Το μέγιστο πρόβλημα της δημιουργίας δεκάδων χιλιάδων κενών θέσεων, κυρίως στα περιφερειακά Τμήματα ΤΕΙ την τελευταία τριετία, υποχρέωσε φέτος την κυβέρνηση να τροποποιήσει κατά τι τη ρότα της. Το πρόβλημα αυτό είχε επανειλημμένα ξεσηκώσει τις λεγόμενες «τοπικές κοινωνίες», που βάσιζαν την όποια «ανάπτυξή» τους στην ύπαρξη των φοιτητών, ενώ η κατάσταση συνεχώς οξύνονταν λόγω και της οικονομικής κρίσης. Θυμίζουμε ότι μόνο πέρυσι χάθηκαν 18.512 θέσεις, ενώ οι ορφανές θέσεις την τελευταία τριετία ανέρχονται σε 50.412. Η αλλαγή ρότας σε σχέση με τη διαχείριση του προβλήματος των «πεθαμένων» Τμημάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, κρίθηκε, ως φαίνεται, αναγκαία λόγω και της διεξαγωγής των ευρωεκλογών και των κακών μαντάτων που έρχονταν από τις δημοσκοπήσεις. Ετσι οι εντολές άνωθεν δόθηκαν (αυτά βεβαίως γίνονται πάντα στο παρασκήνιο και εν κρυπτώ) και η Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων προχώρησε σε προσεχτική διαχείριση των θεμάτων διαβαθμισμένης δυσκολίας, έτσι ώστε οι υποψήφιοι να πετύχουν καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με πέρυσι και να μειωθεί ο αριθμός των γραπτών κάτω από τη βάση του 10. Σα γύφτικο σκεπάρνι βγήκε και καμάρωνε ο Σπηλιωτόπουλος, ισχυριζόμενος ότι «οι μαθητές ήταν φέτος καλά προετοιμασμένοι», ενώ όλοι γνωρίζουμε το λιώσιμο των παιδιών πάνω απ’ τα βιβλία μπροστά από τις πανελλαδικές εξετάσεις. Παρόλ’ αυτά και φέτος δεκάδες χιλιάδες θα είναι τα παιδιά που δεν θα κατορθώσουν να διαβούν τις πόρτες των ΑΕΙ-ΤΕΙ και χιλιάδες οι χαμένες θέσεις, αφού παραμένει ακλόνητος ο μηχανισμός καρατόμησης, οι πανελλαδικές εξετάσεις και το βαθμολογικό πλαφόν της βάσης του 10.
Ο μειωμένος κατά 5.000 περίπου σε σχέση με πέρυσι αριθμός των φετινών υποψήφιων (85.354 υποψήφιοι φέτος έναντι 90.508 περσινών) σε συνδυασμό με την αύξηση των προσφερόμενων θέσεων («φούσκωμα» που προήλθε λόγω της ίδρυσης 16 νέων Τμημάτων, 13 στα ΤΕΙ και 3 στα ΑΕΙ και λόγω της αύξησης των θέσεων στα περιφερειακά Ιδρύματα) και τις καλύτερες επιδόσεις των υποψήφιων, συνηγορούν στη μείωση των κενών θέσεων στα περιφερειακά κυρίως Τμήματα. Βεβαίως το πού θα «καθίσει» ο τελικός αριθμός θα εξαρτηθεί και από τις αντοχές των νοικοκυριών των λαϊκών στρωμάτων (η πλειοψηφία των οποίων κατοικεί στα μεγάλα αστικά κέντρα), που αδυνατούν και λόγω της οικονομικής κρίσης, να στείλουν τα παιδιά τους στην επαρχία να σπουδάσουν, που επηρεάζουν τις προτιμήσεις των υποψήφιων και τη συμπλήρωση των μηχανογραφικών.
Τα στοιχεία με τις βαθμολογίες των υποψήφιων, που ανακοίνωσε το υπουργείο Παιδείας, έδειξαν αύξηση των βαθμολογιών στη μεσαία κλίμακα και ίδιο περίπου ποσοστό αριστούχων σε σχέση με πέρυσι. Τα παραπάνω συνηγορούν σε τάση ανόδου στα χαμηλόβαθμα Τμήματα, ενώ στα Τμήματα υψηλής ζήτησης θα γίνει και πάλι σφαγή λόγω των περιορισμένων θέσεων (μειώνονται σταθερά τα τελευταία χρόνια) και των επιδόσεων και του αριθμού αυτών που τα διεκδικούν.
Οι πανελλαδικές, η ίδια η εκπαιδευτική διαδικασία, οι ταξικές διαφορές στην κοινωνία, που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην απόκτηση των «εφοδίων» για τη διεκδίκηση μιας θέσης στα Πανεπιστήμια, κατασκεύασαν και φέτος τους «αποτυχόντες». Στα Μαθηματικά Τεχνολογικής Κατεύθυνσης 2 το ποσοστό των υποψήφιων που έγραψε κάτω από τη βάση είναι 67,09%, στην Ιστορία Γεν. Παιδείας 62,23%, στη Φυσική Τεχν Κατ. 2 53,45%, στην Ιστορία Θεωρητ. Κατ. 45,91%, στα Μαθηματικά Τεχν. Κατ.1 43,27%, στα Αρχαία Ελληνικά Θεωρ. Κατ. 39,71%, στα Λατινικά Θεωρ. Κατ. 38,84%, στη Βιολογία Γεν. Παιδ. 35,19%, στη Νεοελληνική Λογοτεχνία 31,5% κ.λ.π. Εξίσου μεγάλα είναι και τα ποσοστά των υποψήφιων που έγραψαν κάτω ακόμα και από το 5, όπως στη Φυσική Τεχν Κατ.2 (45,07%), στην Ιστορία Γεν. Παιδείας (31,44%), στην Ιστορία Θεωρ. Κατ. (24,71%), στα Μαθηματικά Τεχ. Κατ.1 (23,79%), κ.λ.π.
Ρεκόρ επίσης σημείωσαν και οι αναβαθμολογήσεις, στοιχείο ενδεικτικό της εγγενούς αδυναμίας του ίδιου του συστήματος των εξετάσεων. Τα πρωτεία είχαν και πάλι τα θεωρητικά μαθήματα της Νεοελληνικής Γλώσσας, της Ιστορίας, των Αρχαίων Ελληνικών, της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.
Το σύστημα αποδίδει και αυτό το έχουν κατανοήσει όλοι οι κρατούντες. Γι’ αυτό και διαφυλάττουν ως κόρη οφθαλμού την καρμανιόλα των πανελλαδικών και τώρα την κάνουν πιο κοφτερή με αυτά που απεργάζονται στο Συμβούλιο Πρωτοβάθμιας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, στο πλαίσιο του «διαλόγου». Γιατί θέλουν να τσακίσουν την ιστορικά διαμορφωμένη τάση της ελληνικής εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακή μόρφωση.
Γιούλα Γκεσούλη