Χρειάστηκε να σκοτωθούν 13 διαδηλωτές και να τραυματιστούν άλλοι 400, σε τρεις μέρες καθημερινών συγκρούσεων των διαδηλωτών με την αστυνομία, για να υποχωρήσει η κυβέρνηση από την άκαμπτη στάση της. Μια στάση που οδήγησε την τιμή του ψωμιού να αυξηθεί κατά 30% και να φτάσει ένα φραντζολάκι να κοστίζει 20 σεντ του δολαρίου (16 σεντ του ευρώ περίπου), σε μία χώρα που ο μέσος μηνιαίος μισθός ενός εργάτη δεν ξεπερνά τα 37 δολάρια (29 ευρώ). Για να έχετε μια εικόνα της πρόκλησης, σκεφτείτε ότι αν αυτό είχε συμβεί στην Ελλάδα, ένα φραντζολάκι θα είχε φτάσει κοντά στα 4 ευρώ (αυτό προκύπτει κατ’ αναλογία, με μέσο μισθό τα 700 ευρώ).
Ετσι, η «χωρίς επιστροφή» απόφαση για τη διατήρηση των υψηλών τιμών στο ψωμί και των αυξήσεων στο ηλεκτρικό και στο νερό (που προκλήθηκαν εν μέρει από την ενδυνάμωση του νοτιοαφρικάνικου ριάντ έναντι του εθνικού νομίσματος, μιας και η Μοζαμβίκη είναι εξαρτημένη από τις εισαγωγές από τη Νότια Αφρική), αντικαταστάθηκε με την επαναφορά της προηγούμενης τιμής του ψωμιού και την απόσυρση των αυξήσεων σε ηλεκτρικό και νερό, όπως αποφάσισε η κυβέρνηση την περασμένη Τρίτη, σε έκτακτη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου.
Το παράδειγμα της Μοζαμβίκης δείχνει και τα όρια της εκμετάλλευσης των λαϊκών μαζών του «τρίτου» κόσμου. Οι λαϊκές μάζες δεν είναι διατεθειμένες να πεθάνουν για την «εθνική οικονομία». Οταν έρχονται σε σκληρή σύγκρουση με το καθεστώς, τότε οι κυβερνήσεις αναγκάζονται να κάνουν πίσω για να γλιτώσουν τα χειρότερα (έστω και πρόσκαιρα). Αυτές οι μικρές κατακτήσεις δεν αλλάζουν φυσικά το σύστημα. Προστατεύουν όμως τους προλετάριους από τον ηθικό και φυσικό εκφυλισμό που τους οδηγεί ο σύγχρονος Μεσαίωνας που επιβάλλει το κεφάλαιο. Γι’ αυτό και έχουν εξαιρετική σημασία στις μέρες μας, που κάθε τέτοιος αγώνας θεωρείται «ξεπερασμένος» ή συνώνυμο της «τρομοκρατίας»…