Είναι πραγματικά θλιβερό και εξοργιστικό, αλλά αποτελεί πραγματικότητα. Τα βάσανα ενός λαού τα θυμούνται μόνο όταν οι τηλεοράσεις γεμίσουν με αίμα. Αίμα όχι των ανθρώπων που στενάζουν κάτω από μια βάρβαρη καταπίεση (συχνά για δεκαετίες ολόκληρες), αλλά ανυποψίαστων –και πολλές φορές πράγματι αθώων– θυμάτων, όπως η 13χρονη Αμερικανίδα που σκοτώθηκε με τον πατέρα της στις πρωτοφανείς επιθέσεις που έγιναν την προηγούμενη βδομάδα στην Μομπάη (πρώην Βομβάη), την πρωτεύουσα του κρατιδίου Μαχαρασάτρ, που αποτελεί και την οικονομική πρωτεύουσα της Ινδίας.
Πάνω σ’ αυτά τα αθώα (με ή χωρίς εισαγωγικά) θύματα η κυρίαρχη «αντιτρομοκρατική» προπαγάνδα χτίζει λιθαράκι-λιθαράκι το οικοδόμημα του μίσους ενάντια σε όλους όσοι αντιτίθενται στις επιλογές της. Τα θύματα των αιματηρών πολεμικών επιθέσεων χρησιμοποιούνται για μια ακόμα φορά για να συσκοτίσουν την πραγματικότητα που διαμορφώνεται στις «γκρίζες ζώνες» της υφηλίου, όπου η ανθρώπινη ζωή έχει χάσει προ πολλού την αξία της.
Οταν ένας Παλαιστίνιος ανατινάζεται σε κάποιο εμπορικό κέντρο στην καρδιά του Ισραήλ, η «διεθνής κοινή γνώμη» ανατριχιάζει στη θέα του αίματος. Οταν όμως τα ισραηλινά τεθωρακισμένα ισοπεδώνουν παλαιστινιακά χωριά (πράγμα που γίνεται πολύ πιο συχνά) ή καταδικάζουν εκατομμύρια Παλαιστίνιους σε αργό θάνατο (όπως γίνεται ξανά εδώ και ένα μήνα με τον αποκλεισμό της Λωρίδας της Γάζας), η είδηση περνάει στα «ψιλά» των εφημερίδων και η «διεθνής κοινή γνώμη», στην καλύτερη περίπτωση, «θλίβεται για το ατυχές γεγονός», χωρίς όμως να δίνει περισσότερη σημασία.
Η κρατική τρομοκρατία δεν αποτελεί έγκλημα, όμως αυτοί που μεταβάλλονται σε ανθρώπινες βόμβες για να σκοτώσουν (παίρνοντας μαζί τους ακόμα και αθώα θύματα) χαρακτηρίζονται «εγκληματίες». Κι ας είναι η πρώτη που οδηγεί τους δεύτερους σε μια τέτοια αντίδραση, που σχεδόν πάντα αποτελεί μονόδρομο γι’ αυτούς.
Το ίδιο συμβαίνει και στην Ινδία. «Αν η μεταχείριση των Παλαιστινίων από το Ισραήλ είναι το πιο συγκινησιακό ζήτημα για τους Μουσουλμάνους στη Μέση Ανατολή, η μεταχείριση του λαού του Κασμίρ από την Ινδία παίζει παρόμοιο ρόλο μεταξύ των Μουσουλμάνων της Νοτιοανατολικής Ασίας» έγραψε ο βρετανός ιστορικός William Dalrymple στον Observer (30/11/08).
