Στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναγκάστηκε τελικά να καταφύγει η πακιστανική κυβέρνηση για να αποσοβήσει την επικείμενη χρεωκοπία, αφού πρώτα οι ΗΠΑ και έπειτα η Κίνα και η Σαουδική Αραβία απέρριψαν τις απεγνωσμένες εκκλήσεις της για επείγουσα οικονομική στήριξη. Το Πακιστάν, στρατηγικός εταίρος των ΗΠΑ στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», πληρώνει πολύ ακριβό τίμημα στις συνθήκες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Η βία κλιμακώνεται και εξαπλώνεται στη χώρα, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στις παραμεθόριες φυλετικές περιοχές του δυτικού Πακιστάν αποδεικνύονται αναποτελεσματικές, οι αμερικάνικες πιέσεις εντείνονται, η λαϊκή οργή φουντώνει, η οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση οδηγεί τη χώρα στα πρόθυρα του χάους, με απρόβλεπτες συνέπειες όχι μόνο στο Πακιστάν αλλά και στην ευρύτερη περιοχή.
Οι υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες και ο υπερβολικός εξωτερικός διανεισμός είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες της οικονομικής κρίσης. Υπολογίζεται ότι τα συναλλαγματικά αποθέματα του Πακιστάν θα εξαντληθούν σε εφτά περίπου βδομάδες, που σημαίνει ότι δεν θα μπορεί να πληρώσει τις δόσεις του εξωτερικού χρέους, ενώ η κεντρική τράπεζα διαθέτει ξένο συνάλλαγμα για να καλύψει τις εισαγωγές μόνο για πέντε βδομάδες, γεγονός που έχει οδηγήσει στην ακύρωση παραγγελιών ύ-ψους 67 εκατομμυρίων δολαρίων. Ο πληθωρισμός τρέχει με ρυθμό 25 – 30%, οι τιμές των βασικών αγαθών έχουν διπλασιαστεί και το εθνικό νόμισμα, η ρουπία, έχει χάσει το ένα τρίτο της αξίας της μέσα στο 2008, ενώ η χώρα αντιμετωπίζει σοβαρές ελλείψεις ενέργειας, με αποτέλεσμα τις διακοπές ηλεκτρικού ρεύματος για 12 ή και περισσότερες ώρες σε πολλές περιοχές της χώρας.
Η πακιστανική κυβέρνηση έχει ζητήσει από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο τη χορήγηση δανείου συνολικού ύψους 15 δισ. δολαρίων και την άμεση καταβολή απ’ αυτό 5 δισ. για την κάλυψη άμεσων αναγκών. Με τους γνωστούς φυσικά επαχθείς όρους, την αύξηση της φορολογίας και τη δραστική περικοπή των κοινωνικών δαπανών, όχι όμως και των στρατιωτικών, ώστε να μπορέσει η κυβέρνηση να συνεχίσει τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» στις παραμεθόριες φυλετικές περιοχές, όπως απαιτεί ο Λευκός Οίκος, ο οποίος έχει τη δυνατότητα να εκβιάσει την πακιστανική κυβέρνηση και μέσω της διαπραγματευτικής διαδικασίας με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Αλλωστε η τελευταία έχει ήδη προχωρήσει σε επώδυνα μέτρα, όπως την κατάργηση των κρατικών επιδοτήσεων σε καύσιμα, ηλεκτρικό ρεύμα και τρόφιμα, ενώ έχει αποφασίσει την επιβολή φορολογίας σε μη φορολογούμενους μέχρι τώρα τομείς καθώς και την αύξηση της φορολογίας σε ποσοστό από 10% σε 15% στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν.
Τα σκληρά μέτρα λιτότητας είναι βέβαιο ότι θα φουντώσουν τη λαϊκή οργή και τα αντιαμερικάνικα αισθήματα, θα βαθύνουν την πολιτική κρίση, και πιθανότατα θα πυροδοτήσουν ανεξέλεγκτες κοινωνικές εκρήξεις. Ο πακιστανικός λαός έχει πληρώσει ακριβά και στο παρελθόν την προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, γι’ αυτό και ένα από τα επιτεύγματά του, για το οποίο κόμπαζε ο στρατηγός Μουσάραφ, ήταν ότι κατάφερε να α-ποδεσμεύσει τη χώρα από το ΔΝΤ.
