Τίτλο στο πολιτικό σχόλιο που ακολουθεί προσφέρει η κινέζικη όπερα που πήγε να παρακολουθήσει ο Κ. Σημίτης, μετά το δεύτερο «σιχτίρ» που έστειλε εγγράφως στον διάδοχό του στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Προ ημερών εθεάθη να παρακολουθεί τη «Μήδεια» του Δ. Παπαϊωάννου, από την οποία εμπνεύστηκε, ως φαίνεται, την παιδοκτονία. Ετσι, κατάφερε μέσα σ’ ένα διήμερο να κάνει το ΠΑΣΟΚ και πάλι μια… ωραία ατμόσφαιρα, με το Γιωργάκη σε ρόλο Σίσυφου που εκεί που νόμιζε ότι βαδίζει σταθερά προς την κορυφή, βρέθηκε στον πάτο χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει.
Είναι περιττό και να συζητάμε αν ο Σημίτης είχε μετρήσει το τι θα γινόταν, όταν έγραφε την πρώτη προς Γιωργάκη επιστολή του. Είναι τόση η πολιτική εμπειρία του που δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είχε πρόθεση να προκαλέσει σκάνδαλο. Μάλιστα, για να μη τυχόν λαθέψει ο Γιωργάκης και δεν καταλάβει, φρόντισε να γράψει την επιστολή σ’ ένα εντελώς εξευτελιστικό για το Γιωργάκη ύφος. Σαν μπαμπάς που μαλώνει το παιδάκι του που δεν ξέρει τι κάνει. Ηταν μια επιστολή ανατριχιαστικής ξενοδουλείας. Ακόμα και αν ο Σημίτης έδινε εξετάσεις στους ευρωπαίους φίλους του, προσδοκώντας σε κάποιο ευρωπαϊκό πόστο (μάλλον έχει χάσει οριστικά αυτή την προοπτική), θα μπορούσε να γράψει την επιστολή με τέτοιο τρόπο που να μη θίγει το Γιωργάκη και μάλιστα να τον ενημερώσει προηγουμένως. Το κίνητρό του πρωτίστως ήταν να εξευτελίσει τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ. Βρήκε ευκαιρία να πάρει εκδίκηση για όσα του σέρνουν το τελευταίο δεκάμηνο οι οπαδοί του Γιωργάκη, αλλά και για τις αποστάσεις που ο τελευταίος προσπαθεί να κρατήσει από το έργο των κυβερνήσεων Σημίτη. Αν πρέπει να σημειώσουμε κάτι, είναι ότι ο Σημίτης έχει πολύ καλή εσωτερική ενημέρωση, γι’ αυτό και ήξερε πως αντίθετα με την πρόταση για δημοψήφισμα ήταν όλα σχεδόν τα κορυφαία στελέχη του ΠΑΣΟΚ (του παπανδρεϊκού και του βενιζελικού στρατόπεδου). Αρα, η παρέμβασή του αποσκοπούσε στην όξυνση της εσωτερικής κρίσης.
Ο Γιωργάκης, ανασφαλής και πανικόβλητος, καθώς βλέπει τα γκάλοπ να μην τον δικαιώνουν σε τίποτα, έσπευσε να τον θέσει ουσιαστικά εκτός κοινοβουλευτικής ομάδας (το ότι δεν έστειλε επιστολή στο Σιούφα δε λέει τίποτα), για να δοκιμάσει αμέσως ένα δεύτερο σκληρό σοκ, καθώς τα τρία πρώτα γκάλοπ που έγιναν έδιναν μεταξύ των οπαδών του ΠΑΣΟΚ στο «δεν έπρεπε να τον διαγράψει» πάνω από 40%, ελάχιστα κάτω από το «καλά έκανε και τον διέγραψε». Εκείνο που πιστοποιήθηκε είναι πως το ΠΑΣΟΚ εξακολουθεί να παραμένει διχασμένο, χωρίς οι οπαδοί του να έχουν σαφείς απόψεις, χωρίς να τρέφουν καμιά εμπιστοσύνη στον αρχηγό τους. Αυτό το εκτίμησε σωστά ο Σημίτης, γι’ αυτό και στη δεύτερη επιστολή του (στο ίδιο προσβλητικό για το Γιωργάκη ύφος), του θύμιζε ότι «το ΠΑΣΟΚ από το 2004 και μετά έχασε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις και το ποσοστό του στην απήχηση των ψηφοφόρων έχει μειωθεί δραστικά». Σαν να του έλεγε ότι είναι άχρηστος και κακώς παραμένει γατζωμένος στην καρέκλα.
Οι εξελίξεις αυτές προκαλούν κινητικότητα σε όλο το πολιτικό σκηνικό. Είναι φανερό ότι με ένα τέτοιο ΠΑΣΟΚ το σύστημα της δικομματικής εναλλαγής δε μπορεί να λειτουργήσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ καρπώνεται σημαντικό μέρος της φθοράς του ΠΑΣΟΚ (τα επόμενα γκάλοπ το πιο πιθανό είναι να δείξουν αναστροφή της πτωτικής τάσης των τελευταίων μηνών), όμως ακόμα δεν έχουν διαμορφωθεί όροι για εκλογική συνεργασία. Ούτε όροι διάσπασης του ΠΑΣΟΚ φαίνονται αυτή τη στιγμή. Ομως, δύσκολα θα μπορέσει να κερδίσει αυτοδυναμία και η ΝΔ, η οποία αναμένεται να υποστεί παραπέρα φθορά, λόγω της πολιτικής που μεταφέρει τα βάρη της κρίσης στις πλάτες των εργαζόμενων. Ο Καραμανλής έχει ένα χρόνο μπροστά του για να επιδιώξει να καθαρίσει το τοπίο με εκλογές, όμως σε συνθήκες κρίσης ένας χρόνος είναι πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, στη διάρκεια του οποίου μπορεί ν’ αλλάξουν πολλά.
Γιατί υπάρχει ένας απρόβλεπτος παράγοντας. Πώς θα διαμορφωθεί η κοινωνική κατάσταση τους επόμενους μήνες; Ολοι προσεύχονται να παραμείνει ως έχει. Δηλαδή, με ένα λαό αποκαμωμένο και παθητικοποιημένο, χωρίς καμιά διάθεση αντίστασης και διεκδίκησης. Ξέρουν, όμως, ότι με προσευχές δεν εξασφαλίζεται η κοινωνική ειρήνη. Οπως επίσης ξέρουν, ότι το πολιτικό κενό, δηλαδή το κενό εκπροσώπησης του συνόλου της αστικής πολιτικής εγκυμονεί κινδύνους εκρήξεων. Ειδικά σε συνθήκες κρίσης και άγριας επίθεσης των δυνάμεων του κεφάλαιου.
Αυτός ο φόβος των αστών πρέπει να γίνει πράξη. Ομως, και σ’ αυτό δε βοηθούν τα ευχολόγια. Ολες οι οργανωμένες δυνάμεις με ταξική ή επαναστατική αναφορά οφείλουν να συνειδητοποιήσουν πως η δική τους παρέμβαση είναι απαραίτητη. Οχι μεγάλα λόγια, όχι πολιτική ουράς στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, όχι παιχνιδάκια στα βαλτόνερα του αστικού κοινοβουλευτισμού, αλλά κατεύ-θυνση ανεξάρτητης ταξικής οργάνωσης και δράσης.