Στον πόλεμο παίζει ρόλο η σταθερότητα στα μετόπισθεν και η ενότητα και αποφασιστικότητα αυτών που τον διεξάγουν. Η Χεζμπολά διεξήγαγε ένα δίκαιο πόλεμο έχοντας στο πλάι της τη συντριπτική μερίδα του λιβανέζικου λαού και στην πρώτη γραμμή ανθρώπους αποφασισμένους για όλα. Αντίθετα, οι Σιωνιστές διεξήγαγαν έναν άδικο, κατακτητικό πόλεμο, με το λαό τους να μη θέλει να χύσει ούτε σταγόνα αίμα γι’ αυτόν, αλλά να νικήσει χάρη μόνο στη στρατιωτική υπεροπλία. Αλλά αυτό μπορεί να συμβεί μόνο στα video games κι όχι στην πραγματική ζωή.