Στις συνθήκες αυτές, η συνέχιση των στρατιωτικών επιχειρήσεων στις παραμεθόριες φυλετικές περιοχές, με το τεράστιο οικονομικό και ανθρώπινο κόστος και τους 200.000 πρόσφυγες, προκαλεί αντιδράσεις όχι μόνο στις γραμμές των κομμάτων της αντιπολίτευσης αλλά και του κυβερνητικού συνασπισμού. Χαρακτηριστική είναι η ομόφωνη απόφαση της ειδικής συνόδου της πακιστανικής βουλής στις 22 Οκτωβρίου, με θέμα τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», ύστερα από συνεδριάσεις δύο βδομάδων. Η απόφαση, μεταξύ άλλων, καλεί την κυβέρνηση να προχωρήσει «επειγόντως σε αναθεώρηση της στρατηγικής εθνικής ασφάλειας», θεωρεί ότι «ο διάλογος πρέπει να είναι τώρα η ύψιστη προτεραιότητα, το βασικό εργαλείο για τη διαχείριση της σύγκρουσης», ότι «ο στρατός πρέπει να αντικατασταθεί το συντομότερο δυνατόν από πολιτικές υπηρεσίες εφαρμογής των νόμων» και ότι το Πακιστάν πρέπει να ακολουθεί «ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική». Η απόφαση αυτή δεν είναι δεσμευτική για την κυβέρνηση, παρόλο που ψηφίστηκε και από τον κυβερνητικό συνασπισμό, έχει όμως ιδιαίτερη πολιτική σημασία, γιατί αντανακλά το πολιτικό κλίμα στη χώρα, και αναμφίβολα δημιουργεί προβλήματα στο Λευκό Οίκο, ο οποίος συνεχίζει να ασκεί έντονες πιέσεις για συνέχιση και κλιμάκωση του πολέμου, και στον πακιστανό πρόεδρο και εκλεκτό των Αμερικάνων, Αζίφ Ζαρντάρι.
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται η απόφαση του διήμερου (27 και 28 Οκτωβρίου) κοινού συμβουλίου (Ζίργκα) 50 αφγανών και πακιστανών πολιτικών και φύλαρχων στην πακιστανική πρωτεύουσα, με την υποστήριξη των δύο κυβερνήσεων, για τη συγκρότηση επιτροπών που θα επιδιώξουν την ανάπτυξη επαφών με Ταλιμπάν, με στόχο τον τερματισμό της εξέγερσης στις δύο χώρες. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια ενός από τους συμμετέχοντες, του Rustam Shah Mohmand, πρώην πρεσβευτή του Πακιστάν στο Αφγανιστάν, ο οποίος είπε ότι είναι αδύνατο να γίνουν διαπραγματεύσεις με τους Ταλιμπάν όσο τα νατοϊκά στρατεύματα παραμένουν στο Αφγανιστάν και κάλεσε την πακιστανική και την αφγανική κυβέρνηση να σταματήσουν να επιμένουν ότι θα διαπραγματευτούν μόνο με όσους Ταλιμπάν θα καταθέσουν τα όπλα, γιατί δεν είναι στην κουλτούρα των ανθρώπων στο Αφγανιστάν και στις φυλετικές περιοχές, που έχουν πάρει τα όπλα και πολεμούν, να τα καταθέτουν.
Τα λόγια του επιβεβαίωσε μια νέα ανακοίνωση των Ταλιμπάν στις 25 Οκτωβρίου, στην οποία δηλώνουν ότι θα συνεχίσουν να πολεμούν στο Αφγανιστάν και αποκλείουν τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση του Χαμίντ Καρζάι όσο τα ξένα στρατεύματα παραμένουν στη χώρα. Ξεκαθαρίζουν ότι η μόνη λύση και ο πιο επιτυχής δρόμος για την επίλυση του αφγανικού προβλήματος είναι η χωρίς όρους αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από τη χώρα. Αρνούνται κάθε ανάμειξή τους στις διαπραγματεύσεις στη Σαουδική Αραβία και καταγγέλλουν ότι η σχετική φημολογία έχει στόχο να διασπάσει το κίνημά τους, που έχει επεκτείνει την επιρροή του μέχρι τα περίχωρα της Καμπούλ.