Τις έντονες αντιδράσεις των κυβερνήσεων της Λατινικής Αμερικής έχει προκαλέσει η στρατιωτική συμφωνία που υπογράφτηκε ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κολομβία στα μέσα Αυγούστου, η οποία επιτρέπει στον αμερικάνικο στρατό να χρησιμοποιεί εφτά κολομβιανές στρατιωτικές βάσεις, από τις οποίες μπορούν να πετούν αμερικάνικα στρατιωτικά κατασκοπευτικά αεροσκάφη και να πραγματοποι-ούν επιχειρήσεις στα πλαίσια «του πολέμου κατά των ναρκωτικών και της τρομοκρατίας», σύμφωνα με τις διακηρύξεις των εμπνευστών της. Προβλέπει επίσης την εγκατάσταση στις βάσεις αυτές 800 αμερικάνων στρατιωτών και 600 ιδιωτών μισθοφόρων επιπλέον των 300 αξιωματικών που βρίσκονται από καιρό στην Κολομβία, στα πλαίσια του διαβόητου «Πλαν Κολόμπια» και συμμετέχουν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών.
Στην πραγματικότητα, με τη συμφωνία αυτή, η οποία προχώρησε μετά την άρνηση της κυβέρνησης του Εκουαδόρ να ανανεώσει τη δεκάχρονη συμφωνία που επέτρεπε στον αμερικάνικο στρατό να χρησιμοποιεί τη στρατιωτική βάση της Μάντα, η Κολομβία μετατρέπεται σε προπύργιο των ΗΠΑ για τον έλεγχο των χωρών της Λατινικής Αμερικής, ο οποίος τα τελευταία χρόνια αμφισβητείται από τη μια με την εκλογή μη αρεστών στο Λευκό Οίκο κυβερνήσεων σε αρκετές χώρες της περιοχής και από την άλλη με την αυξανόμενη οικονομική διείσδυση και πολιτική επιρροή ανταγωνιστών, ιδιαίτερα της Κίνας και της Ρωσίας.
Σημαιοφόρος των αντιδράσεων κατά της συμφωνίας είναι ο πρόεδρος της Βενεζουέλα Ούγο Τσάβες, συνεπικουρούμενος από τους στενότερους συμμάχους του, τους προέδρους του Εκουαδόρ Ραφαέλ Κορέα και της Βολιβίας Εβο Μοράλες, ο οποίος κατήγγειλε ότι η συμφωνία «σπέρνει τους ανέμους του πολέμου» στη Λατινική Αμερική και ότι εντάσσεται στα πλαίσια της αμερικάνικης στρατηγικής για παγκόσμια ηγεμονία. Αντιδράσεις όμως εκδηλώθηκαν και από τους αποκαλούμενους πιο μετριοπαθείς ηγέτες της Βραζιλίας, της Χιλής και της Αργεντινής, που ζητούν δεσμευτικές εγγυήσεις από τις ΗΠΑ ότι τα στρατεύματά τους στην Κολομβία θα χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για το σκοπό που ορίζει η συμφωνία.
Αποτέλεσμα των αντιδράσεων αυτών ήταν η σύνοδος των 12 ηγετών της Ενωσης Νοτιοαμερικάνικων Εθνών (Unasur), συμπεριλαμβανομένου του προέδρου της Κολομβίας Αλβάρο Ουρίμπε, στις 28 Αυγού-στου, στο ορεινό θέρετρο Bariloche της Αργεντινής, η οποία, έπειτα από μια πολύωρη αντιπαράθεση, κατέληξε σε μια συμβιβαστική διακήρυξη που «επαναβεβαιώνει ότι η παρουσία ξένων στρατιωτικών δυνάμεων δεν πρέπει να απειλεί την κυριαρχία και την ακεραιότητα μιας λατινοαμερικάνικης χώρας και κατά συνέπεια την περιφερειακή ειρήνη και σταθερότητα».
Ομως ούτε η διακήρυξη αυτή ούτε οι καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις του Λευκού Οίκου μπορούν αποκρύψουν τις πραγματικές του προθέσεις και να αλλάξουν το κλίμα αβεβαιότητας και ανασφάλειας που έχει δημιουργήσει στην περιοχή η στρατιωτική συμφωνία με την Κολομβία, γεγονός που οδηγεί σε κατακόρυφη αύξηση των στρατιωτικών δαπανών για την αγορά εξοπλισμών από τις χώρες της περιοχής. Σύμφωνα με το «Associated Press» (27/8/09), η Βενεζουέλα δαπανά 4 δισ. δολάρια για την αγορά ρωσικών όπλων. Το Εκουαδόρ αγοράζει 24 βραζιλιάνικα αεροπλάνα και 6 ισραηλινά τηλεκατευθυνόμενα αεροσκάφη, η Βολιβία έχει πάρει δάνειο 100 εκατομμυρίων δολαρίων από τη Ρωσία για την αγορά ρωσικών όπλων και η Βραζιλία παρήγγειλε πρόσφατα γαλλικά υποβρύχια και ετοιμάζεται να αγοράσει μαχητικά αεροσκάφη, αξίας 2 δισ. δολαρίων. Συνολικά οι στρατιωτικές δαπάνες των 12 νοτιοαμερικάνικων χωρών έφτασαν στα 51 δισ. δολάρια το 2008, σημειώνοντας αύξηση κατά 30% σε σχέση με το 2007, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους λαούς των χωρών αυτών, που μαστίζονται από τη φτώχεια και την εξαθλίωση.