Μετά τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, αυτή εδώ η εφημερίδα και η συλλογικότητα που την εκδίδει πήγαινε για πολλοστή φορά κόντρα στο ρεύμα, εκτιμώντας ότι το εκλογικό αποτέλεσμα δε συνιστούσε «στροφή προς τ’ αριστερά», παρά την ενίσχυση των ποικιλόχρωμων αριστερών ψηφοδελτίων (κοινοβουλευτικών και εξωκοινοβουλευτικών), διότι η ψήφος δεν αντιστοιχιζόταν με κοινωνικές διεργασίες. Η άποψη αυτή ακουγόταν ως αιρετική, διότι ήταν πολλοί εκείνοι που αρέσκονταν στην ερμηνεία της «αριστερής στροφής». Και δεν εννοούμε μόνο τα κόμματα της καθεστωτικής αριστεράς, που είχαν κάθε λόγο να επαίρονται για την άνοδο της εκλογικής τους επιρροής, αλλά και μια σειρά δυνάμεις της οιονεί επαναστατικής αριστεράς, που έχουν αναγάγει τη συμμετοχή στις εκλογές σε ανώτερη μορφή της ταξικής πάλης.
Από τις εκλογές πέρασαν 7 μήνες. Διάστημα αρκετό για να βγουν συμπεράσματα, δεδομένου ότι κατά τη διάρκειά του είχαμε πλούσιες πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, με κορυφαία τη μάχη ενάντια στο ασφαληστρικό. Μπορούμε, λοιπόν, να διερευνήσουμε αν όντως είχαμε αριστερή στροφή.
Ας αφήσουμε στην άκρη το σκάνδαλο Ζαχόπουλου ή μάλλον ας το συσχετίσουμε με το ασφαληστρικό. Η κυβέρνηση κατάφερε να ξεφύγει από τη μέγκενη αυτού του σκανδάλου επιτιθέμενη στο μέτωπο της κοινωνικής ασφάλισης! Και μόνο αυτή η δυνατότητα της κυβέρνησης δείχνει ότι κάτι δεν πάει καλά με την… αριστερή στροφή, η οποία μάλιστα εκείνο το διάστημα εμφανιζόταν ως πιο μαζική (καταγραμμένη στα γκάλοπ). Και βέβαια, τα πράγματα φάνηκαν πιο καθαρά στη μάχη κατά του ασφαληστρικού. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία κατάφερε να μανιπουλάρει τον αγώνα χωρίς αντιστάσεις και να τον ξεπουλήσει επίσης χωρίς αντιστάσεις. Η σταθερότητα του συστήματός της δεν διασαλεύτηκε, δεν κινδύνεψε. Ακόμα πιο εύκολα κατάφερε να ξεπουλήσει, με συνοπτικές διαδικασίες, την επαύριο της ήττας στο μέτωπο του ασφαληστρικού, το μεροκάματο, προσφέροντας στην κεφαλαιοκρατία ένα σημαντικό εργαλείο για να διαχειριστεί την περίοδο της κρίσης.
Βέβαια, τα κόμματα της αντιπολίτευσης προσδο- κούν πολιτικά (εκλογικά) οφέλη από τη φθορά που υπέστη η κυβέρνηση. Δεν θα μας απασχολήσει εδώ το κατά πόσο αυτές οι προσδοκίες είναι βάσιμες και η έκταση αυτών τον οφελών. Το ερώτημα είναι αν αυτά τα οφέλη θα είναι ταυτόχρονα και οφέλη για τους εργαζόμενους. Η πείρα οδηγεί σε μια κατηγορηματική αρνητική απάντηση. Οι αντιπολιτεύσεις χαϊδεύουν τ’ αυτιά των εργαζόμενων, μετατρέπουν τους αγώνες τους σε δεκανίκι της αντιπολιτευτικής τους τακτικής, οδηγώντας τους σε ήττες (μόνο έτσι «αποδίδουν» πολιτικά) κι όταν γίνονται κυβέρνηση συνεχίζουν την ίδια πολιτική, με ελάχιστες παραλλαγές. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τα δυο μεγάλα κόμματα εξουσίας, αλλά και για τα δυο αριστερά δεκανίκια του συστήματος, που όταν χρειάστηκε να δώσουν εξετάσεις κυβερνητισμού (την περίοδο 1989-90), τις πέρασαν με άριστα.
Για μια ακόμη φορά φαίνεται καθαρά, ότι οι αλλαγές στην εκλογική συμπεριφορά δεν αποτελούν ούτε αναγκαία ούτε –πολύ περισσότερο– ικανή συνθήκη για αλλαγές στην κοινωνική συμπεριφορά. Μια πραγματική στροφή προς τ’ αριστερά θα άρχιζε όχι από την «ψήφο του καναπέ», αλλά από τους ταξικούς αγώνες, στην πιο πρωτόλεια μορφή τους, τον οικονομικό αγώνα ενάντια στους συνεχείς σφετερισμούς του κεφάλαιου και της κυβέρνησής του. Σε μια μεταβατική περίοδο θα αποτυπωθούν και εκλογικά. Οχι αντίστροφα.
Π.Γ.