Τα διεθνή ΜΜΕ «ανατρίχιασαν» με τη βία των δέκα νεαρών ενόπλων (όλοι τους ήταν κάτω των 25 ετών) και στην προσπάθειά τους να τους δαιμονοποιήσουν επιστράτευσαν το επιχείρημα ότι οι ένοπλοι δεν χτύπησαν μόνο πολυτελή ξενοδοχεία, το εβραϊκό κέντρο και καφενεία που σύχναζαν δυτικοί τουρίστες, αλλά και νοσοκομείο της πόλης. Ποιος όμως γνωρίζει, ότι πριν από τρεις μήνες (στις 11 Αυγούστου) οι ινδικές δυνάμεις ασφαλείας μακέλεψαν νοσοκομείο στο Κασμίρ; Ηταν τέτοιο το μένος τους που χρησιμοποίησαν πραγματικά πυρά και δακρυγόνα προκειμένου να συλλάβουν τραυματίες διαδηλωτές που είχαν νοσηλευτεί μετά από την καταστολή ειρηνικής διαδήλωσης στην πρωτεύουσα του Κασμίρ. Από τα πυρά τραυματίστηκαν μέχρι και νοσοκόμες. Και αυτό το γεγονός, για το οποίο αδιαφόρησαν τα ινδικά ΜΜΕ, θα ήταν παντελώς άγνωστο στο εξωτερικό, αν δεν το ανέφερε ο Dalrymple στον Observer. Ποιος γνωρίζει για τα δύο μεγάλα στρατόπεδα συγκέντρωσης (τύπου Αμπού Γκράιμπ) που λειτουργούσαν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90 στο Κασμίρ (ονόματι Papa 1 και Papa 2), στα οποία «εξαφανίστηκαν» χιλιάδες άνθρωποι από το καθεστώς της Ινδίας;
Η αιματηρή διένεξη στο Κασμίρ έχει κοστίσει τη ζωή σε πάνω από 70.000 ανθρώπους από τότε που ξεκίνησε το αυτονομιστικό κίνημα. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι (ορισμένες εκτιμήσεις μιλούν ακόμη και για 700.000) έχουν πάρει το δρόμο της προσφυγιάς. «Δεκαοχτώ χρόνια αργότερα, το Κασμίρ παραμένει ανήσυχο και οι αιτίες που γέννησαν την ανταρσία παραμένουν. Η Ινδία και το Πακιστάν έχουν συνολικά πολεμήσει σε τρεις ατελέσφορους πολέμους για το Κασμίρ, ενώ ένας τέταρτος μίνι-πόλεμος, λόγω της κατοχής από τον πακιστανικό στρατό ενός μικρού τμήματος της ινδικής περιοχής στο Καργκίλ, παραλίγο να προκαλέσει πυρηνική σύγκρουση μεταξύ των δύο χωρών το 1999. Πράγματι, λόγω της μακράς διάρκειας που έχει τραβήξει αυτή η διένεξη, πολύς κόσμος σήμερα συσχετίζει το Κασμίρ περισσότερο με τη βία και τη σύγκρουση παρά με τις παραδόσεις της υψηλής κουλτούρας, της καλλιτεχνικής εφευρετικότητας και του θρησκευτικού συγκριτισμού, με τα οποία έχει συσχετιστεί παραδοσιακά η περιοχή. Τώρα ακούγεται μόνο ειρωνικά το ότι οι Κασμίριοι θεωρούνταν κάποτε τόσο φιλήσυχοι που σύμφωνα με ένα παλιό ινδικό αστείο τα στρατεύματά τους αρνού-νταν πάντοτε να πάνε στη μάχη χωρίς τη συνοδεία αστυνομίας» (Kashmir: The Scarred and the Beautiful, William Darlymple, 3/4/2008).
Η τελευταία αιματηρή επίθεση με τους 200 νεκρούς και τους 300 τραυματίες δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η συνέχεια ενός μακρόχρονου πολέμου, που τον γέννησε η κρατική τρομοκρατία της Ινδίας. Σ’ αυτό τον πόλεμο το δίκιο το έχουν αυτοί που παλεύουν ενάντια στην καταπίεση, ακόμα κι αν εδώ στην «πολιτισμένη Δύση» δεν μας αρέσει και τόσο ο τρόπος με τον οποίο αντιδρούν. Ομως, όταν η ανθρώπινη ζωή στο μακρινό Κασμίρ δεν αξίζει περισσότερο από μία σφαίρα, ποιος μπορεί να καταδικάσει έτσι απλά αυτούς που δίνουν τη ζωή τους για να απαλλαγούν από την τυραννία, αν ο ίδιος δεν έχει βιώσει ούτε στο ελάχιστο αυτά που βιώνουν αυτοί επί ολόκληρες δεκαετίες;